Έφυγε στον ύπνο της, Σεπτέμβριο του 2010, ύστερα από έναν 18χρονο περήφανο, αξιοπρεπή και χωρίς να βαρυγγομά, αγώνα με τον καρκίνο. Η Δούκισσα δε ξεχάστηκε, ούτε απ το κοινό που και σήμερα τραγουδά τις επιτυχίες της, αλλά ούτε από τους δικούς της ανθρώπους και ειδικά απ τους δυο της γιούς, τον Κυριάκο και τον Δημήτρη.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ο ένας, ο μεγάλος της, ο Κυριάκος Παπαδάκος, έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή της τόσο ιδιαίτερης ερμηνεύτριας, παράλληλης με τον μεταπολεμικό Πειραιά, την εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού, τις μεγάλες μορφές της λαϊκής έκφρασης που εμφανίζονταν στα ταραγμένα ιστορικά χρόνιας, αλλά και ένα τρυφερό αποχαιρετισμό στην μάνα, στον πολύτιμο άνθρωπο και στο κοριτσάκι που αγωνίστηκε με αξιοπρέπεια στη ζωή, χωρίς ενδοτισμούς. Μάζεψε υλικό ανέκδοτο από σπάνιες φωτογραφίσεις – ντοκουμέντα μιας ολόκληρης εποχής, συνεντεύξεις από θρύλους του πενταγράμμου, δημοσιεύματα πολύτιμα. Και πάνω απ όλα;
Έγραψε έναν ύμνο για τη δύναμη εκείνου του πλάσματος που παλεύει με την ασθένεια για 18 χρόνια και καταφέρνει συνεχείς νίκες, τόσο ώστε και εκείνη να σέβεται τη θέληση της και να την θαυμάζει. Γιατί η Δούκισσα προσευχόταν να φύγει στον ύπνο της, να μην καταλάβει το τέλος. Και έτσι έγινε. Αν δεν την εκτίμησε και δε τη σεβάστηκε ακόμα και η αρρώστια, τότε τι;… Κάποιες σελίδες, απ τις πρώτες, των παιδικών χρόνων της Δούκισσας, μας παραχώρησε ο συγγραφέας για να πάρουμε μια πρώτη γεύση απ την ανάγνωση – ταξίδι – μνήμη:
«… «Δούκισσα Φωταρά, Πειραιάς, 8 Φεβρουαρίου του 1941». Έτσι γράφει το διαδίκτυο την αρχή της. Και η ίδια για αυτά δε μίλαγε, σα να μην ήθελε να πιάνει το νήμα της απ την αρχή, αλλά να χωράει όλο το κουβάρι στη παλάμη της! Πασαλιμάνι. Με καταγωγή απ την Σύμη. Η μάνα της μια καλλονή! Παιδάκι ακόμα, κοριτσάκι, στο σχολείο, 8 – 9 χρονών θα ήταν δε θα ήταν, χτύπησε, πάνω στο παιχνίδι, το πόδι της. Της το βαλαν μήνες οι γιατροί στον γύψο. Τόσο ξέρανε! Ήταν οι τένοντες της χτυπημένοι και όταν έκοψαν το γύψο, το πόδι ήταν σε αγκύλωση για πάντα. Κουτσή! Και πανέμορφη! Ένας ερωτευμένος νέος καλής οικογένειας. Εγκυμοσύνη. Γάμος, εκείνα τα χρόνια, τα ασπρόμαυρα, στον αυστηρό Πειραιά. Εκείνος οδοντίατρος και καλομαθημένος.
Γεννιέται ένα κοριτσάκι. Η Δούκισσα, με το όνομα της μάνας του. Μετά από λίγες μέρες φεύγει απ το σπίτι! Χωρίζουν την ίδια χρόνια. Το 41! Μπροστά είναι η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η φτώχεια, η πείνα, η ανέχεια. Η γιαγιά, η λατρεία της Δούκισσας, καθαρίζει σπίτια για να ζήσει κόρη και εγγονή. Έχει ειδικότητα στις σκάλες. Όποιο παλιό, αρχοντικό κτήριο κοιτάξετε στον Πειραιά, τα σκαλιά του, θα τα χει ακουμπήσει η γυναίκα εκείνη, με τα κατακάθαρα ρούχα, το σφιχτό κότσο και την ορθάνοικτη από αγάπη και πρόσφορα και δοτικότητα καρδιά. Αγώνας. Τρεις γυναίκες να μένουν σε ένα δωματιάκι, σε μια αυλή, όπως αυτές που βλέπουμε τώρα, στις παλιές ταινίες! Η μια να προσέχει την άλλη, για να αντέξουν στην επιβίωση, στους βαρείς χειμώνες, στις πείνες και σε ένα κόσμο που τις κοίταζε και τους μέτραγε την ύπαρξη με κοντά μέτρα και σταθμά και στενόκαρδα.
Όταν έβρεχε, λέει, βάζαν παντού κατσαρόλια και κατσαρολάκια, γιατί ήταν τρύπια η σκέπη, μη πλημμυρίσει το σπίτι μέσα. Περόνιαζε η υγρασία το πονεμένο πόδι της μάνας και γιαγιά και κόρη, ανησυχούσαν πως θα παρηγορηθεί και θα αντέξει. Η Δούκισσα όμως, μεγάλωνε! Μεγάλωνε με αγάπη και χάδια απ τη γιαγιά και υπέρ προσπάθεια το παιδί να μη πικραίνεται, να μη στεναχωριέται. Με τον Εμφύλιο και το χαλασμό του Πειραιά στους βομβαρδισμούς, το παιδί, με όλο τον αγώνα της γιαγιάς, υποσιτίζεται. Κάνει πέτρα την καρδιά της, η μεγάλη γυναίκα και πάει στο νοσοκομείο που ήταν ο πατέρα της Δούκισσας. Τον βρίσκει με την λευκή του ρόμπα, να γευματίζει στη τραπεζαρία των γιατρών, κοτόπουλο και σούπα!
-«Δημήτρη, δε θέλω να σε ενοχλώ, αλλά το παιδί αναπτύσσεται και δε τρώει καλά. Σε παρακαλώ σε ένα φλιτζανάκι λίγη απ τη σούπα σου, βάλε μου, να του πάω, να πάρει ουσίες».
Εκείνος δε σηκώνει τα μάτια απ το πιάτο του!
-«Μπα! Για να ζήσει αυτή, να πεθάνω εγώ; Δεν το ξέρα!»… Στραβωμένη από το κλάμα έφυγε η γιαγιά! Φτάνοντας έξω από το σπίτι της, σκούπισε τα μάτια της, φόρεσε χαμόγελο και δεν το είπε στο κοριτσάκι, παρά πολλά, πολλά χρόνια μετά, όταν γυναίκα, μπορούσε να αντέξει περισσότερα! Και ακόμα περισσότερα που της την είχαν στημένη! Όπως σ όλους…
Πως χειρίζεσαι, συμφιλιώνεσαι με τη σκληρότητα, δεν έμαθα ποτέ! Τι έκανε εκείνο το λεπτό, υποσιτιζόμενο κοριτσάκι για να καλύψει την πατρική όχι απλά απουσία, αλλά ηχηρή, υπογραμμιστικά σκληρή ανυπαρξία; Στη σχέση του με τη μάνα της, δεν ξέρω, μπορεί να είχε και αυτός μερίδιο δίκιου, μιας και ποτέ δε φταίει ένας μόνος του στους έρωτες και στα πάθη. Στη σχέση του, όμως, με το παιδί του, η τιμωρία σ αυτό, είναι κάτι που ξεπερνά την αντιληπτικότητα μου και που με κάνει να τρυφερεύει τόσο η ψυχή μου για το παιδί που ήταν πάντα, η μάνα μου. Θέλω να μπορούσα πίσω στο χρόνο, να μια αεράκι ένα απόγευμα και όπως χαμογελά αχάιδευτη σε κάποια αλάνα παίζοντας, να καθίσω στο μάγουλο της, το λευκό και αφίλητο από πατέρα και να της μαρτυρήσω πως στο χρόνο υπάρχω και εγώ ο αδελφός μου για κατάθεση αμέτρητης αγάπης, αβυσσαλέας, χωρίς πόνο, για αυτήν… Δε γίνεται όμως! Χωρίς σκηνές απ τα προσεχώς και προοικονομίες. Θα μεγαλώσει! Και να τη! Πάει και το μωρό πίσω της. Παιδάκι, ανασταίνεται, μαζί με χώρα που ελπίζει πάλι…
… Μια φορά η Δούκισσα, μελαχρινή, με πολλά και μακριά μαλλιά κάτω απ τη λεπτού μέση της, βλέπει άλλα παιδάκια που τρώνε γλυκά που δεν έχει δοκιμάσει. Κοιτάζει τα ζαχαρωμένα χείλη, την ηδυπάθεια στο βλέμμα, την αφοσίωση στα απαγορευμένα εδέσματα, τα χρώματα πάνω στην αμυγδαλόψιχα, τη σοροπιαστή ζύμη και τις σοκολάτες να τρέχουν στα ξένα δάχτυλα. Θέλει. Με χαμηλωμένο βλέμμα επιστρέφει σπίτι. Βλέπει το πορτοφόλι της γιαγιάς της, αφημένο όλο εμπιστοσύνη πάνω στη μόνιμη θέση τους στη κασέλα, άλλα ήξερε πως είναι άδειο. Η γιαγιά έκρυβε τα λεφτά της –τα λεφτά τους δηλαδή!- σε ένα βιβλίο για να είναι κολλαριστά πάνω απ τη κασέλα. Δεν το σκάφτεται πολύ.
Ανοίγει το βιβλίο με το χρωματιστό, σκληρό εξώφυλλο –Κρόνιν λέει ήταν, κάτι για χαμένες αγάπες- χώνει τα λεπτά της δαχτυλάκια μέσα και ότι αρπάξει. 100 δραχμές, ήταν; Ποιος θυμάται! Άλλα πάντως πολλά λεφτά για την εποχή. Τρέχει σε ένα ζαχαροπλαστείο, πασίγνωστο στο Πειραιά. Παίρνει τα δυο γλυκά που ήθελε άλλα είχε ρέστα αρκετά. Και τι να τα κάνει; Να τα βάλει πάλι στου Κρόνιν τις σελίδες, άλλα λεφτά και κέρματα να κυλούν απ το παλιο χρωματιστό εξώφυλλο του παλιοβιβλίου με τις χαμένες αγάπες ; Έτρωγε και σκαφτόταν. Γλυκαινόταν και έπεφτε σε ζαχαρωτά αδιέξοδα. Ψώνισε και τα ρέστα όλα, γλυκά. Βρήκε μια απόμερη γωνιά.
Κάθισε εκεί, με το βλέμμα πάντα χαμηλωμένο και άρχισε να τρώει και να τρώει και να τρώει… Πέρασε ώρα πολύ. Η ενοχή της είχε γεύση ζάχαρης, οι τύψεις σκληράδα ροζ κουφέτου και η συνείδηση της είχε πέσει σχεδόν διαβητικό σοκ, όλο τρέμουλο. Έτρωγε και έκλαιγε. Μπλέχτηκε η γλύκα και η αλμύρα απ τα δάκρυα. Την έπιασε το στομάχι της. Φαίνεται εκεί κοντά βρίσκονταν και οι ένοχες της. Γύρισε σπίτι, αποφεύγοντας να κοιτάξει γιαγιά, κασέλα, πορτοφόλι, βιβλίο – Κρόνιν – χαμένες αγάπες. Κάθισε διπλωμένη στο παράθυρο που κοίταζε στο δρόμο. Βαριά απ τα γλυκά και με τον πόνο στη κοιλιά, διπλώθηκε μισή έξω και μισή μέσα απ το παράθυρο και αποκοιμήθηκε. Κάποτε ένας αστυνόμος πέρασε απ το δρομάκι. Κοιτάζει και βλέπει ένα παιδί, με μια μακριά κοτσίδα να κρέμεται έξω από ένα παραθύρι. Της πιάνει απαλά το χεράκι.
Πετάγεται εκείνη, βλέπει τον αστυνόμο, βλέπει και το χέρι της πιασμένο, σκέφτεται να, τώρα θα της περάσουν χειροπέδες και αρχίζει να κλαίει και να φωνάζει «όχι… όχι…» με λυγμούς, με στριγγλιές, παραφορά, «όχι… δε θα το ξανακάνω! Αφήστε με! Δεν θα ξαναπάρω λεφτά απ το βιβλίο του Κρόνιν που τα φυλάει η γιαγιά τα κατοστάρικα»… Δεκαετίες μετά, ένιωθε μια κάποια τρυφερότητα για το παιδάκι που ήθελε να φάει γλυκά, άλλα νικιόταν απ την ντροπή, πως έκλεψε, πως πήρε λεφτά που κόπιαζε η γιαγιά της να χει για την ίδια! Η τιμιότητα της από τότε ήταν αξιακή της αρχή απαράβατη. Και ας της άρεσαν και πάντα τα γλυκά…»
… περισσότερα, σύντομα στα βιβλιοπωλεία!