Είχε πλάκα, δε λέμε! Τα παλιά τα χρόνια, όπου το Μπογιάτι, τα Σούρμενα, το Πάτημα, οι γκρεμοί γύρω απ το ρέμα της Χελιδονούς, γιναν τα ακριβά προάστια της Αθήνας που είχε ξιπαστεί με το όραμα της χλιδής και της ζωής, τουλάχιστον της αντίστοιχης του Λος Αντζελες. Παρασυρμένοι απ τον δυτικό τρόπο σκέψης, γυρνώντας πλάτη στη μιζέρια και στην Ψωροκώσταινα, θέλοντας και εμείς να ζήσουμε Αναγέννηση και οι γιαγιάδες μας να γίνονταν, τάχα, να φόραγαν φουρό και καπέλα με φτερά και όχι σεγκούνια και τσεμπέρια, ριχτήκαμε αδηφάγα, τουριστικά, αχόρταγα, θέλοντας να πλανηθούμε, σ όλα αυτά που ήταν ο σύγχρονος κόσμος.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Υποτίθεται. Χωρίς ισορροπίες πια, υψωμένα τοίχοι, υπαρκτούς σοσιαλισμούς και σφυροδρέπανα, «ζήτω» αναφωνήσαμε η κατανάλωση, τα τζιπ με τα φιμέ τζάμια να τα παρκάρουμε στα δρομάκια στο Παγκράτι και στο Χαλάνδρι, οι μεζονέτες, σα κουτιά τσιμεντένια το ένα στο άλλο, που τις πληρώσαμε εκατομμύρια, οι σινιέ σκούφιες και μπερέδες, οι διακοπές στα ριζόρτ και στα boutique hotel και όχι στα ενοικιαζόμενα δωμάτια της κυρά Μαριγούλας, με τα σεμέν τα χειροποίητα και τα φτιαγμένα πρωινά απ τα χεράκια της. Κακό; Όχι δεν είναι! Και κάνα μεταξωτό ρακί για τον άμαθο μας ποπό δεν τον έβλαψε, τουλάχιστον εκείνη την ώρα. Και να οι κάρτες οι πιστωτικές πιεστικά απ τις τράπεζες και να τα δάνεια με ευκολία, να σου ρίχνονται με την μισθοδοσία σου μέσα στα πορτοφόλια, διότι τότε υπήρχαν και δουλειές και μισθοί. Καταναλώστε για να κυκλοφορεί το χρήμα! Opos Ameriki, yeaaa! Το κάναμε!
Και έρχεται αυτή η περιβόητη γενιά «της αριστερής μελαγχολίας» όπως λέγεται και ούτε να μας φτύσει δε καταδέχεται! Δεν θέλει ιδιοκτησία, σπίτια, αλλά να αλλάζει συνεχώς και να αναπτύσσει περιοχές υποβαθμισμένες και να φτιάχνει σπιτικά μες στα χαλάσματα. Δε θέλει αυτοκίνητο και καλογυαλισμένες λαμαρίνες πάνω σε ρόδες, αλλά να μπορεί να πηγαίνει παντού με τις συγκοινωνίες και να μη χρεωστάει σκλαβιά στα υλικά της έχοντα. Σκασίλα τους τα μπουζούκια και οι πλαστικοποιημένες, αδιάβροχες ντίβες τους, οι καψούρες της φτήνιας και τα ουίσκι της πολυτελείας, όταν έχει τσιπουράκι, τον Χαρούλη και καλό καιρό σε μια πλατεία. Τι να κάνουν τον ιδιωτικό υπερτιμημένο πίνακα στο τοίχο του σαλονιού τους, όταν έχουν τα γκράφιτι απ έξω του και ακόμα καλύτερα, κάδρα τον ήλιο πάνω απ τον Λυκαβηττό και χρόνο να τον κοιτάζουν! Ένα μόνο αγαπούν εκτός απ τη ζωή τους: το ταξίδι! Την εμπειρία που μένει!
Την στιγμή που αυτοσκηνοθετείται. Και ακόμα, αυτή η γενιά, λυπάται. Λυπάται με ευκολία, αλλά πιο πολύ τους γονείς, τους θειους, τους φίλους του μπαμπά και της μαμάς που πέρασαν τη ζωή τους, σκλάβοι πραγμάτων, αξίας βαφτισμένης απ άλλους και όχι προσωπικής, μην αναζητώντας τον θεό των μικρών πραγμάτων αλλά υπηρετώντας, τον απατηλό Μαμωνά, δαιμονικό και άχρηστο. Κι όμως… Είχε, παλιά και μια πλάκα, μη μου πείτε…
Είχε πλάκα, όσο κράτησε, για μας τους παλιούς, του εύπιστους, τα κορόιδα, που δεν ήμασταν απ τους αρπαγές όμως, φταίξαμε πιστεύοντας πως ότι γυαλίζει, αξίζει κιόλας! Και ήταν το πάρτι, λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό… Το πάρτι σε τόπους που με μυρωδιά μπογιάς και πέδιλα τσιμέντου, που θανάτωναν τις πιο ωραίες παραλίες του προσωπικού μας σύμπαντος για να υποδεχτούν σε κλαμπ, τα βράδια σπουδαίους!
Ηθοποιοί, τραγουδίστριες, ποδοσφαιριστές, παράγοντες όλων των ειδών, εξουσίες πάλι όλων των τύπων, οι επί χρήμασι συνοδοί, οι κυρίες που έψαχναν σπόνσορες και κληρονόμοι, μεγαλοδημοσιογραφίνες αιώνιες νύφες, δημοσιογράφοι αυστηροί ευπώλητοι, μικροδημοσιογράφοι που έγλυφαν πλούσιες και κατέγραφαν τα έργα και τις νύχτες τους, ονειρικά για να τους πάρουν δώρα ψυγεία, κρεβατοκάμαρες σινιέ και τσάντες παριζιάνικες, ιδιοκτήτες μέσων, ντίλερ, εκβιαστές, φτηνές συνοδοί και ανερχόμενα αγόρια του κέρδους, νταβατζήδες, κοσμικές ανόητες, εισαγωγής άραβες για να δουν καμία σιλικόνη γυμνή, τουριστικής διάθεσης ξέμπαρκοι αλλοδαποί διάσημοι που έβλεπαν τον έκλυτο βίο μιας παρέας νεόπλουτων, αμόρφωτων, κυνικών πλασμάτων όλων των ειδών, να διαφεντεύουν τον κόσμο δυο μεγάλων πόλεων ηπειρώτικων και πολλών νησιών – καταφυγίων. Και σκάφοι! Μα όλοι είχαν σκάφοι και καλούσαν καταδεκτικά και εκείνους που δεν είχαν!
Και φιλίες με τους ισχυρούς. Και σπασμένα τραπέζια στα μπουζούκια. Και η τηλεόραση να καθρεφτίζει εικονικές πραγματικότητες. Και τα περιοδικά το ίδιο. Και οι εφημερίδες με εικονική σοβαροφάνεια. Και έσκασε η χρωματιστή φούσκα και αντί για γκλιτερ surprise party είχε μέσα πύον, απάτη, κοροϊδία, ηλιθιότητα, ψέμα, κενό… Και τώρα; Τι θα απογίνουμε χωρίς σινιέ βαρβάρους αδέλφια; Είναι και η Λιντσεϊ Λοχαν, μια κάποια λύση. Μα το παλιό μας αυτό συριστικό συρφετό, η σταρ – ιδιοκτήτρια – σούπερ διάσημη δεν τον κάλεσε…
… Κλαμπ, ξαφνικό και απρόσμενο, που έχει το όνομα της σταρ Λόχαν, λοιπόν. Μια καλλονή που υπήρξε παιδί – θαύμα, έφηβη – σταρ και νέα ήδη, χαμένη στον αυτοορισμό της και σε μια ανείπωτη χαώδη μελαγχολιά, σκιά ενός απόηχου, σαν πρωταγωνίστρια στα πάρτι του μεγάλου Γκατσμπι, πριν τον καταπιεί η πισίνα. Άλλωστε όλη η νύχτα, όλη αυτή ατμόσφαιρα σαν να σχολίασε το μυθιστορηματικό κάλεσμα δε μοιάζει, σα να έσκασαν απάνω μας τα πυροτεχνήματα και να μολύνθηκε η θάλασσα απ τα χαλασμένα καύσιμα των γιοτ; Ε;
Πόσο μας ταιριάζει η Λοχαν λοιπόν, μετά τον αποτρόπαιο ξυλοδαρμό απ το σύντροφο της στη Μύκονο, τα ουρλιαχτά για βοήθεια στο Λονδίνο, τα ατυχή αισθησιακά της φιλμ, τις απογοητεύσεις της, τις αποτοξινώσεις, την όμορφη νιότη να μοιάζει αποπροσανατολισμένη, ανίκανη να βρει κάθε δρόμο για ευτυχία! Λαμπερή, με ελληνικό μοντέλο ρούχο, όλο λάμψη, έκανε τα εγκαίνια του μαγαζιού της. Πόζαρε στους φωτογράφους. Μίλησε στις κάμερες. Όχι σαν την Κορινθίου που απαξιεί ή την Εύη Αδάμ που θυμώνει. Δεν είναι δα τόσο σταρ, η σταρ! Μας είπε πως στο κλαμπ θα κάνει μεγάλα γκαλά για τους πρόσφυγες!
Μας μίλησε γρήγορα και στα όρθια για αγάπη. Σκασίλα της οι όποιοι ιθαγενείς σταρ, σάμπως τους ξέρει κιόλας! Δεν τους κάλεσαν καν και άσε που αυτοί είναι πάντα και τσαμπατζήδες! Η δική της λάμψη περισσεύει! Και άρχισε το πάρτι! Και εκείνη η γένια της «αριστερής μελαγχολίας», τα 20χρονα λέω, τα 18χρονα, κορόιδευαν από μακριά την ματαιοδοξία μας. Ακόμη και την ηλικιωμένη στείρωση στο διασκεδάσουμε! Πώς να μην είναι λοιπόν, μια κάποια λύση, η μόνη ίσως, η τυχαία Λόχαν της νύχτας…