Ζει στο Λος Αντζελες, μόνιμα. Εργάζεται, αγαπά, δημιουργεί στο μέγα, μακρινό, ηλιόλουστο Χόλιγουντ, τη μηχανή ονείρων και μύθων. Μια ταινία τον έφερε πίσω στην πατρίδα. Κάποτε ήταν δημοσιογράφος στα ίδια μαγαζιά με εμάς τους υπόλοιπους. Σήμερα με τον συνεργάτη του, τον Χρήστο Σιαμέτη, μιλάνε με τον Κλούνεϊ, δουλεύουν με τον Μπραντ Πιτ και πάνε για δείπνο με την Λάιζα Μινέλι.
Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Τσόλκα
Στο σπίτι, που χαράζει κάθε μέρα μοβ η μέρα και η πόλη απλώνεται κάτω απ τα πόδια τον περιμένουν πάντα οι δυό του συγκάτοικοι, τα υπέροχα του τσόου – τσόου, που ταξιδεύουν πάντα μαζί του, A class, παντού στο κόσμο… Λοιπόν Φραγκίσκο, μετά από μια αξιοπρόσεκτη πορεία στα ελληνικά ΜΜΕ, μετανάστευσες στην Αμερική. Γιατί;
«Όταν μπήκα στην δημοσιογραφία μπήκα χάρη στον Αλέξανδρο Φιλιππόπουλο. Αυτός ήτανε ο μεγάλος δάσκαλος που μου έδωσε την ευκαιρία να αρχίσω σαν δημοσιογράφος. Στην πορεία ασχολήθηκα και με τα καλλιτεχνικά και άνοιξα την πρώτη εταιρεία management καλλιτεχνών στην Ελλάδα η οποία πήγε εξαιρετικά. Εκπροσωπούσα μία γκάμα καλλιτεχνών από ηθοποιούς και τραγουδιστές της παλιάς κοπής.
Όμως ήμουνα ένα πνεύμα ανήσυχο και ήθελα να δοκιμάσω το όποιο ταλέντο θεωρούσα ότι έχω σε όλες τις εκφάνσεις του. Ήθελα να κάνω τα πάντα σαν νέος με όνειρα και να δοκιμαστώ σε εντελώς διαφορετικά πράγματα που τότε με ενδιέφεραν. Δεν καθόμουνα σε ησυχία και όταν έφτανα ένα στόχο, αμέσως έβαζα άλλον και ούτω καθ εξής. Η Ελλάδα δε με χώραγε. Τα όνειρα μου ήταν τεράστια. Είχα μεγάλες προσδοκίες και στόχους. Αποφάσισα να φύγω πήγα στη Νέα Υόρκη χωρίς καν να μιλάω αγγλικά και είπα θα γίνω σκηνοθέτης και ηθοποιός»!
– Και; Μετά; Τι έγινε μετά;
«Ιστορία λίγο-πολύ είναι γνωστή! Πέρασα με υποτροφία στις καλύτερες σχολές. Και μετά βρέθηκα στο Λος Άντζελες να κάνω θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφο. Και κάπου εδώ, παθαίνω αβάσταχτη νοσταλγία, ασθένεια εντελώς ελληνικής κατασκευής και αρχίζει να μου λείπει η χώρα μου. Την Ελλάδα την κουβαλούσα, πάντοτε, μαζί μου και ακόμα, νιώθω την καρδιά μου να είναι διχασμένη ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο χώρες.
Η μία τεράστια και η άλλη, πατρίδα, μικρή, ζεστή, φωτεινή, γαλανή, που, όμως, ακόμα, είχε μεγάλες προοπτικές. Συνεργάστηκα με πολύ μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Τζόρτζ Κλούνεϊ, ο Στίβεν Σόντεμπέργκ, η Λάιζα Μινέλι, ο Μπραντ Πιτ. Η Ελλάδα όμως και η επιστροφή ήτανε μία μόνιμη πληγή στην ψυχή μου και δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτό που έκανα στην Αμερική. Αποφάσισα να γυρίσω το 2005.
Και να μαι πάλι, πίσω και να μην χωράω, να μην ανήκω, να μη συνηθίζω με τίποτα. Αδύνατον να εξοικειωθώ με το ελληνικό περιβάλλον του καλλιτεχνικού χώρου και τις συντεχνίας του. Απογοητεύτηκα. Τότε ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα κι σα γνήσιος έλληνας μπρος τον έρωτα και στην αγάπη τα υπόλοιπα περίσσευαν. Ακολούθησα τη φωνή της καρδιάς και μαζεύτηκα. Τότε ήταν που έφερα για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Και αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία μου σαν καλλιτεχνικός διευθυντής και παραγωγός.
Το 2010 και μετά από τεράστια επιτυχία του φεστιβάλ, μαζί με τον φίλο και συνεργάτη μου Χρήστο Σιαμέτη, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μία πλατφόρμα που θα δίνει τη δυνατότητα στους κινηματογραφιστές όλου του πλανήτη να συμμετέχουν και να προβάλουν την δουλειά τους απ όλον τον πλανήτη. Σ’ αυτό το σημείο γεννήθηκε το «48 film project». Το πρώτο διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στο διαδίκτυο. Η ανταπόκριση ήταν τόσο μεγάλη που ξεπέρασε κάθε προσδοκία και φαντασία μας. Και ήταν η ώρα της επιστροφής στην Αμερική».
– Πρόσφατα ήσουν στην Ελλάδα. Υπήρξαν πράγματα που σε ξάφνιασαν με την αλλαγή τους; Είδες διαφορές; Πληγώθηκες; Χάρηκες; Κουράστηκες;
«Ναι! Ήρθα πρόσφατα στην Ελλάδα για να αρχίσουμε την παραγωγή της ταινίας μου, ένα ψυχολογικό θρίλερ εμπνευσμένο από το μύθο της Περσεφόνης και του Αδη, της άνοιξης και του πάγου, της ζωής και του θανάτου, του αιώνιου και του θνητού. Η αλλαγή που είδα μου επηρέασε την ψυχή μου, τις αισθήσεις μου, τις δυνάμεις μου. Με κατέβαλε. Όλη αυτή υποκρισία το πολιτικών και η ψευτιά. Το ξεπούλημα της χώρας μας κομμάτι – κομμάτι για ψίχουλα. Και να ρίχνουν δακρυγόνα στους συνταξιούχους.
Σε ανθρώπους που δούλεψαν, προσέφεραν τα πάντα και που αισθάνονται, τώρα, προδομένοι, απαξιωμένοι, περιττοί, μόνοι. Δεν είναι μόνο τα λεφτά, είναι και ο σεβασμός που τους αξίζει και δεν απατιέται… Ηλικιωμένοι, που βιώνουν την μοναξιά και την απόρριψη και απ την άλλη, οι νέοι που δεν έχουν δικαίωμα ούτε στο όνειρο, πια. Ήταν η πιο πικρή γεύση που μου άφησε το τελευταίο μου ταξίδι στην Ελλάδα και δεν συνηθίζεται η αίσθηση της. Οι μετανάστες, η φτώχεια και η μιζέρια κατέκλυσε την πιο όμορφη χώρα του κόσμου και νιώθω ότι την πνίγουν όλοι και όλα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα ανήμπορος και λίγος να βοηθήσω ανθρώπους που είχαν ανάγκη, νέους που μου έλεγαν «πάρε μας μαζί σου» και ηλικιωμένους που μου ζήταγαν την όποια βοήθεια. Ποια πατρίδα και ποια Ελλάδα, Αλεξάνδρα να κρατήσω στη μνήμη μου; Η ψυχή μου μαύρισε! Τελείωσα τη δουλειά μου και επέστρεψα στον τόπο που επέλεξα να ζω και να δημιουργώ να εργάζομαι και να βιώνω καθημερινά, μέσα από τις δικές μου επίπονες προσπάθειες και τους μεγάλους κόπους, τα όνειρα μου! Γιατί εδώ υπάρχει ο χώρος να γίνουν, κάποια πραγματικότητα.
– Υπάρχουν αλήθεια μεγάλες διαφορές νοοτροπίας και καθημερινότητας και ποιες είναι αυτές, η παντού ιδία τα πράγματα και εμείς κουβαλάμε καβούκι τον τόπο μας, στην άκρη της γης;
«Ναι, υπάρχουν τεράστιες, διαφορές παρότι και η πολιτική κατάσταση αυτή τη στιγμή στην Αμερική, είναι ιδιαίτερη, γιατί είναι μία πολιτική κατάσταση την οποία δεν έχουν ξαναζήσει οι Aμερικάνοι. Υπάρχει παντού ανασφάλεια! Υπάρχει παντού κρίση! Υπάρχει παντού μια ανακατανομή του πλούτου και των ευκαιριών! Οι άνθρωποι γίνονται πιο μόνοι. Κλείνονται όλο και περισσότερο στον εαυτό τους οι Αμερικανοί και όλοι τους, βιώνουν το άγχος της επιβίωσης. Είναι δυστυχώς παγκόσμιο το φαινόμενο! Όμως -εδώ μπαίνει ένα τεράστιο, «όμως»- σε αυτήν τη χώρα, νιώθεις και αισθάνεσαι πραγματικά ελεύθερος. Είναι μία χώρα που σου δίνει ευκαιρίες, τις οποίες πρέπει να είσαι ικανός να τις πάρεις και να τις αξιοποιήσεις».
– Μα την αγαπάς τόσο πολύ πια αυτή τη μεγάλη, νέα χώρα;
«Την αγαπώ, ναι, την Αμερική. Και νιώθω πως είναι το σπίτι μου. Αγαπάω όμως πολύ και την Ελλάδα, αν και πλέον αισθάνομαι σαν ξένος. Την αγαπάω με μια πληγωμένη, οδυνηρή, αγάπη, του απατημένου, γιατί αυτή δεν είναι η χώρα αυτή που γεννήθηκα, δεν είναι η χώρα που μεγάλωσα, δεν είναι η χώρα που ξεκίνησαν τα όνειρα και τα οράματα μου. Ποιος φταίει για αυτή την ολέθρια αλλαγή της; Ποιος έχει την ευθύνη! Δυστυχώς, όλοι μας!».
– Μια ταινία στην Ελλάδα, που ετοιμάζεις και μια καινοτομία για τους ηθοποιούς σου, μια ανερχομένη σταρ και μια άρνηση στα μεγάλα στούντιο; Τι ισχύει απ όλα αυτά;
«Η ταινία που κάνω είναι μία Independent production και για το λόγο αυτό, όταν μου έγινε πρόταση από τα μεγάλα, όπως λες, στούντιο την απόρριψα και αποφάσισα ότι θέλω να προχωρήσω μόνο με τους δικούς μου όρους και με τη δική μου αισθητική. Με νέα παιδιά, με νέα πρόσωπα, με νέα ταλέντα, που έχουνε πολύ όρεξη και διάθεση να δουλέψουν για το καλύτερο αποτέλεσμα».
– Τι ακριβώς είναι το «48» και πόση απήχηση έχει;
«Το «48» είναι ένα διεθνές φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους που δίνει την δυνατότητα σε όλους τους κινηματογραφιστές το πλανήτη να έχουν ίσες ευκαιρίες. Συμμετέχουν κινηματογραφιστές σε πάνω από 130 χώρες του κόσμου και τους top νικητές τους φέρνουμε να προβάλουν την ταινία τους στο Hollywood, στο Directors Guild of America. Φέτος κάνουμε άλλη μία καινοτομία και δημιουργούμε για πρώτη φορά το 48 music, με σκοπό να δώσουμε τη δυνατότητα σε όλους τους νέους καλλιτέχνες μουσικούς και δημιουργούς του πλανήτη να ακουστούν τα τραγούδια τους και να προβάλουν την τέχνη τους».
– Απ’ τη πατρίδα τι σου λείπει;
«Η έννοια η ίδια της πατρίδα μου λείπει και εκεί όταν είμαι, ακόμα. Μου λείπει, γαμώ το, το χρώμα το μπλε. Ο ήλιος και οι ζεστές αυγές. Μου λείπουν οι φίλοι και οι παρέες μου και ας είμαστε σε καθημερινή επαφή. Μου λείπουν κάποιες μυρωδιές και κάποιες εικόνες de ja vu της καθημερινής βεβαιότητας».
– Κάνεις παρέα με Έλληνες εκεί;
«Δεν έχει τύχει να κάνω παρέα με Έλληνες στην Αμερική. Και δεν το’ χω επιδιώξει κιόλας».
– Ισχύει ότι είσαι φίλος της οικογένειας Τραμπ;
«Είμαι πάρα πολύ καλός φίλος με την Ιβάνα Τραμπ και την κόρη της Ιβανκα».
– Αμερικανικές εκλογές… Τι σου λένε οι φίλοι σου για τους υποψήφιους; Τι αποτελέσματα βλέπεις; Και το φοβάσαι εκεί για το μέλλον;
«Κοίτα να δεις η πολιτική είναι ένα πολύ – πολύ – πολύ βρώμικο παιχνίδι, στο οποίο, εγώ συνειδητά δεν συμμετέχω! Νομίζω, όμως, ότι θα κερδίσουν οι δημοκρατικοί αλλά, έχω την αίσθηση ότι η κυρία Κλίντον δεν θα προεδρεύσει της χώρας μέχρι το Ιανουάριο του 2017, που θα πρέπει να ορκιστεί ο πρόεδρος των Ηνωμένων πολιτειών! Απλώς ένστικτο! Η αλήθεια είναι ότι το μέλλον είναι αβέβαιο και πολλές φορές μπορεί και να περιγράφτηκε δυσοίωνο, αλλά παραμένω αισιόδοξος και πιστεύω ότι η νεότερη γενιά, η δική μας γενιά, θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα διώξει όλη την πολιτική σαπίλα. Και θέλω, ακόμα, να πιστεύω, αισιόδοξα, ότι θα μπούνε νέοι άνθρωποι στην πολιτική όλου του κόσμου, που θα ‘χουν αγάπη για την ανθρωπότητα».
– Θα επέστρεφες πίσω και κάτω από ποιες συνθήκες;
«Λένε ότι ο δολοφόνος … πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος…»
– Ένας αδελφός στην Γερμανία, μια μαμά γιατρός στη Γλυφάδα και εσύ στο Λος Άντζελες. Πότε συναντιέστε και πόσο αγαπημένους σας κρατά η απόσταση;
«Είμαστε πάρα πολύ αγαπημένοι σαν οικογένεια και οι αποστάσεις πλέον με την σημερινή τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί. Όμως επειδή εγώ είμαι άνθρωπος της αφής μου λείπει το χάδι της μάνας μου και μου λείπει η αγκαλιά του αδερφό μου. Προσπαθούμε όμως να συναντιόμαστε όλοι μαζί και εκεί εδώ ή πιο εκεί».
– Πες μου τέσσερα επίθετα για τον κύριο Βιτάλη…
«Ξέρεις; Μεγαλώνοντας, αλλάζουν και τα επίθετα που τυχόν κουβαλάς. Ας πούμε, ολιγαρκής, απλός, αισιόδοξος, ευτυχισμένος…»…
– Πιστεύεις στα παραμύθια; Και αν μου έλεγες ένα παραμύθι για τη ζωή σου εκεί ποιο θα ήταν;
«Πιστεύω στα παραμύθια, που γράφουμε, εμείς οι ίδιοι. Το δικό μου παραμύθι λοιπόν θα έχει τίτλο…. Ο Ξυπόλητός πρίγκιπας, που δεν πίστεψε ποτέ στους βασιλιάδες…»…
– Τι ώρα είναι εκεί και τι θα κάνεις μετά απ αυτή τη συζήτηση;
«Έχουμε 9 ώρες διαφορά, γιατί εδώ δεν έχει γυρίσει ακόμα η ώρα. Όταν εκεί η μέρα τελειώνει, εδώ αρχίζει, κάπου στη μέση συναντιόμαστε κάποια στιγμή στο χρόνο! Λοιπόν, μετά από αυτή τη συζήτηση θα συναντηθώ με όλους τους ηθοποιούς της ταινίας μου και θα δουλέψουμε μαζί κάνοντας πρόβα σε δυνατούς ρυθμός ούτως ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι για τον Απρίλιο».
– Καλημέρα, Φραγκίσκο…
«Καληνύχτα, Αλεξάνδρα…»