Το Bel Air είναι μία πανάκριβη γειτονιά, η ακριβότερη σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες και βρίσκεται στη δυτική πλευρά του Λος Άντζελες, στους μικρούς λόφους που οδηγούν στα βουνά της Santa Monica. Πρόκειται για μία ακριβοθώρητη περιοχή με επαύλεις και εξοχικές βίλες, στις οποίες για να πλησιάσει κανείς χρειάζεται να εξασφαλίσει ειδική άδεια από τις τοπικές αρχές, καθώς οι περισσότεροι δρόμοι διαθέτουν ιδιωτική ασφάλεια.
Το Bel Air δημιουργήθηκε ουσιαστικά το 1923 από τον γαιοκτήμονα Alphonzo Bell ο οποίος διατηρούσε από παλιά μία τεράστια φάρμα στην Santa Fe Springs της Καλιφόρνια, όπου ανακαλύφθηκε πετρέλαιο. Με τα χρήματα που κέρδισε αγόρασε ένα μεγάλο ράντσο, εκεί που είναι σήμερα η κύρια λεωφόρος του Bel Air. Με τον καιρό ξεκίνησε να χτίζει κατοικίες και κτίρια μέσα στη φάρμα υπό την επίβλεψη και τα σχέδια του αρχιτέκτονα Mark Daniels, μεταξύ των οποίων το Bel-Air Beach Club στην Santa Monica, το Bel-Air Country Club και το Bel-Air Garden Club το 1931. Μάλιστα, η σύζυγός του ήταν εκείνη που έδινε ιταλικά ονόματα τις οδούς της νεόδμητης πόλης, κάποια από τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Οι κατασκευές του Alphonzo Bell αποτέλεσαν με το πέρασμα του χρόνου «μαγνήτη» έλξης και μαγικό τόπο διακοπών της ελίτ του Λος Άντζελες και πολλών κινηματογραφικών αστέρων του Χόλιγουντ, ενώ με τον καιρό δημιουργήθηκε το περίφημο «πλατινένιο τρίγωνο», Beverly Hills, Holmby Hills και Bel Air.
To 1933 ο πολύ γνωστός αρχιτέκτονας-κατασκευαστής της Καλιφόρνια Sumner Spaulding και η σύζυγός του αγόρασαν σε έναν από τους λόφους του Bel Air μία μαγική έκταση 41,5 στρεμμάτων, έχοντας στην κυριολεξία στο «πιάτο» το Λος Άντζελες. Το ζευγάρι όμως ξεκίνησε να κατασκευάζει σε αυτό μία εντυπωσιακή οικία μετά τη δεκαετία του ’40, με τους ίδιους πάντως να το χρησιμοποιούν περιστασιακά. Αργότερα και ενώ είχε ήδη χτιστεί ένα σατό με έντονα αρχιτεκτονικά στοιχεία 18ου αιώνα, με πισίνα, γήπεδο τένις, υπόγειο πάρκινγκ 40 αυτοκινήτων και με έναν δαιδαλώδη, κατάφυτο κήπο, η έπαυλη έγινε πασίγνωστη σε ολόκληρη την Αμερική εξαιτίας της προβολής της ως το «σπίτι των Clampetts», των ηρώων ενός πολύ δημοφιλούς τηλεοπτικού σίριαλ, του «The Beverly Hillbillies», που προβλήθηκε για 9 ολόκληρα χρόνια και σταμάτησε το 1971, όταν ήταν πλέον υπό την ιδιοκτησία του ξενοδόχου Arnold Kirkeby. Μέσα από τη σειρά, η έπαυλη, γνωστή σήμερα ως «Chartwell», έγινε σχεδόν τουριστικό αξιοθέατο, ενώ διοργανώνονταν ακόμα και μονοήμερες εκδρομές που επέτρεπαν στους επισκέπτες την περιήγηση στους εντυπωσιακούς κήπους του.
Η πραγματική ανάδειξη της έπαυλης έγινε το 1986 όταν πέρασε στην ιδιοκτησία του μεγιστάνα των αμερικανικών μίντια, Jerry Perenchio. Γόνος Ιταλών μεταναστών που ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του προπερασμένου αιώνα από το Παβόνε της βόρειας Ιταλίας, ο Perenchio ξεκίνησε την καριέρα του ως μάναντζερ σπουδαίων ταλέντων της μουσικής, όπως των Andy Williams, Johnny Mathis και Sergio Mendes, τη δεκαετία του ’60. Επιπλέον, αποτέλεσε και μάνατζερ σπουδαίων ηθοποιών και αθλητών, όπως της Elizabeth Taylor, του Marlon Brado και του Richard Burton, πριν τελικά μπει στο χώρο της τηλεόρασης ως παραγωγός διασήμων αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών και αργότερα μεγάλων κινηματογραφικών ταινιών όπως των «Blade Runner» και «Driving Miss Daisy». Μάλιστα, το 1985 πούλησε την εταιρεία παραγωγής του, Embassy Pictures, αντί του αστρονομικού ποσού των 485 εκατ. δολαρίων στην Coca Cola.
Το μεγαλύτερο όμως επιχειρηματικό βήμα του Perenchio ήταν όταν το 1992 εκμεταλλευόμενος την επιθυμία δύο ξένων επενδυτών, των Emilio Azcarraga Milmo και Gustavo Cisneros, να δημιουργήσουν το λατινόφωνο δίκτυο Univision και αφού πέρασε εξ’ ολοκλήρου στην ευθύνη του το 1996, το μετέτρεψε σε έναν πραγματικό τηλεοπτικό κολοσσό. Λίγο πριν το Univision, ο Perenchio είχε αγοράσει την περίφημη έπαυλη του Bel Air για κατοικία του και και ουσιαστικά ήταν εκείνος που την ανακαίνισε και την ανέδειξε, με σχεδιαστή τον Henri Samuel και αρχιτέκτονα τον Pierre Barbe.
O Perenchio ήταν εκείνος που έδωσε στην έπαυλη του Bel Air τον τίτλο «Chartwell» από την εταιρεία μάνατζμεντ Chartwell Artists που τον έκανε γνωστό, επενδύοντας παράλληλα εκατομμύρια σε συνολικά 5 οικήματα που βρίσκονται στην συνολική έκταση των 41,5 στρεμμάτων, ενώ τον Ιούνιο του 2016 αγόρασε και την οικία του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ronald Reagan, η οποία βρίσκονταν στο κτήμα, αντί του ποσού των 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Jerry Perenchio έζησε στην έπαυλη μέχρι τον Μάιο του 2017 όταν και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή νικημένος από τον καρκίνο του πνεύμονα σε ηλικία 86 ετών. Λίγο αργότερα, οι κληρονόμοι του έβγαλαν την έπαυλη στο «σφυρί» έναντι της εξωφρενικής τιμής των 355 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που τοποθέτησε την «Chartwell» στην κορυφή της λίστας των ακριβότερων κατοικιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόσφατα και σύμφωνα με την Multiple Listing Service, η έπαυλη του Perenchio «έπεσε» στα $245.000.000, πoσό όμως που συνεχίζει να αποτελεί ρεκόρ.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι εκτός από τις εντυπωσιακές φωτογραφίες του εξωτερικού της έπαυλης και του κτήματος, ο Perenchio δεν άφησε ποτέ φωτογράφο ή συνεργείο να τραβήξει εικόνες από το χλιδάτο εσωτερικό της οικίας, στο οποίο σύμφωνα με πληροφορίες περιλαμβάνεται ένα εντυπωσιακό κελάρι με 12.000 φιάλες σπάνιων γαλλικών κρασιών όπως και ένα πολυδαίδαλο σύστημα από τούνελ και ασανσέρ για την υπόγεια επικοινωνία των 5 κτιρίων. Σήμερα, η «Chartwell» περιλαμβάνεται στα προς πώληση ακίνητα της φημισμένης μεσιτικής εταιρείας Hilton & Hyland, η οποία έχει σαν έδρα της Beverly Hills, αντί του ποσού των $245,000,000.