Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1920 όταν τα πλήθη φώναζαν δυνατά στην προβλήτα 54 της Νέας Υόρκης επευφημώντας το διάσημο κρουαζιερόπλοιο με το ελληνικό όνομα RMS Laconia (Λακωνία) καθώς ξεκινούσε το εναρκτήριο ταξίδι του. Ντυμένες με γούνες και στολισμένες με φτερά, οι γυναίκες χαιρετούσαν από το κατάστρωμα, καθώς το πλοίο γλιστρούσε απαλά στο νερό, περνώντας πρώτα από το άγαλμα της ελευθερίας και ξεκινώντας για το ταξίδι των 30.000 μιλίων σε «εξωτικά νησιά και τροπικές θάλασσες».
Ένα ολοσέλιδο στους «The New York Times», με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1922, έγραφε: «ΠΟΛΛΟΙ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ. Το Cunard Liner Laconia θα φύγει για 130 ημέρες – 450 τουρίστες θα κάνουν το ταξίδι».
Και το διαφημιστικό φυλλάδιο του πλοίου δεσμεύονταν ότι «Όπως το ραβδί του μάγου, οι λέξεις δημιουργούν εικόνες από τις πιο υπέροχες ταξιδιωτικές εμπειρίες. Η ταλαιπωρία των συνηθισμένων ταξιδιών ανήκουν στο παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας, ο ταξιδιώτης θα διαμένει σε ένα ανακτορικό πλωτό σπίτι και η κριτική πλέον δεν έχει νόημα».
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι κρουαζιέρες σε όλο τον κόσμο είναι πλέον συνηθισμένες. Μάλιστα, το 2019 οι Viking Cruises μπήκαν στο Guinness Book of Records για τον τίτλο της μεγαλύτερης κρουαζιέρας στον κόσμο, αξίας 77.000 ευρώ, σε έξι ηπείρους και 51 χώρες σε 245 ημέρες.
Η εταιρεία Cunard, 101 χρόνια μετά, τιμώντας την επέτειο της πρώτης κρουαζιέρας του RMS Laconia ξεκινά ένα ταξίδι 101 διανυκτερεύσεων, περνώντας από τα ίδια λιμάνια, για 14.000 ευρώ ανά άτομο (ή 140 ευρώ ανά διανυκτέρευση).
Οι επισκέπτες θα ξεκινήσουν από το Σαουθάμπτον προς τη Νέα Υόρκη, το St. Maarten, στην Αρούμπα, το κανάλι του Παναμά, το Μεξικό, το Σαν Φρανσίσκο, τη Χονολουλού, τη Σαμόα, την Τόνγκα, το Ώκλαντ, την Ταουράνγκα, το Μπέι οφ Άιλαντς, το Σίδνεϊ, το Κέρνς, το Ντάργουιν, τη Μανίλα, το Χονγκ Κονγκ, το Βιετνάμ, τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, τη Σρι Λάνκα, το Ντουμπάι, το Ομάν, την Ιορδανία, θα περάσουν από τη διώρυγα του Σουέζ, θα μεταβούν στη Νάπολη και στη Λισαβόνα πριν επιστρέψουν ξανά στο Σαουθάμπτον έπειτα από 101 ημέρες.
«Οι επισκέπτες θα μπορούν να απολαύσουν πλήθος εκπλήξεων στο πλοίο, όπως ένα Centenary Afternoon Tea, εμπνευσμένο από τους προορισμούς που επισκέφτηκαν οι πρώτοι επιβάτες του πλοίου, καθώς και πάρτι εποχής με θέμα τα Roaring Twenties», αναφέρει ο πρόεδρος της Cunard, Simon Palethorpe.
Τα ταξίδια με πλοία έχουν βέβαια αλλάξει πολύ από τον 19ο αιώνα όταν ο Sir Samuel Cunard ίδρυσε την εταιρεία του. Το πρώτο του πλοίο, το Britannia, ξεκίνησε το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι από το Λίβερπουλ στις 4 Ιουλίου 1840, μεταφέροντας 115 επιβάτες πρώτης κατηγορίας, 86 πλήρωμα, 600 τόνους άνθρακα, κοτόπουλα και το ταχυδρομείο.
Αλλά ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του 1920, οι κρουαζιέρες στους ωκεανούς ήταν ακόμη μόνο για τους πλούσιους, και το RMS Laconia, με τους ατμοστρόβιλους, τη μεγαλοπρεπή χοάνη και το κατάστρωμα που εκτείνονταν στα 183 μέτρα, ήταν η ναυαρχίδα της Cunard.
Παρόλο που το πλοίο μπορούσε να μεταφέρει 350 επιβάτες τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη θέση και 1.500 στην τρίτη θέση, υπήρχαν μόνο 450 ταξιδιώτες στο εναρκτήριο ταξίδι. Ο κάθε επιβάτης είχε πληρώσει 1.000 λίρες (1.158 ευρώ) για την εμπειρία ή περίπου 50.000 λίρες (58.000 ευρώ) σε σημερινά χρήματα.
Το RMS Laconia ταξίδευε με 16 κόμβους, λιγότερο από το ήμισυ της συνηθισμένης ταχύτητας σήμερα, περνώντας από το Taj Mahal και την Κοιλάδα των Βασιλέων, όπου ο Λόρδος Καρναρβόν και ο Χάουαρντ Κάρτερ μόλις είχαν ανακαλύψει τον τάφο του Τουταγχαμών.
Ένα άρθρο στο Malaya Tribune περιέγραφε την αναχώρηση του πλοίου από την Τζακάρτα (τότε λεγόταν Batavia), την πρωτεύουσα της Ινδονησίας: «Εκτός από τη συνήθη ποσότητα μεταξιού και σατέν, βερνικιού, κεραμικών, χαλιών και επίπλων, το Laconia έφυγε από τη Batavia με δώδεκα σκυλάκια, έξι παπαγάλους και δέκα κλουβιά, καθένα από τα οποία περιέχει από δύο έως έξι πουλιά αγάπης, κάθε είδους πουλιά που κελαηδούν, έξι πιθήκους και ένα ζευγάρι Πομερανίων (ράτσα σκυλιών)».
Το πλοίο διέθετε τρεχούμενο νερό σε κάθε καμπίνα, καλοριφέρ και ηλεκτρικούς θερμάστρες με «εγγυήσεις άνεσης σε κάθε κλίμα», βιβλιοθήκη, αίθουσες γραφής, αίθουσες καπνίσματος, καφετέρια-βεράντα, δύο σαλόνια με γυάλινο κήπο, καθώς πισίνα και γυμναστήριο στο κατάστρωμα.
Η ψυχαγωγία περιελάμβανε από παρτίδες μπριτζ και διαλέξεις έως συναυλίες, χορό και καραόκε, όχι βέβαια με τη σύγχρονη μορφή αλλά με ζωντανή ορχήστρα. Το διαφημιστικό φυλλάδιο της εποχής υπόσχονταν: «Κομψούς τρόπους, ευγενικές συνομιλίες, φανταχτερά φορέματα και την επιθυμία να ανακαλύψουμε μαζί αυτό που ορίζει ένα αξέχαστο ταξίδι».
Δύο μήνες αργότερα, η Cunard, με σύνθημά «ο προορισμός είναι μόνο η μισή διασκέδαση», ξεκίνησε μια δεύτερη παγκόσμια κρουαζιέρα με το δίδυμο πλοίο του Laconia, το RMS Samaria. Και τα δύο πλοία διέσχιζαν τον Ινδικό Ωκεανό και οι κρουαζιέρες καθιερώθηκαν στο ετήσιο πρόγραμμα της εταιρείας.
Ο συγγραφέας William Fortune, 59 ετών, ο οποίος ταξίδεψε με τον φίλο του Josiah Kirby Lilly, 61 ετών, τον άνθρωπο που μετέτρεψε τη ζωή των διαβητικών επινοώντας τη μαζική παραγωγή ινσουλίνης, περιέγραψε την πρώτη μέρα στο πλοίο. Έγραφε συγκεκριμένα: «Το Samaria ήταν πλήρως διακοσμημένo, μπροστά και πίσω, με τις σημαίες όλων των χωρών που πρόκειται να επισκεφτούμε, το συγκρότημα έπαιζε, οι αποχαιρετισμοί αντηχούσαν δυνατά και για εμάς που ξεκινούσαμε ένα ταξίδι σε όλο τον κόσμο αυτό ήταν μια συναρπαστική στιγμή.
Οι νεαροί καμαρωτοί χτυπούσαν την πόρτα μας, σε διαστήματα κάθε λίγων λεπτών, παραδίδοντας όλων των ειδών τα πακέτα. Ήμασταν εκστασιασμένοι. Έφερναν καλάθια με υπέροχα φρούτα, αρκετά για να μας συντροφεύσουν σε ολόκληρο το ταξίδι μας, πολλά βιβλία, κουτιά με λουλούδια, με γλυκά, πολλά τηλεγραφήματα και μεγάλο αριθμό επιστολών από φίλους και γνωστούς».
Το Laconia έκανε άλλους δύο γύρους του κόσμου πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Δυστυχώς, καταστράφηκε από γερμανικό υποβρύχιο U-156 στις 12 Σεπτεμβρίου 1942, καθώς έφερνε στρατεύματα, πολίτες και υλικό πίσω στη Βρετανία από τη Βόρεια Αφρική. Περισσότεροι από 1.400 άνδρες σκοτώθηκαν.
Ωστόσο, οι υπερατλαντικές επενδύσεις της Cunard, το Queen Mary και Queen Elizabeth, τα οποία είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930, παρά το γεγονός ότι ήταν υψηλού επιπέδου στόχοι (ο Χίτλερ φέρεται να προσέφερε έναν Σιδηρούν Σταυρό και μια τεράστια ανταμοιβή σε οποιονδήποτε πλοίαρχο υποβρυχίου θα μπορούσε να τα βυθίσει), απέφυγαν τις τορπίλες.
Το Queen Mary, το πρώτο μη πολεμικό πλοίο που βαφτίστηκε από ένα μέλος της Βασιλικής Οικογένειας -την τότε οκτάχρονη πριγκίπισσα Ελισάβετ συνοδευόμενη από τους παππούδες της, τον Βασιλιά Γεώργιο Β’ και τη Βασίλισσα Μαρία- ήταν το αγαπημένο του πρωθυπουργού Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ. Διέσχισε τρεις φορές τον Ατλαντικό με αυτό για να δει τον Πρόεδρο Ρούσβελτ.
Μετά τον πόλεμο, σε αυτό που έχει περιγραφεί ως η χρυσή εποχή των διατλαντικών ταξιδιών, το μεγαλείο της διακόσμησης της Art Deco στα Queen Mary και Queen Elizabeth αποτέλεσε μαγνήτη για βασιλιάδες, πολιτικούς και αστέρια του Χόλιγουντ. Πρωινό στο κρεβάτι, καλώντας τους μπάτλερ με κουδούνι στην καμπίνα τους, προπόσεις με σαμπάνια στα σαλόνια, μαγικές νύχτες στις αίθουσες χορού και λαμπερά δείπνα στις κομψές τραπεζαρίες.
Μια πρόσκληση στο Captain’s Table, το τραπέζι του καπετάνιου ήταν μεγάλη τιμή. Μάλιστα, η εθιμοτυπία απαιτούσε από τους επιβάτες να μην ζητήσουν ποτέ πρόσκληση ενώ η επιλογή γίνονταν με μεγάλη προσοχή. Ένας καπετάνιος είχε παραδεχθεί ότι το μόνο που διάβαζε πριν την κοιμηθεί ήταν ο κατάλογος του ποιος (ισχυρός) ήταν με ποιον (ισχυρό) στο πλοίο.
Ήταν επίσης η εποχή των περίφημων Verandah Grills, με την ατμόσφαιρα να ταιριάζει σε κλαμπ, η οποία έγινε δημοφιλής από μεγάλα αστέρια όπως οι καλλιτέχνες της τζαζ, Ella Fitzgerald και Louis Armstrong, η ηθοποιός Doris Day και οι τραγουδιστές Nat King Cole, Perry Como, Tony Bennett και Tommy Steele.
«Κάθε ταξίδι ξεκινούσε ή τελείωνε με πρωταγωνιστές κινηματογραφικά αστέρια, μεγιστάνες των μέσων μαζικής ενημέρωσης, επιχειρηματίες και γαλαζοαίματους που έβγαιναν φωτογραφίες από δεκάδες φωτογράφους τη στιγμή που αποβιβάζονταν στο Σαουθάμπτον ή τη Νέα Υόρκη», αναφέρει ο ιστορικός Michael Gallagher. «Θα έδιναν παραστάσεις-έκπληξη προτού επιστρέψουν στο μπαρ Pig & Whistle για να διασκεδάσουν το πλήρωμα. Τότε ξεκινούσε το πάρτι!».
Τα δύο πλοία έγιναν επίσης η λαμπερή πασαρέλα για την τελευταία λέξη της μόδας, με τους επισκέπτες με μαύρη γραβάτα, βραδινά φορέματα και λαμπερά κοσμήματα να κάνουν μια μεγάλη κάθοδο κάτω από τη σκάλα από το πάνω κατάστρωμα μέχρι το σαλόνι.
Σε ένα από τα ταξίδια, η ηθοποιός Marlene Dietrich, συνοδευόμενη από το θεατρικό συγγραφέα Noel Coward, είχε κάνει μία εντυπωσιακή είσοδο στο δείπνο του πλοίου, φροντίζοντας όλοι να είναι στη θέση τους. Αργότερα, θα εγκατέλειπε το πλοίο στη Νέα Υόρκη φορώντας ένα από τα εμβληματικά φορέματα της κολεξιόν τυου 1947 του Christian Dior.
Μέχρι το 1950, η σούπερ σταρ Ελισάβετ Τέιλορ ήταν τακτική επισκέπτης στο Queen Mary, ταξιδεύοντας με τη μητέρα της Σάρα και το σκύλο της, ένα poodle, τον Teeny. Αφού παντρεύτηκε τον πρώτο σύζυγό της Conrad Hilton, το ζευγάρι πέρασε το μήνα του μέλιτος σε μια κρουαζιέρα 14 εβδομάδων στο Μόντε Κάρλο, στις Κάννες και στο Cap d’Antibes. Επίσης σε αυτό το ταξίδι ήταν ο Δούκας και η Δούκισσα του Γουίντσορ -που ήταν τακτικοί του Cunard. Ταξίδευαν με τέσσερις από το προσωπικό τους, με τρία σκυλιά και 126 κομμάτια μονογραμμένων αποσκευών.
Στις 7 Φεβρουαρίου 1952, ο τέως βασιλιάς Edward VIII επέστρεψε στη Βρετανία με τη βασίλισσα Μαρία για την κηδεία του πατέρα του Βασιλιά King George VI, πραγματοποιώντας συνέντευξη τύπου στο περίφημο Verandah Grill, όπου οι γευστικοί πειρασμοί περιελάμβαναν πράσινη χελώνα σούπα με σέρι, φιλέτα μπριζόλας dover και νεφρών.
«Ο Δούκας του Γουίντσορ και ο Γουίλις Σίμπσον απολάμβαναν τακτικά ταξίδια σε όλο τον κόσμο μαζί με τα αγαπημένα τους σκυλιά», αναφέρει ο ιστορικός Michael Gallagher. «Ο Δούκας του Γουίντσορ κάποτε σχολίασε ότι ήταν κρίμα που δεν υπήρχε λαμπτήρας δίπλα στο κυνοτροφείο του πλοίου, οπότε τοποθετήθηκε ένας σε περίοπτη θέση».
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι υπερατλαντικές κρουαζιέρες αντιμετώπιζαν μια νέα απειλή και αυτά ήταν τα jumbo jet. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το Queen Elizabeth 2 να γίνει το πιο διάσημο πλοίο της Βρετανίας. Εγκαινιάστηκε το 1967 από τη βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία το 1990 έγινε η πρώτη βασίλισσα που ταξίδεψε σε κρουαζιερόπλοιο. Το Queen Elizabeth 2 χαρακτηρίστηκε ως θέρετρο στη θάλασσα, με τέσσερις πισίνες, ένα σπα και ένα… υποκατάστημα Harrods, πλέοντας περισσότερα από πέντε εκατομμύρια ναυτικά μίλια πριν αποσυρθεί το 2008.
Σήμερα, η Cunard διαθέτει τρία πλοία, το Queen Mary 2, το Queen Elizabeth και το Queen Victoria και με μια ετήσια λίστα προμηθειών με σχεδόν ένα εκατομμύριο μπουκάλια κρασί, 1.909.362 φακελάκια τσαγιού και 4.785.417 αυγά.
Το Queen Mary 2 πήρε το βραβείο ως το μεγαλύτερο, μακρύτερο, ψηλότερο και πιο ακριβό πλοίο που κατασκευάστηκε ποτέ, καθώς κόστισε περισσότερα από 580 εκατ. ευρώ το 2004. Με μήκος 430 μέτρα, υπερηφανεύεται για τα 17 καταστρώματα του που υψώνονται 62 μέτρα πάνω από τη στάθμη του νερού, τις 1.360 καμπίνες του και για το γεγονός ότι κάθε ημέρα οι επισκέπτες του καταναλώνουν 75 κιλά αστακού, 3 κιλά ρωσικού χαβιαριού και 344 μπουκάλια σαμπάνιας. Υπάρχει ένα πράγμα, ωστόσο, που δεν έχει αλλάξει από τον περασμένο αιώνα: Το παραδοσιακό βρετανικό απογευματινό τσάι.