Το Μινιόν! Φωτογραφίες, από αυτές τις πολαρόιντ με τα έντονα χρώματα, με τον Αι Βασίλη, σε ένα θρόνο πλαστικό και με ένα χρυσό χριστουγεννιάτικο δέντρο στους ώμους του, καφιτσωμένο, πίσω του. Η θεία που μας έπαιρνε όλους για δώρα και τρώγαμε και στο σελφ σέρβις, αργότερα, στην ταράτσα. Ανεβοκατεβαίναμε με τις κυλιόμενες σκάλες τους ορόφους, που είχαν διάφανο στα πλάγια και βλέπαμε τι είχε παντού. Τα παιχνίδια ήταν στον τελευταίο. Και σκηνές από τη Γέννηση με κούκλες. Και οι μάγοι. Και παραμύθια! Ένας όροφος παραμύθια που κουνιόντουσαν μηχανικά.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Και του μπαμπά η υπηρεσία έκανε γιορτή για τα παιδιά. Είχε μάγους που βγάζαν περιστέρια από τα καπέλα και κομφετί από κάτι μεταλλικά σκεύη και κλόουν και δώρα! Τυλιγμένα για κάθε παιδί χωριστά και διαφορετικά δώρα! Ήταν η δεκαετία του 70. Της πολύχρωμης φορμάικας, των σπιτιών με μωσαϊκά και έντονα βαμμένα δωμάτια. Ήταν η εποχή της τηλεόρασης, της Ιριντεντ που έκλεισε σε ένα σωληνάριο σεξ απιλ και που το Λουξ ήταν το σαπούνι των σταρ και οι Μπερκσάιρ οι κάλτσες της Βέρας Κρούσκα στα γυρίσματα. Πίναμε ταμ ταμ φυσικά, είμασταν όλοι Παναθηναϊκοί γιατί ήταν νωπή η μνήμη από το Γουέμπλεϊ και η Χενιγκερ είχε βγει σε κουτί, για να τραγουδάμε «κουτί, κουτί, κουτί! Και τι κουτί!».
Μπάρμπι και Σιντι δεν υπήρχαν! Μόνο κούκλες της Ελ Γκρέκο, με μεγάλα μάτια χωρίς ίριδες και πολλά, πλαστικά, τόσο χρωματιστά μαλλιά! Και δερμάτινα φορέματα η βελούδα. Και γούνες -συνθετικές! Και σοσόνια δαντελένια! Και κόκκινα χείλη! Και τυχερούληδες σε όλα τα χρώματα με μαλακά σωματα και σπιρτούληδες που χωρούσαν σε ένα τάχα, κουτί σπίρτων! Και πλυντήρια που τους έβαζες νερό και γυρίζαν! Και κουζίνες πλαστικές! Και για τον αδελφό μου, εκείνο το περιβόητο σουμπούτεο, το ποδοσφαιράκι που ήταν πόθος και σπαραγμός!
Η πολιτική ορθότητα δεν ήταν στο πρόγραμμα της δεκαετίας του 70 και τα παιδιά μεγαλώναμε με όπλα – παιχνίδια που έβγαζαν φωτιές, κράνη και πλαστικές χειροβομβίδες και είμασταν πάντα στις γειτονιές -γιατί τότε, παίζαμε ακόμα στις γειτονιές!- ο λοχαγός Κίρμπι και ο Σόλντερ – Βικ Μόροου, απ τη Μάχη και τα κορίτσια όλες η υπολοχαγός Νατάσσα και τους Γερμανούς – Ναζί, κάνεις δεν ήθελε να τους παίξει και έτσι ήταν μια αόρατη υπερδύναμη, που όμως κατατροπώναμε με πλαστικά περίστροφα.
Οποίο αγόρι είχε δερμάτινη μπάλα ήταν αξιοζήλευτο και θέλανε όλοι να το έχουν κολητό. Οι υπόλοιποι βολεύονταν με κάτι πλαστικές μπάλες που σκάγαν στα πρώτα σουτ, στις άχτιστες αλάνες. Τα δέντρα που στολίζαμε δεν είχαν άποψη αισθητική και δεν υπάκουαν σε μόδες και είχαν όλα τα χρώματα στολίδια και φώτα και ήταν γυάλινες οι μπάλες και έσπαζαν και είχαμε μαζί και γιρλάντες και αράχνες και μπαμπάκι για χιόνι και ασημένιες κλωστές σαν βροχή!
Και το καλοριφέρ, με τα χοντρά, βαριά σώματα του, που κόβαν πάνω του και κανα σεμέν οι γιαγιάδες μας, δούλευε συνέχεια κι ας μην έκανε κρύο. Και οι μαμάδες πήγαιναν κομμωτήριο και έφτιαχναν από νωρίς τον Δεκέμβρη, κουραμπιέδες και μελομακάρονα και δίπλες και η βασιλόπιττα ήταν πάντα σπιτική και πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη και τα έτη φτιαγμένα με καθαρισμένο αμύγδαλο, σα μυρμηγκάκια γύρω γυρω. 1976 – 1977 – 1978 και πήγαινε λέγοντας, η καταμέτρηση με λευκά καθαρισμένα μυγδαλάκια. Και να τα σπιτικά λικέρ και τα κρασιά του παππού που ζούσε ακόμα και έφτιαχνε το δικό του και κουβέντα για εμφιαλωμένα και αηδίες δεν άκουγε! Και να το χριστόψωμο το μεσολογγίτικο, το όλο κεντίδια από πάνω φτιαγμένα από ζυμάρι στο χέρι, σα γλυπτό! Τότε, είχε οικογένειες που δεν χάνονταν σιγά σιγα στο χρόνο. Και όλοι ήταν νέοι!
Και γελαστοί! Και με έντονα ρούχα σαν από τις αποχρώσεις των Πολαρόιντ που λέγαμε πιο πάνω! Φέρνανε όλοι δώρα. Παιχνίδια βέβαια. Και όποιος έκανε λάθος να φέρει βιβλίο ή ρούχα έπεφτε στην παιδική δυσμένεια μας, για έναν τουλάχιστον χρόνο, μέχρι την επόμενη Πρωτοχρονιά να διορθωθεί! Α! Και κάποιοι δίνανε λεφτά! Μελαγχολία αυτό! Ξέραμε πως η μαμά θα τα κάνει κύμα, θα πληρώσει πετρέλαιο, ή θα μας τα φυλάξει σε λογαριασμούς μας στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο για όταν μεγαλώσουμε! Και αυτό το «όταν μεγαλώσουμε» -χα!- ήταν ανυπόφορα μακρινό και φανταστικό πράγμα! Και υπήρχε μόνο το τώρα!
Η γιορτή! Τα αθώα μας παιχνίδια, πριν την ηλεκτρονική λαίλαπα της κατανάλωσης των σούπερ γκέιμ! Ήταν όλοι ζωντανοί! Και γελαστοί! Όχι ίσκιοι! Όχι αναμνήσεις! Και ο Αι Βασίλης δεν είχε φύγει, ακόμα, με εθελουσία από τη δουλειά του…