Για ένα κορίτσι μιας μικρής αμερικάνικης πόλης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’40 και του ’50, δεν υπήρχε καμία πιο λαμπερή διεύθυνση από το -μόνο για γυναίκες- Barbizon Hotel της Νέας Υόρκης.
Περιγράφονταν ως «σχολικός κοιτώνας γοητείας» και προσέφερε ασφαλές καταφύγιο σε μια πληθώρα μη διασήμων ακόμα γυναικών, όπως οι Joan Crawford, Grace Kelly, Rita Hayworth, Tippi Hedren, Gene Tierney, Candice Bergen, Sylvia Plath, Ali McGraw, Joan Didion, Betsey Johnson, Edith Bouvier Beale, Nancy Reagan, Phylicia Rashad και Liza Minelli.
Στο πεζοδρόμιο του, στην East 63rd Street, συνωστίζονταν για ώρες όμορφα, νεαρά αγόρια περιμένοντας τα «ραντεβού» τους και ακούγοντας τον ήχο των τακουνιών όπως διέσχιζαν το τεράστιο λόμπι, καθώς η βραδιά στο The Stork Club αναμένονταν συναρπαστική.
Ήταν τότε που το σούπερ μόντελ της «Vogue», Dolores Hawkins, κατέβαινε με ταχύτητα τις σκάλες, πέντε-πέντε, για να παραλάβει την ολοκαίνουργια 1957 Thunderbird στην μπροστινή πόρτα. Και όπου ο άγνωστος ακόμα αρθρογράφος, J.D. Salinger, περίμενε στο καφέ του κάτω ορόφου ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να «παγιδεύσει» ένα από τα πολλά όμορφα κορίτσια από το πρακτορείο μοντέλων της Eileen Ford που διέμεναν στους πάνω ορόφους.
Το Barbizon Hotel προσέφερε πάντα ένα μικρό παράθυρο μεγάλων ευκαιριών για γυναίκες καριέρας στη μεταπολεμική Αμερική. Το όνομά του ήταν σχεδόν συνώνυμο με την επιτυχία, για εκείνες βέβαια που το επεδίωκαν.
Στο συναρπαστικό νέο βιβλίο της «Paulina Bren, The Barbizon: The Hotel That Set Women Free» αφηγείται την ιστορία των κοριτσιών που έμεναν εκεί: Από την Carolyn του Steubenville του Οχάιο μέχρι τις κοσμικές και τις νεοεισερχόμενες στην υψηλή κοινωνία, ως την παντελώς άγνωστη ακόμα Grace Kelly που θα γίνονταν πολλά χρόνια αργότερα πριγκίπισσα του Μονακό.
Κάποιες από αυτές θα κέρδιζαν στο μέλλον φήμη και πολλά λεφτά, οι περισσότερες ωστόσο θα επέστρεφαν πίσω στη μικρή πόλη τους για να ακολουθήσουν μία ζωή χωρίς συγκινήσεις: Γάμος, σπίτι, παιδιά και όμορφες αναμνήσεις από το «Barb».
Το Barbizon Hotel δεν ήταν το πρώτο ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη που δημιουργήθηκε αυστηρά για γυναίκες, αλλά ήταν σίγουρα το πιο λαμπερό.
Πριν από αυτό είχαν προηγηθεί τα Allerton Hotel και το The Martha Washington. Το τελευταίο άνοιξε το 1903 και έγινε γνωστό ως καταφύγιο για γυναίκες μόνες και σουφραζέτες. Υπήρχε επίσης το The Trowmart Inn και το Parkside Evangeline, αλλά κανένα από αυτά τα ξενοδοχεία δεν είχαν την ίδια λάμψη με το The Barbizon στο νούμερο 140 της East 63rd Street.
Με 23 ορόφους να σκίζουν τον ουρανό του Manhattan, οι κατασκευαστές ολοκλήρωσαν την κατασκευή του επιβλητικού κτιρίου από τούβλα στο χρώμα του σολομού, γοτθικού ρυθμού, το 1927, την εποχή που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η πρώτα ομιλούσα ταινία.
Τα 720 δωμάτια του ήταν μέτρια σε διαστάσεις αλλά το ξενοδοχείο προσέφερε μεγάλες ανέσεις για την εποχή όπως εσωτερική πισίνα, γυμναστήριο, κήπο στον τελευταίο όροφο, αίθουσες μουσικής, αίθουσες διαλέξεων, τραπεζαρία, βιβλιοθήκη αλλά και καθημερινή υπηρεσία με καμαριέρες.
Οι ιδιοκτήτες του ήλπιζαν να προσελκύσουν τις μόνες και κομψές γυναίκες της εποχής της jazz που ξαφνικά ξεχύθηκαν στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να αποκτήσουν δύναμη, ανεξαρτησία και έναν πλούσιο σύζυγο.
Το τεράστιο λόμπι ήταν διακοσμημένο με μεγάλα φυτά σε γλάστρες, πολυτελή χαλιά από την Ανατολή, είχε πλούσια επίπλωση και φανάρια αντίκες. Καθημερινά σερβίρονταν δωρεάν απογευματινό τσάι που ήταν βολικό για τα κορίτσια που δεν προέρχονταν από πλούσια οικογένεια, καθώς συνοδεύονταν από ένα σωρό βουτήματα.
Μια μαρμάρινη εντυπωσιακή σκάλα οδηγούσε στον ημιώροφο από τον οποίο τα κορίτσια έσκυβαν από τα παράθυρα για να δουν αν είχε έρθει το «ραντεβού» τους. Κατά την άφιξή της το 1953, η 21χρονη Sylvia Plath περιέγραψε το παστέλ πράσινο αίθριο με το «ελαφρύ ξύλο café-au-lait» ως «εξαιρετικό».
Από το δωμάτιό της, στο βορειοδυτικό πυργίσκο, η 63χρονη «Unsinkable Molly Brown», διάσημη γιατί επέζησε του ναυαγίου του Τιτανικού το 1912, έγραφε σε μια φίλη της το 1931, αναφέροντας με λεπτομέρειες την ταπεινή κατοικία της: «Ένα διπλό κρεβάτι με ένα λουλουδάτο κάλυμμα που ταιριάζει με τις κουρτίνες, ένα μικρό γραφείο, μία φινετσάτη συρταριέρα, μία λάμπα δαπέδου και μια εξαιρετικά άνετη πολυθρόνα. Υπάρχει ακόμη και ένα ραδιόφωνο σε κάθε δωμάτιο!» προσέθετε.
Παρά το σχετικά μικρό τους μέγεθος, γράφει στο βιβλίο της η Paulina Bren, τα δωμάτια του Barbizon «αντιπροσώπευαν κάποιο είδος απελευθέρωσης» για τις επόμενες γενιές γυναικών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν αυστηροί κανόνες.
Σχολείο τελικής βαθμίδας εκπαίδευσης εν μέρει αλλά και κοιτώνας για αρκετές, οι κανόνες ακολουθούνταν υπό την επιτήρηση της βοηθού διευθυντή του ξενοδοχείου, Mae Sibley. Έχοντας ουσιαστικά το ρόλο της μητέρας, η Sibley είχε αποστολή να εκπληρώσει την υπόσχεση του Barbizon σε όλους τους νευρικούς γονείς πίσω στο σπίτι: Ότι μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι τα κορίτσια τους θα είναι ασφαλή και προστατευμένα μέσα σε μια πόλη χτισμένη για αμαρτία.
Η Sibley ήταν ιδιαιτέρως αυστηρή. Το ποτό απαγορεύονταν στα δωμάτια, όπως και οι βραδινές συναντήσεις εκεί μεταξύ των κοριτσιών. Οι γονείς μπορούσαν να τσεκάρουν τις κόρες τους μέσω της ρεσεψιόν, που ενημέρωναν για το ποιες ήρθε αργά ή «σε κακή κατάσταση».
Κάποιες φιλοξενούμενες μάλιστα είχαν και συνοδούς. Η διάσημη Judy Garland έκανε τρελό το προσωπικό, καλώντας κάθε τρεις ώρες για να ελέγξει την κόρη της, την Liza Minnelli. Εάν δεν βρισκόταν στο δωμάτιό της, τους διέταζε να τη βρουν.
Κανένας άντρας δεν επιτρέπονταν στο λόμπι χωρίς αυστηρή επίβλεψη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνοι δεν προσπαθούσαν. Αμέτρητοι νέοι μνηστήρες προσπάθησαν να μεταμφιεστούν ως γιατροί, πατέρες, και ιερείς. Ενώ άλλοι δοκίμασαν την τύχη τους, ως μπάτλερ οικογενειών. Η κυρία Sibley αποκαλούνταν ως «το παλαιότερο φίμωτρο του Barbizon».
Ακόμα και οι χειριστές ανελκυστήρων, οι οποίοι ήταν άντρες, αποχωρούσαν το ηλιοβασίλεμα.
Εν πρώτης, η κυρία Sibley απαιτούσε από όλους τους υποψήφιους ενοικιαστές να παρέχουν τρεις αναφορές που να πιστοποιούν τον ηθικό τους χαρακτήρα. Βαθμολογούσε τις γυναίκες στην οικογένειά τους, την εμφάνιση, το φόρεμα και τη συμπεριφορά της και αξιολογούσε κρυφά την «ποιότητα» κάθε αιτούσας ως Α, Β ή Γ. «Οι Α είχαν βαθμολογία κάτω των είκοσι οκτώ. Οι Β ήταν μεταξύ είκοσι οκτώ και τριάντα οκτώ και το Γ, ήταν για πάνω από το… λόφο», αναφέρει στο βιβλίο της η Bren.
Μάλιστα, πολλοί κατηγορούσαν τη Sibley ότι με αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να εμπορευόταν τις φιλοξενούμενες του Barbizon, «γνωρίζοντας καλά ότι η ελκυστικότητά αλλά και η ηθική τους προσέθετε στη φήμη του ξενοδοχείου».
Πράγματι, υπό την καθοδήγησή της, η φήμη του ξενοδοχείου ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’40 και ’50 και η ζωή σε αυτό αποτελούσε συχνό θέμα των κοινωνικών σελίδων και των περιοδικών μόδας.
Το «Time Magazine» ανέφερε κάποτε ότι το κτίριο φιλοξενούσε «τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ομορφιάς ανατολικά του Χόλιγουντ» και ότι ήταν «ένα από τα λίγα μέρη στη Νέα Υόρκη όπου ένα κορίτσι θα μπορούσε να πάρει την αρετή της στο κρεβάτι και να μείνει σίγουρη ότι θα ακόμα να είμαι εκεί το επόμενο πρωί», εννοώντας αυτό που καταλαβαίνετε.
Γυαλιστερά φυλλάδια με τη διαφήμιση της ζωής στο ξενοδοχείο κυκλοφορούσαν διαρκώς μεταξύ των ελίτ οικογενειών, αναφέροντας πως φιλοξενούσε «φιλόδοξες και διακριτικές νεαρές γυναίκες» που θα μπορούσαν να βρουν το δρόμο τους προς την επιτυχία, όπως τα κατάφερε και η Grace Kelly. Η πρώην φιλοξενούμενη του ξενοδοχείου που διέπρεψε στον κινηματογράφο και έγινε πριγκίπισσα του Μονακό ήταν η ανεπίσημη πρωταγωνίστρια της διαφημιστικής αφίσας του Barbizon. Η Kelly φιλοξενούνταν στο Barbizon από τον Σεπτέμβριο του 1947 ως πολλά υποσχόμενη ηθοποιός που παρακολουθούσε παράλληλα την Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης.
Για όλα τα κορίτσια η διαμονή στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο ήταν η μόνη προϋπόθεση που έθεταν οι αυστηροί πατεράδες για να επιτρέψουν τη φοίτηση των κοριτσιών τους σε σχολή υποκριτικής.
Την ίδια χρονιά, το 1947, η εκκεντρική debutante (τα κορίτσια που μόλις έμπαιναν στην υψηλή κοινωνία) Little Edie Beale, ξαδέρφη της Jacqueline Kennedy-Onassis, είχε μετακομίσει στο Barbizon και έμεινε μέχρι το 1952, ενώ προσπαθούσε να διαπρέψει στη σόου μπιζ.
Αργότερα θα θυμόταν με έντονες αναμνήσεις το χρόνο που αφιέρωσε στο ξενοδοχείο στο περίφημο ντοκιμαντέρ «Gray Gardens», ισχυριζόμενη ότι βρισκόταν κοντά στην επιτυχία όταν η μητέρα της, η Big Edie Beale, την κάλεσε με το ζόρι πίσω στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό τους στο Southampton.
Η γοητευτική αίσθηση του χιούμορ της Grace Kelly ήταν διαβόητη στο Barbizon. Είχε μια τάση για αταξία και της άρεσε να διασκεδάζει τις φίλες της χορεύοντας τόπλες χαβανέζικους χορούς στο διάδρομο.
«Οι φήμες για τη σεξουαλική όρεξή της και την ασυμβατότητά της είναι άφθονες», γράφει η Bren. Παραβίαζε συχνά τους αυστηρούς κανόνες και επιδίδονταν σε τρυφερότητες με νεαρούς στις σκοτεινές γωνίες του σαλονιού του ξενοδοχείου. «Τους άφηνε όλους να κυλιούνται στα πατώματα, ζηλεύοντας και θαυμάζοντάς την», έγραφε τότε το περιοδικό «Vanity Fair».
Η Carolyn Scott, μία απομίμηση της Audrey Hepburn, ήταν η καλύτερη φίλη της Kelly στο Barb. Τα δύο κορίτσια ζούσαν το ένα δίπλα στο άλλο στον 9ο όροφο αλλά είχαν εντελώς διαφορετικό παρελθόν.
Η Grace κρατούσε από μια εύπορη οικογένεια της Φιλαδέλφειας που της πλήρωνε το ενοίκιο της. Η Carolyn ήταν βασίλισσα ομορφιάς από το Stuebenville του Οχάιο που χρησιμοποίησε το χρηματικό έπαθλο της, αξίας 500 δολαρίων, από έναν τοπικό διαγωνισμό, για να αγοράσει ένα εισιτήριο τρένου με προορισμό το σταθμό Penn.
Η ιστορία της είναι ίδια με πολλά άλλα κορίτσια που εμφανίστηκαν στο κατώφλι του Barbizon, ελπίζοντας ότι τα προσόντα τους θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν σε θέσεις γραμματείας, ως μοντέλα συναυλιών ή σε δουλειές του ποδαριού.
Μία εβδομάδα μετά την εγκατάσταση της στη Νέα Υόρκη, τη Scott εντόπισε ένας φωτογράφος που την προσκάλεσε να συναντήσει τον περίφημο πράκτορα μοντέλων, Harry Conover. Τελικά, έκανε την πρώτη φωτογράφιση της για ένα δισέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού «Junior Bazaar», το οποίο οδήγησε γρήγορα σε νέα σούτινγκς για τα «McCalls», «Seventeen», «Mademoiselle» και «Glamour».
Τελικά, η Carolyn έγινε ένα από τα πρώτα μοντέλα για το νέο -τότε- πρακτορείο Ford Modeling Agency, όταν το γραφείο της Eileen Ford ήταν απλώς ένα διαμέρισμα τρίτου ορόφου, μεταξύ ενός γραφείου τελετών και ενός καταστήματος με πούρα στη Second Avenue.
Η Kelly δεν ενδιαφερόταν για τη μόδα. Αλλά πίσω από τα χοντρά γυαλιά της και τα φουσκωτά τουίντ, η Carolyn είδε τις δυνατότητές της φίλης της και της πρότεινε να συναντηθεί με την Eileen Ford για δουλειά μοντέλου. Η συνάντηση δεν τελείωσε καλά. Σε αυτό που τελικά η Ford παραδέχτηκε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας της, απέρριψε την Kelly επειδή «είχε ήταν πολύ πληθωρική».
Η Grace πήγε κατόπιν στο Powers Agency, που την προσέλαβε επί τόπου για εμπορική εργασία. Και γέλασε τελευταία πέντε χρόνια αργότερα όταν έκανε το ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ στην ταινία που κέρδισε το Όσκαρ το 1952, «High Noon».
Η Grace Kelly μπορεί να ήταν το πρόσωπο της διαφήμισης του Barbizon, αλλά ήταν οι «Carolyns» (κορίτσια σαν την Carolyn) από περιοχές σαν τα Σακραμέντο, Φοίνιξ, Σεντ Λούις και Κάνσας Σίτι που έδιναν ζωή στο ξενοδοχείο. «Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και του 1950, οι τοπικοί διαγωνισμοί ομορφιάς ήταν τα εισιτήρια εξόδου από τις μικρές αμερικανικές πόλεις», αναφέρει στο βιβλίο της η Paulina Bren.
Ερχόντουσαν από όλη τη χώρα για να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ήταν η Lorraine Davies, η βασίλισσα του μανταρινιού από τη Φλόριντα αλλά και η Cloris Leachman, η υποψήφια Miss America από το Σικάγο, που κέρδισε Όσκαρ 25 χρόνια αργότερα για το ρόλο της στο The «Last Picture Show».
Υπήρχε και μία 18χρονη, η Cybill Shepherd από το Μέμφις, μία άλλη μοντέλο-ηθοποιός που κέρδισε σε έναν εθνικό διαγωνισμό το 1968 και το ένα από τα αστέρια της οικογένειας Partridge, η Shirley Jones, που πέρασε ένα χρόνο ως Μις Πίτσμπουργκ προτού μετακομίσει στο Barbizon για να κυνηγήσει τα όνειρά της στο Broadway.
«Αφελείς αλλά και πολλά υποσχόμενες, αυτές οι όμορφες Αμερικανίδες που είχαν έρθει από την επαρχία είχαν μεγάλη ζήτηση τα μεταπολεμικά χρόνια», αναφέρει ο John Robert Powers, ιδρυτής του πρώτου πρακτορείου μοντέλων στον κόσμο, του Powers Agency.
Και το Barbizon έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να δημιουργηθεί μία λαμπερή φήμη γύρω από τα μετέπειτα επιτυχημένα μοντέλα του πρακτορείου Ford, όπως η Jean Patchett, η Carmen Dell’Orefice, η Gloria Barnes, η Janet Wagner, η Lily Carlson και η Dolores Hawkins. Αφήστε δε που και η μελλοντική Πρώτη Κυρία, Nancy Reagan, πέρασε από τα δωμάτια του.
Μάλιστα, η Eileen Ford πλήρωνε από την τσέπη της για να έχει συγκεντρωμένα όλα τα πανέμορφα κορίτσια της στο απόρθητο φρούριο. Ήταν ένα αξιοσέβαστο μέρος που τα κρατούσε προστατευμένα από τα κουτσομπολιά. «Πού αλλού θα μπορούσατε να φιλοξενήσετε κορίτσια από έναν χώρο που ήταν φτιαγμένος για κορίτσια;» αναρωτιόνταν μιλώντας στο «Vanity Fair». «Ήταν ασφαλή, σε μία καλή τοποθεσία και δεν μπορούσαν να βγαίνουν όποτε ήθελαν», προσέθετε με νόημα.
Υπήρχαν και άλλα προνόμια για τα κορίτσια που υπέγραφαν με το πρακτορείο της Ford. «Το θρυλικό Stork Club, καλούσε την Eileen να φέρνει τα μικρά πόνι της για φαγητό και ποτό δωρεάν, αρκεί να χόρευαν με την πλούσια και διάσημη πελατεία του, που πάντα αναζητούσε να απολαύσει τη συντροφιά ενός όμορφου προσώπου ή δύο ή τριών», αναφέρει η Bren.
Αντί για ένα λογαριασμό στο τέλος κάθε γεύματος, ο σερβιτόρος έδινε στα κορίτσια ένα μικρό δώρο είτε κάποιο άρωμα ή κραγιόν με μια μικρή σημείωση: «Ευχαριστούμε για την παρουσία σας».
Για τα κορίτσια από τις μικρές πόλεις που δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν, να χορέψουν ή να φωτογραφηθούν ως μοντέλα, η κατάληξη ήταν βρεθούν σε έναν από τους ουρανοξύστες του Μανχάταν ως γραμματείς, μέσω της Katharine Gibbs, η οποία τις μάθαινε γρήγορη δακτυλογράφηση, στενογραφία αλλά και διοίκηση επιχειρήσεων.
Η σχολή γραμματέων, Secretarial School, είχε ιδρυθεί από την Gibbs το 1909, όταν εκείνη χήρεψε με δύο γιους και έμεινε με μία ανύπαντρη αδελφή να φροντίσει.
Δημιούργησε το περίφημο Κοινωνικό Μητρώο και προώθησε το πρόγραμμα σε «WASPish upper classes» για τις ανύπαντρες κόρες οικογενειών που αποφοιτούσαν από τα κολέγια του Ivy League (μια αθλητική ένωση των πανεπιστημίων η οποία αποτελείται από οκτώ ιδιωτικά πανεπιστήμια της βορειοανατολικής πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών). Ήταν ουσιαστικά ένα σχολείο που ακολουθούσε το τέλος όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, δίνοντας εφόδια στις ανύπαντρες κόρες πριν ξεκινήσουν οικογένειες.
Η πιο διάσημη απόφοιτός του ήταν η Frances Fonda, η μελλοντική μητέρα της Jane και του Peter Fonda, η οποία ήταν αποφασισμένη να «γίνει η γρηγορότερη δακτυλογράφος και η καλύτερη γραμματέας που μπορούσε να προσληφθεί». Ονειρεύονταν να εργαστεί στη Wall Street όπου σχεδίαζε να παντρευτεί έναν εκατομμυριούχο. Και κατάφερε να το κάνει ακριβώς δύο φορές, πριν αυτοκτονήσει το 1950.
Η Gibbs στέγαζε επίσης τις νεαρές προστατευόμενες της στο Barbizon. Είχε δημιουργήσει κοιτώνες σε τρεις ορόφους με τους δικούς της δρακόντειους κανόνες που εφαρμοζόντουσαν από τις επιτηρήτριες του ξενοδοχείου.
Καταρχάς, υπήρχε μια σταθερή ώρα που απαγορεύονταν η κυκλοφορία στους διαδρόμους και που έσβηναν τα φώτα. Τα κορίτσια της Gibbs τηρούσαν έναν αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα που περιελάμβανε λευκά γάντια, τακούνια και κάλτσες, αλλιώς έπεφταν πρόστιμα. Τα πουλόβερ απαγορεύονταν γιατί όπως έλεγαν τόνιζαν τις καμπύλες τους. Τα καπέλα έπρεπε να φοριούνται ανά πάσα στιγμή, ακόμη και στο Μετρό.
«Όσο περιοριστικοί και αν ήταν αυτοί οι κανόνες για κάποιες, για άλλες ήταν πραγματική απελευθέρωση: Ήταν μια ευκαιρία για να φτιάξουν τις ζωές τους που σε διαφορετική περίπτωση, στις μικρές πόλεις που είχαν γεννηθεί, δεν θα είχαν καν αυτή την ευκαιρία», γράφει η Bren.
Και αν για τα κορίτσια των μικρών πόλεων ήταν όνειρο το να επιβιώσουν σε μία μεγάλη πόλη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που σχεδόν έμοιαζε με παιχνίδι, είχε ο ετήσιος διαγωνισμός «guest editor» του περιοδικού «Mademoiselle». 20 νικήτριες προσκαλούνταν να ζήσουν στο Barbizon ενώ θα εργαζόντουσαν υπό την επίβλεψη συντακτών στα γραφεία της τότε Βίβλου της μόδας για τον μήνα Ιούνιο.
Οι ασκούμενες που ονομαζόντουσαν «Millies», «τις νύχτες θα απολάμβαναν εκλεπτυσμένα κοκτέιλ πάρτι, φανταχτερά δείπνα και εκπληκτικά γκαλά». Μεταξύ των κοριτσιών που φιλοξενήθηκαν στο πρόγραμμα ήταν οι μετέπειτα επιτυχημένες Betsey Johnson, Ali MacGraw, Meg Wolitzer, Gael Greene, Joan Didion, και η πιο γνωστή απ’ όλες Sylvia Plath.
Το «Mademoiselle» περιέγραφε τον εαυτό του ως «ποιοτικό περιοδικό για έξυπνες νεαρές γυναίκες», αλλά ήταν πολύ περισσότερο από αυτό. Είχε αναπτύξει μια φήμη για τη δημοσίευση του έργου σημαντικών λογοτεχνικών μορφών, συμπεριλαμβανομένων των Albert Camus, Truman Capote, William Faulkner, Tennessee Williams και Dylan Thomas.
Η Sylvia Plath ήταν ακόμα πολύ μικρή όταν φοιτούσε στο Smith College της Μασσαχουσέττης και είχε ήδη αρχίσει να γίνεται συγγραφέας με ένα συρτάρι γεμάτο επαίνους. Πρόσφατα είχε κερδίσει το Βραβείο Φαντασίας του Κολεγίου αξίας 500 δολαρίων του «Mademoiselle» και είχε πουλήσει επίσης τρία ποιήματα της στο περιοδικό «Harper’s Bazaar» για 100 δολάρια.
«Το καλοκαίρι του 1953 κράτησε την υπόσχεση ενός παραμυθιού της», γράφει η Bren. «Έφτασε στη Νέα Υόρκη με μια βαλίτσα γεμάτη φορέματα και ανυπόμονη για την ευκαιρία “να δοκιμάσει” διάφορες δουλειές για να δει ποιο φόρεμα ταίριαζε καλύτερα και σε ποια δουλειά».
Το πρωί της πρώτης ημέρας της στο «Mademoiselle», η Sylvia περπάτησε τα οκτώ τετράγωνα που απείχαν τα γραφεία της Λεωφόρου Madison στο νούμερο 575. Νιώθοντας από το πρωί τον έντονο ανταγωνισμό, ήταν ευχαριστημένη που συναντήθηκε με τις άλλες φιλοξενούμενες συντάκτριες, τέσσερις από τους οποίες είπε ότι ήταν τόσο όμορφες που θα μπορούσαν να είναι μοντέλα στο Παρίσι, αλλά όλοι ενθουσιάστηκαν λιγότερο όταν τους ανακοινώθηκε ότι η Plath θα ήταν η «διευθύντρια» τους.
Όπως κάθε άλλο κορίτσι από το Barbizon, η Sylvia πέρασε τον επόμενο μήνα βιώνοντας μία συναρπαστική ζωή.
Θα πήγαινε στα μπαλέτα του Balanchine (ο George Balanchine ήταν Αμερικανός χορογράφος μπαλέτου που ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς χορογράφους του 20ου αιώνα), σε επιδείξεις μόδας, στο Stork Club αλλά και σε παιχνίδια μπέιζμπολ των Yankees.
Συναντήθηκε με σημαντικές προσωπικότητες και ασχολήθηκε με μια σταθερή ροή χειρογράφων από διάσημους συγγραφείς όπως οι Rumer Godden, Elizabeth Bowen και Noel Coward.
Συνάντησε τον ποιητή Dylan Thomas και μέθυσε με φίλους στο δωμάτιό της. Πήγε ραντεβού στο Village, φλέρταρε με διάσημους συγγραφείς και αγόρασε μαύρα δερμάτινα παπούτσια από το Bloomingdales.
Όμως, κάθε ημέρα που περνούσε η Sylvia απογοητεύονταν όλο και περισσότερο από τη Νέα Υόρκη, την οποία χαρακτήριζε ως ένα θανατηφόρο μείγμα «πόνου, πάρτι, εργασίας».
Σε μια επιστολή προς τον αδερφό της, έγραφε ότι, μέσα σε λίγες εβδομάδες, είδε τον κόσμο να ανοίγει μπροστά στα μάτια της και να «χύνει τα έντερα του σαν ένα ραγισμένο καρπούζι».
Μέχρι τα τέλη Ιουνίου, η Plath είχε τελειώσει με την τρέλα. Η εποχή της ως «Millie», που έζησε στο Barbizon πέρασε στην ιστορία, δέκα χρόνια αργότερα, στη δημοσίευση του μοναδικού και διάσημου μυθιστορήματός της, «The Bell Jar».
Στο βιβλίο της, η Sylvia θα μετονόμαζε το Barbizon ως «Amazon» και τον εαυτό της ως Esther Greenwood. Την τελευταία της νύχτα, η Esther Greenwood πετάει τα ρούχα της από την ταράτσα του «Amazon» στη λεωφόρο Lexington, μία κίνηση που απηχούσε τις πράξεις της Sylvia στην πραγματική της ζωή. Αφήνοντάς την με τίποτα για να φορέσει, αλλά με μια δαντελωτή ρόμπα, απλά για να πάει σπίτι.
Η Sylvia δεν ήταν η μόνη Barbizonette που ένιωθε απομονωμένη. «Θυμάμαι να κάθομαι στο μικρό ροζ δωμάτιό μου, κοιτώντας προς τα κάτω, τη λεωφόρο Lexington, έχοντας ένα μικρό μπλε σημειωματάριο για να γράψω. Αισθάνθηκα ότι ποτέ άλλοτε δεν ήμουν τόσο μόνη στη ζωή μου», ανέφερε αργότερα η διάσημη ηθοποιός της τηλεόρασης Cybill Shepherd στο περιοδικό «Vanity Fair». «Και αναρωτιόμουν πως να τα καταφέρω σε αυτήν την απέραντη πόλη, που ήταν γεμάτη από υπέροχους αλλά και μόνους ανθρώπους» συμπλήρωσε.
Η Joan Didion εντάχθηκε στην κατηγορία επισκεπτών-επιμελητών του «Mademoiselle» το 1955, μαζί με την -στο μέλλον- κριτικό εστιατορίων Gael Green.
Η Joan ήταν μια 20χρονη φοιτήτρια του Μπέρκλεϊ όταν πήρε το πρώτο αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη προκειμένου να κάνει πρακτική άσκηση. Ωστόσο, άρπαξε ένα άσχημο κρυολόγημα στη διαδρομή και κατέληξε στο Barbizon με έναν πολύ υψηλό πυρετό. Μέχρι τότε, το ξενοδοχείο είχε εφοδιάσει τα δωμάτιά του με προσωπικές μονάδες κλιματισμού που είχαν όμως ρυθμιστεί μόνιμα να λειτουργούν σε θερμοκρασίες ψύξης. Ντροπαλή, άπειρη και φοβισμένη από την πρώτη ημέρα της στη μεγάλη πόλη το σκέφτηκε πολύ για να καλέσει τη ρεσεψιόν και να ζητήσει κάποιον να έρθει να κλείσει το κλιματιστικό επειδή δεν γνώριζε πως να το κάνει.
«Υπήρξε ποτέ κάποια τόσο νέα;» έγραφε αργότερα. «Είμαι εδώ για να σας πω ότι υπήρξε» συμπλήρωσε με καυστικό χιούμορ.
Το πρώτο ταξίδι της Joan στη Νέα Υόρκη ήταν για πρακτική άσκηση. Ήταν χαρούμενη που η πιο στενή φίλης της από το κολέγιο, η Peggy LaViolette, είχε προσκληθεί από το περιοδικό «Mademoiselle». Και οι δύο ήταν γέννημα-θρέμμα της Καλιφόρνιας και πρόθυμες να επεκτείνουν τους ορίζοντες τους.
Φωτογραφήσεις, γεύματα και πάρτι ήταν στην καθημερινότητα των ασκούμενων της «Mademoiselle». Η Peggy θυμάται να παρευρίσκεται στο κομψό διαμέρισμα της θρυλικής Helena Rubinstein, στο Midtown, όπου οι πίνακες ζωγραφικής κρύβονταν πίσω από βαριές βελούδινες κουρτίνες.
Την ίδια στιγμή, η συνάδελφός της «Millie», η Janet Wagner, σάρωνε με τα μάτια τα δωμάτια με πίνακες των Picasso και Chagall, έχοντας την απορία για το «πώς ήταν δυνατόν να είναι συγκεντρωμένοι οι χειρότεροι πίνακες από τους καλύτερους ζωγράφους και στη συνέχεια να τους κρεμάσουν όλους μαζί σε ένα δωμάτιο».
Ωστόσο, τα πράγματα για το Barbizon ξεκίνησαν να ξεφτίζουν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50. Μάλιστα, το 1957, η Gael Greene, ένα πρώην κορίτσι του Barbizon, δημοσίευσε μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «New York Post» που έθετε την άλλη πλευρά του νομίσματος: Ότι δηλαδή, για κάθε μία Grace Kelly, υπάρχουν εκατοντάδες κορίτσια που δεν τα καταφέρνουν ποτέ.
«Για κάθε γυναίκα που ετοιμάζεται για ραντεβού με βελούδινα και γούνες, υπάρχει ένα άλλο κορίτσι που «φορά ένα νυχτικό από συνθετικό, με πρόσωπο γεμάτο κρύα κρέμα, περιμένοντας να έρθει ο Milton Berle (διάσημος κωμικός ηθοποιός)», έγραφε το «Vanity Fair».
Κάποιες πέθαναν ακόμα και από απελπισία. Η Paulina Bren αναφέρει ότι μία από τις φιλοξενούμενες του ξενοδοχείου που έφτασαν τη δεκαετία του ’30 υπολόγισε ότι υπήρξαν πάνω από 55 αυτοκτονίες στο πέρασμα των ετών, πολλές από τα οποίες κρατήθηκαν μυστικές από τον Τύπο εξαιτίας της Mae Sibley.
«Ήταν πάντα Κυριακές επειδή τα Σάββατα έβγαιναν σε νυχτερινά ραντεβού και μετά έρχονταν η απογοήτευση», γράφει η Bren.
Οι γαλήνιες ημέρες του Barbizon είχαν τελειώσει μέχρι τη δεκαετία του 1970. Καθώς η Νέα Υόρκη κατέρρεε στο χείλος της χρεοκοπίας, το ίδιο έκανε και το ξενοδοχείο. Τα ποσοστά εγκληματικότητας εκτοξεύθηκαν στην οροφή, ακόμη και το ξενοδοχείο που πάντα υπερασπίζονταν την προστασία των φιλοξενούμενων του δεν ήταν πλέον ασφαλές.
Το 1975, μία από τις παλαιότερες ενοίκους του ξενοδοχείου, η 79χρονη Ruth Harding, βρέθηκε στραγγαλισμένη στο δωμάτιο του ενδέκατου ορόφου. Το έγκλημα παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα.
Το ξενοδοχείο έκλεισε το 1981 και μετατράπηκε σε πολυτελή διαμερίσματα το 2007.
Το Barbizon στηρίχθηκε στην ιδέα να παίρνει ακατέργαστα διαμάντια και να τα επιστρέφει στον κόσμο ως μαργαριτάρια. Δεν λειτούργησε πάντα έτσι. Αλλά ακόμη και για όσες κατέληξαν να πακετάρουν τα υπάρχοντας τους για το σπίτι, έμεινε για πάντα εκείνη η εποχή της Σταχτοπούτας του Barbizon.