Λάτρεις του μοσχάτου, γνωρίσαμε την Σαμιακή οινοποιία Nopera στην έκθεση του Ζαππείου «Οινόραμα» και αναζητώντας πληροφορίες μέσω του διαδικτύου ανακαλύψαμε μια εξαιρετική εταιρική σελίδα με την ιστορία της, η οποία επίσης έχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Καταρχάς, η καλλιέργεια του αμπελιού στη Σάμο φαίνεται να ξεκίνησε μεταξύ του 1ου και 9ου αιώνα π.Χ.. Μάλιστα, υπάρχουν αναφορές στην ελληνική μυθολογία ότι ο Αγκαίος, ήρωας της αργοναυτικής εκστρατείας, ήταν αυτός ο οποίος προώθησε την αμπελοκαλλιέργεια στο νησί, με πλήθος αρχαίων ευρημάτων να επιβεβαιώνουν τις συγκεκριμένες αναφορές.
Τον 16ο αιώνα η Σάμος, έπειτα από μια μακρά περίοδο ερήμωσης εξαιτίας των κατακτητών της εποχής, έφθασαν στο νησί νέες ποικιλίες, με σημαντικότερη το λευκό μοσχάτο, η οποία έχει προέλευση τη Μικρά Ασία. Η συγκεκριμένη ποικιλία μάλιστα σχεδόν ταυτίζεται με το γαλλικό Muscat de Frontignan. Άλλωστε είναι γνωστό ότι, κατά την περίοδο της φυλλοξήρας, οι Γάλλοι πήραν μοσχεύματα λευκού μοσχάτου από το νησί της Σάμου.
Σήμερα, το λευκό μοσχάτο είναι η κυρίαρχη ποικιλία του νησιού, σε ποσοστό που ξεπερνά το 80% της συνολικής έκτασης του σαμιακού αμπελώνα.
Η ιστορία των κρασιών της NOPERA ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η οικογένεια Nopera αφήνει τη Μάλτα και μεταναστεύει στη Σάμο. Μετά από μερικά χρόνια δημιουργεί ένα σαμιώτικο κρασί υψηλής ποιότητας, γλυκό, από την ποικιλία του λευκού μοσχάτου. To κρασί αυτό καταφέρνει ακόμα και να το εξάγει σε φημισμένους πελάτες, όπως στη γαλλική εταιρεία Noilly Pratt της Μασσαλίας, γνωστή μέχρι τις μέρες μας για το βερμούτ μοναδικής ποιότητας που παράγει. Η οικογένεια, με το επίθετο της να αλλάζει με τα χρόνια σε Ιγγλέσης, είχε το οινοποιείο έως το 1934 όπου με νόμο ξεκινά η αναγκαστικότητα για τους αμπελουργούς του νησιού να δίνουν τα σταφύλια τους μόνο στον ΕΟΣ.
Το 2004 ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, φορέας της κληρονομιάς της οικογένειας Ιγγλέση, μαζί με τον Γιάννη Κωστάκη, αμπελουργό και παραγωγό με εμπειρία τριών γενεών, ξεκινούν τη διαδικασία να δημιουργήσουν δικό τους οινοποιείο, στο Καρλόβασι της Σάμου και να διαθέσουν τα δικά τους σταφύλια προς παραγωγή κρασιού. Έπειτα από μακρύ δικαστικό αγώνα με τη διεύθυνση Αγροτικής και Κτηνιατρικής Ανάπτυξης και τις δημόσιες κρατικές υπηρεσίες και αφού η υπόθεση τους έφτασε μέχρι και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την αιτιολογία της διαχείρισης της προσωπικής περιουσίας όπως επιθυμούν οι δύο αμπελουργοί, το 2013 κατάφεραν αποκτήσουν την πολυπόθητη άδεια.
Σήμερα, ο Νικόλαος Μυτιληναίος, συνεχίζει την παράδοση του πατέρα του Ευάγγελου και της οικογένειας Nopera, μαζί με τον Γιάννη Κωστάκη, δημιουργώντας έναν πρότυπο, βιολογικό και βιοδυναμικό σαμιακό αμπελώνα με σκοπό να προάγουν την πολυπλοκότητα του τοπικού terroir και να αποκαταστήσουν την παλιά του αίγλη.
Η Nopera διαθέτει τρεις ιδιόκτητους αμπελώνες, 40 στρεμμάτων, σε διαφορετικές περιοχές της Σάμου, στους οποίους υπάρχουν αμπέλια με μ.ο. ηλικίας τα 20 έτη.
Η διαφορετικότητα των τριών terroir δίνει τη δυνατότητα να υπάρχει μια έντονη πολυπλοκότητα, τόσο μορφολογικά, όσο και γευστικά-αρωματικά. Οι βιολογικές και βιοδυναμικές τεχνικές που εφαρμόζονται επιτρέπουν την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση ανάμεσα στη φύση και το αμπέλι. Έτσι το φυτό γίνεται πιο ανθεκτικό σε ασθένειες, αυξάνει με φυσικό τρόπο τα σάκχαρα και τα οξέα του και μπορεί να δώσει το 100% της ταυτότητάς του στο τελικό προϊόν, το κρασί.
Σήμερα, με την εξαιρετική ετικέτα της Nopera, κυκλοφορούν τρία κρασιά, το NOPERA 2014 VINTAGE (γλυκό μοσχάτο κρασί εσοδείας 2014 από τρία διαφορετικά αμπελοτόπια της Σάμου), το NOPERA EPITOME (η απόλυτη έκφραση της εξέλιξης του σαμιακού γλυκού μοσχάτου) και το NOPERA ROYA 2017 (ξηρό και πολύ φρέσκο μοσχάτο, το οποίο προέρχεται από ένα και μόνο αμπελοτόπι, που βρίσκεται στα 200 μέτρα υψόμετρο).