Τετάρτη 26 Ιουνίου του 1996. «Ανδρέα, ζεις, εσύ μας οδηγείς» φωνάζουν πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες στο κέντρο της Αθήνας. Δεν κρατούν σημαίες, όπως συνήθιζαν στις προεκλογικές εκδηλώσεις, ούτε ακούγεται το «Carmina burana», ο ύμνος-ταυτότητα που συνόδευε τον ηγέτη τους. Η πιο μαζική συγκέντρωση οπαδών του Ανδρέα ήταν με εκείνον απόντα.
Επί τρεις ημέρες καταφτάνουν στην πρωτεύουσα πολίτες από τις τέσσερις γωνιές της χώρας. Επιστρατεύονται λεωφορεία, ναυλώνονται καράβια, μόνο και μόνο για να απευθύνουν το ύστατο «χαίρε» στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 23 Ιουνίου, στις 02.30, έπειτα από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του, στην Εκάλη. Η είδηση του θανάτου είναι το πρώτο θέμα στα κορυφαία δίκτυα του εξωτερικού και πλήθος ηγετών αποστέλλουν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα.
Aπό τον Γιώργο Πράτανο-peoplegreece
Πώς, όμως, αυτός ο οικονομολόγος παγκόσμιας κλάσης, ο Andy Papandreou, ο απόφοιτος και καθηγητής του Χάρβαρντ, ο πρύτανης του Μπέρκλεϊ, που συνομιλούσε με τον Galbreith και τον θαύμαζε πλήθος συμβούλων στο Λευκό Οίκο, έγινε ο μοναδικός ηγέτης, τον οποίο οι Έλληνες φώναζαν με το μικρό του όνομα, όργωνε την τριτοκοσμική ελληνική ύπαιθρο και συνομιλούσε με γεωργούς και εργάτες; Ποια ήταν εκείνα ακριβώς τα πρόσωπα και τα γεγονότα που τον καθόρισαν και τον διαμόρφωσαν;
Το διαζύγιο και ο ατίθασος μαθητής
Συχνά οι αντίπαλοι τον περιέγραφαν ως αμφιλεγόμενο. Οι δικοί του άνθρωποι μιλάνε για ένα βαθιά συναισθηματικό άτομο, που τον εξίταραν τα πάθη. Ψάχνοντας στα παιδικά του χρόνια αναφορές και στιγμιότυπα που σφυρηλάτησαν την προσωπικότητά του, δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στο διαζύγιο των γονιών του. Παρότι ήταν φιλικό, τον συντάραξε. Ο πατέρας του, Γεώργιος Παπανδρέου, είναι από τις ηγετικές φιγούρες της προπολεμικής αλλά και της μεταπολεμικής Ελλάδας. Όνειρό του, να δει το μοναχογιό του να τον διαδέχεται. Όχι όμως και η μητέρα του, η αριστοκρατικής καταγωγής Ελληνοπολωνή, Σοφία Μινέικο.
Μεγαλώνει στη Μυτιλήνη, μόνο που οι πρώτες του μνήμες δεν έχουν παιχνίδια και ανεμελιά, αλλά επισκέψεις στις φυλακές, όπου τον έπαιρνε μαζί του η μητέρα του, για να δουν τον κρατούμενο πατέρα του. Ένα άρθρο του, στο οποίο καταφερόταν εναντίον του βασιλιά, ήταν αρκετό για να φυλακιστεί. Με την αποφυλάκισή του γίνεται απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Το 1923, με την ανάληψη του υπουργείου Εσωτερικών από τον Γεώργιο Παπανδρέου, μετακομίζουν στην Κυψέλη. Για άλλη μια φορά η οικογένεια χωρίζεται, καθώς με τη δικτατορία Παγκάλου ο Γεώργιος Παπανδρέου εκτοπίζεται στο Ναύσταθμο και στη συνέχεια στη Σαλαμίνα. Ακολουθεί το διαζύγιο των γονιών που τον τσακίζει. «Στην πέμπτη Δημοτικού με έγραψαν στο νεοσύστατο Κολλέγιο Αθηνών. Στο τέλος του έτους ανακοινώθηκε ότι ήμουν ο χειρότερος μαθητής της τάξης! (…) Ο πατέρας μου εξέφρασε τη θλίψη του για την “αποτυχία” του γιου του. Κι αυτό με προβλημάτισε ολόκληρο το καλοκαίρι. Και το έβαλα στόχο, όταν γυρίσω στο Κολλέγιο, στην έκτη να γίνω πρώτος μαθητής. Πράγματι βγήκα πρώτος και παρέμεινα πρώτος μέχρι την πέμπτη Γυμνασίου στο Κολλέγιο» περιγράφει ο ίδιος. Η Σοφία Μινέικο έχει μετακομίσει στο Ψυχικό μαζί με τον Ανδρέα, ενώ ο πατέρας του επισημοποιεί το δεσμό του με την ηθοποιό-σταρ της εποχής Κυβέλη. Μπορεί ο Ανδρέας να είναι ο καλύτερος μαθητής στο σχολείο, παραμένει όμως ατίθασος. «Ήμουν δύσκολος μαθητής… Απείθαρχος. Και με πρωτοβουλίες που δεν ταίριαζαν στην τότε αντίληψη της σχολικής εκπαίδευσης» περιγράφει στον Γιώργο Δουατζή.
Το 1934 στο Κολλέγιο ξεσπά σκάνδαλο. Ο Ανδρέας με φίλους του εκδίδει την εφημερίδα Το Ξεκίνημα, όπου στο πρώτο τεύχος της υπογράφει ένα άρθρο με τίτλο «Η οικονομική σχέση των τάξεων», το οποίο κατέληγε ως εξής: «Είμαστε κι εμείς αναγκασμένοι να πούμε αυτό που είπε ο Μαρξ: “Προλετάριοι όλοι του κόσμου, ενωθείτε!”». Ο πατέρας του γίνεται έξαλλος, μα ο Ανδρέας έχει ήδη εντυπωσιαστεί από την Αριστερά και τον Τρότσκι. Το πολιτικό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο. Έτσι, όταν στην τελευταία τάξη καλείται να απαντήσει στην ερώτηση «ποια είναι τα τρία επαγγέλματα που θα ήθελε να ακολουθήσει;», εκείνος γράφει: «Πολιτικός. Κοινωνιολόγος. Καπετάνιος σε βαπόρι».
Η πρώτη του σύλληψη και οι ΗΠΑ
Ο Ανδρέας εντάσσεται σε μια τροτσκιστική οργάνωση και το 1934 η Ελλάδα γνωρίζει τη δικτατορία του Μεταξά.
Ο πατέρας του εξορίζεται στην Άνδρο.
Ο Ανδρέας είναι φοιτητής της Νομικής, όταν το 1940 συλλαμβάνεται ως μέλος τροτσκιστικής οργάνωσης. Στο δωμάτιο της ανάκρισης τον περιμένει ο Γιαννάκος, επαγγελματίας μποξέρ. «Η ασφάλεια με “περιποιήθηκε”. Ύστερα από κάποια γρονθοκοπήματα, στα οποία απήντησα, μου έδεσαν τα χέρια με χειροπέδες πίσω από την πλάτη και προχώρησαν σε βασανισμό γνωστού τύπου, φάλαγγα, ξύλο, σπάσιμο μασέλας. Για περίπου 48 ώρες». Το σαγόνι του εξαρθρώθηκε. «Συνοπτικά μπορούμε να πούμε πως η πολιτική του Ανδρέα ήταν μια απάντηση στη γροθιά του Γιαννάκου» τόνιζε το 2006 στην Παύλου Τσίμα ο Σπύρος Δραΐνας, συγγραφέας του βιβλίου Ανδρέας: Η Γέννηση Ενός Πολιτικού Αντάρτη.
Με την αποφυλάκισή του αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα. Είναι απογοητευμένος και πολιτικά ακρωτηριασμένος, αφού βρίσκεται υπό την παρακολούθηση της περιβόητης «αστυνομίας του Μανιαδάκη». Ο Γεώργιος Παπανδρέου ψυχανεμίζεται την πρόθεση του Ανδρέα, πριν καν εκείνος του το ανακοινώσει. «Το μόνο πρόβλημα είναι πως δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν υπάρχουν λεφτά» είπε στο γιο του και συνέχισε: «Θα κάνω ό,τι μπορώ για το εισιτήριο και μετά θα δούμε». Ο Ανδρέας θυμάται πως «αυτό το “θα δούμε” ήταν 20 δολάρια». Όχι πολλά για ένα τέτοιο ταξίδι, αλλά εκείνος ήταν αποφασισμένος. «Είχα ξοδέψει κάποια στο πλοίο και έφτασα με 14. Πήγα να κουρευτώ, άλλα 2,5 δολάρια. Υπήρχε πρόβλημα επιβίωσης. Ευτυχώς, βρέθηκαν παλιοί μου φίλοι, ένας καθηγητής μου από το Κολλέγιο Αθηνών, που με έκανε βιβλιοθηκάριο στο International House, το Διεθνές Σπίτι για Φοιτητές».
Πηγαίνει στο Χάρβαρντ για μεταπτυχιακές σπουδές. Το άστρο του λάμπει αμέσως. Λίγο πριν πάρει το μάστερ του, όμως, και υπό το βάρος της ανέχειας, ζητά δουλειά από τη διοίκηση του πανεπιστημίου. Και αναλαμβάνει το πλύσιμο των παραθύρων της Θεολογικής Σχολής. «Δεν ήταν κακός ο μισθός… Δεν ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα η δουλειά» λέει χαμογελώντας στην κάμερα της ΕΤ1, σε συνέντευξη στον Γιώργο Δουατζή. «Λίγο καιρό αργότερα, γυρνώντας σπίτι μου, βρήκα ένα σημείωμα που έγραφε πως διορίζομαι υφηγητής (ίσως η λέξη να μην αποτυπώνει ακριβώς την ιεραρχία του Χάρβαρντ), με ένα μισθό που μου φάνηκε τεράστιος. 3.500 δολάρια ετησίως». Το 1941, στα 22 του, παντρεύεται τη Χριστίνα Ρασσιά, αλλά ο γάμος τους θα λήξει άδοξα. Ο Ανδρέας κατατάσσεται εθελοντικά στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Με την ολοκλήρωση του διδακτορικού του στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Χάρβαρντ, διορίζεται αναπληρωτής καθηγητής.
Οι πιέσεις του πατέρα του
Η απελευθέρωση από τους Γερμανούς φέρνει και την αποκατάσταση της επικοινωνίας με τον πατέρα του. «Χωρίς αμφιβολία, πέρασες και περνάς ακόμη τις πιο δύσκολες ημέρες της πολιτικής σου σταδιοδρομίας. Για τον ίδιο λόγο οι ημέρες αυτές ήταν και είναι οι πιο δύσκολες που θυμάμαι για μένα. Οι στενοχώριες σου είναι δικές μου στενοχώριες, όπως και οι χαρές σου είναι και δικές μου. Όσο μακριά και να ’μαστε, όσο αραιά κι αν είναι τα γράμματά μου, θέλω να ξέρεις πως είμαι πάντα δίπλα σου, πάντα κοντά σου» του γράφει σε ένα γράμμα του.
Η ακαδημαϊκή καριέρα του Ανδρέα είναι ιλιγγιωδώς ανοδική. Tο 1947 διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και στη συνέχεια του ξακουστού Μπέρκλεϊ. Διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 1956 ως το 1959. «Ο Ανδρέας ήταν μέσα στους δέκα καλύτερους οικονομολόγους στις ΗΠΑ εκείνη την εποχή» λέει στον Παύλο Τσίμα ο, επίσης οικονομολόγος, Richard Westebby, το 2006. Ο ίδιος έχει ασπαστεί τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Η τριβή του με τους φοιτητές και ο προοδευτικός τρόπος σκέψης του βγαίνουν ακόμη και στην καθημερινότητά του, καθώς κυκλοφορεί με τζιν, ακούει την τζαζ των Louis Armstrong και Nat King Cole και απολαμβάνει τα ουίσκι του συνοδεία πούρων.
Παρά τις επιτυχίες του, ο πατέρας του είναι εκείνος που τον πιέζει αφόρητα να επιστρέψει στην Ελλάδα, μέσα από τις σπαρακτικές επιστολές που του στέλνει. Ο Ανδρέας αντιστέκεται. «Είχε επηρεαστεί πολύ από τους Μανιαδάκηδες» εξηγεί ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, φίλος του, διαπρεπής οικονομολόγος και πανεπιστημιακός (μεταξύ άλλων στο UCLA).
Στο βιβλίο Ανδρέας Παπανδρέου: Η Γέννηση Ενός Πολιτικού Αντάρτη, ένα περιστατικό περιγράφει την επιμονή τόσο του πατέρα όσο και του γιου: «Το 1952, π.χ., όταν ο Πλαστήρας επεσκέπτετο τις ΗΠΑ, είχε παρακληθεί από τον Γ. Παπανδρέου να συναντήσει τον Ανδρέα και να τον παροτρύνει κι αυτός να επιστρέψει. Η συνάντηση των δύο έγινε στο Σικάγο. Όταν επέστρεψε ο Πλαστήρας στην Αθήνα, φώναξε στο γραφείο του τον Μιχάλη Μανουηλίδη, το γνωστό ως “Μ. Μήδη”, παλαιό νομάρχη Λέσβου, αφοσιωμένο στο “Γέρο”, και τον παρακάλεσε να μεταφέρει στον πρόεδρο (Γ. Παπανδρέου) τους χαιρετισμούς του Ανδρέα και την άποψη του Πλαστήρα “να αφήσει τον Ανδρέα εκεί που είναι, ήσυχο, με την καλή του καριέρα στο πανεπιστήμιο. Δεν ενδιαφέρεται να γυρίσει πίσω και τα αισθήματά του για μας εδώ δεν είναι τόσο θερμά…”. Η αντίδραση του Γ. Παπανδρέου στον Μήδη ήταν απλή: “…Ακόμη και ο πρωτόγονος Πλαστήρας αντελήφθη…”».
Η πρώτη επιστροφή στην ελλαδα
Δεκαεννέα χρόνια μετά τη μετανάστευσή του, ο Aνδρέας Παπανδρέου επιστρέφει στην Αθήνα, με υποτροφία από τα Iδρύματα Γκουγκενχάιμ και Φουλμπράιτ, με σκοπό την πραγματοποίηση ερευνών πάνω στην ελληνική οικονομία και την αξιολόγηση των προοπτικών της. Ο τότε πρωθυπουργός, Kωνσταντίνος Kαραμανλής, του προτείνει τη θέση του οικονομικού συμβούλου στην Τράπεζα της Ελλάδος και την οργάνωση ενός Kέντρου Οικονομικών Eρευνών στην Eλλάδα. Πώς, όμως, το αντίπαλο πολιτικό δέος του πατέρα του –και μετέπειτα δικό του– προχώρησε σε αυτή την κίνηση; «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανταποκρίθηκε ανθρώπινα στο αίτημα του πολιτικού του αντιπάλου, Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να επιστρέψει ο Ανδρέας με τα παιδιά του» αποκαλύπτει στον Παύλο Τσίμα και στην κάμερα της εκπομπής Έρευνα ο πρώην υπουργός Γιάννης Κεφαλογιάννης, το 2006. Ο Ανδρέας δεν απαντά αμέσως. Δεν είναι σίγουρος εάν θέλει να επιστρέψει μόνιμα στην Αθήνα. «Δεν είχα πάρει την απόφασή μου, έως την ώρα που ξεκινούσε το πλοίο. Τότε ταξιδεύαμε με πλοία και όχι με αεροπλάνα» εξιστορεί ο Ανδρέας και συνεχίζει: «Όπως το πλοίο απομακρυνόταν και είδα τον πατέρα μου να χάνεται, είπα μέσα μου “Γυρίζω”. Όταν φτάσαμε στη Νάπολι, βγήκα, πήρα τηλέφωνο και είπα “Γυρίζω”. Δεν έφτασα καν στην Αμερική».
Κι ενώ το εγχείρημα του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών στέφεται με επιτυχία, εκείνος είναι έτοιμος να φύγει μετά τις εκλογές «της βίας και νοθείας» όπως κατήγγειλε ο «Γέρος της Δημοκρατίας». Η ανταπόκριση του κόσμου στον «ανένδοτο» αγώνα που κήρυξε ο πατέρας του κάνει τον Ανδρέα να αλλάξει για άλλη μία φορά –και τελευταία– γνώμη.
Στις συζητήσεις με τους φίλους του επιμένει να μην αναμειχθεί με την πολιτική. Ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, με τον οποίο εργάζονται μαζί στο ΚΟΕ, εξιστορεί πως ένα ωραίο πρωί ο Ανδρέας τού ανακοίνωσε την απόφασή του να πολιτευτεί, έπειτα από προτροπή του –μετέπειτα μεγάλου πολιτικού αντιπάλου του– Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που ήταν τότε βουλευτής του κόμματος του πατέρα του: «Ήμουν στο γραφείο και ήρθε ο Ανδρέας φουριόζος. Ήταν κι εκείνος πρωινός. Και μου λέει “αποφάσισα να είμαι υποψήφιος στις εκλογές που έρχονται”. “Μα τι συνέβη” του απαντώ, “δεν θυμάσαι που τα λέγαμε πως δεν πρέπει;”. Η κουβέντα που είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ με τον Μητσοτάκη και τον Κόκκα τον έκανε να πάρει την απόφαση αυτή» εξηγεί ο Αδαμάντιος Πεπελάσης. Το 1964 κατεβαίνει υποψήφιος στην Αχαΐα. Ο πατέρας του δίνει ιδιαίτερη σημασία στην προεκλογική του εκστρατεία, αφού δεν θέλει απλώς να εκλεγεί, αλλά και να βγει πρώτος σε σταυρούς. Ο Ανδρέας, όμως, δεν αγωνιά, όπως ο πατέρας του. Είναι χαλαρός, δεν διαβάζει καν τα ραβασάκια του πατέρα του. «Θυμάμαι την πρώτη μου προεκλογική περιοδεία στην Πάτρα (…) Εξεφώνησα πολλούς λόγους, μέχρι δεκαπέντε την ημέρα. Το μήνυμα που μετέφερα ήταν απλό: Η Ένωση Κέντρου είχε σκοπό να κάμει την Ελλάδα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με ουσιαστική δημοκρατία, χωρίς να δεχόμαστε το ρόλο του “δορυφόρου” και τις συνεχείς επεμβάσεις των ξένων στην πολιτική μας ζωή» περιγράφει ο ίδιος. H Ένωση Κέντρου θριαμβεύει στις εκλογές συγκεντρώνοντας το γιγαντιαίο 52,7%. Ο άλλος θριαμβευτής των εκλογών είναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, που καταφέρνει να εκλεγεί πρώτος σε σταυρούς στην Αχαΐα. Είναι 45 ετών.
Αναλαμβάνει το υπουργείο Προεδρίας και δείχνει από την αρχή τις διαθέσεις του, συγκρουόμενος με το Παλάτι και την αμερικανική πρεσβεία. Αναλαμβάνει αναπληρωτής υπουργός στο υπουργείο Συντονισμού. Συνοδεύει τον πατέρα του στο κρίσιμο ταξίδι στην Ουάσινγκτον, εκεί όπου οι συνομιλίες της ελληνικής αντιπροσωπίας με τον Lindon Johnson για την επίλυση του Κυπριακού οδηγούνται σε ναυάγιο. Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα ξεκινά μια πολιτική κρίση, με τον πόλεμο μεταξύ Παλατιού και Γεωργίου Παπανδρέου να κορυφώνεται. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Γεωργίου Παπανδρέου τον χτυπούν και μέσω του Ανδρέα, τον οποίο κατηγορούν για εμπλοκή στην «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ». Αποτέλεσμα του τεταμένου πολιτικού κλίματος ήταν η Χούντα των Συνταγματαρχών, που ξεσπά στις 21 Απριλίου 1967. Ο Ανδρέας είναι από τους πρώτους που συλλαμβάνεται στο σπίτι του, στο Ψυχικό.
«Άκουσα έναν αστυνομικό, ο οποίος ήταν στην ασφάλειά μου, να φωνάζει… από ξυλοδαρμό. Και είδα τουλάχιστον τριάντα μαυροσκούφηδες με τα αυτόματα να σπάζουν παράθυρα… να σπάζουν πόρτες. Και δεν φαντάστηκα, ούτε καν, πως επρόκειτο για δικτατορία. Εκείνη τη στιγμή φαντάζομαι πως επρό επρόκειτο για εκτελεστικό απόσπασμα» περιγράφει ο Ανδρέας στον Γιώργο Δουατζή. «Αποφάσισα να μην παραδοθώ και πήγα στην ταράτσα, πάνω από μια σοφίτα. Είχα ένα πιστόλι στο χέρι. Με βοήθησε ο γιος μου, ο Γιώργος, να ανέβω». Οι στρατιώτες πιάνουν τον Γιώργο, που τότε ήταν 15 χρόνων. Τον ρωτούν πού είναι ο πατέρας του και τον απειλούν πως θα τον σκοτώσουν, αν δεν τους αποκαλύψει πού κρύβεται. «Τότε σηκώθηκα, τους είπα “είμαι εδώ”, κρατούσα πιστόλι. Γύρισαν τα αυτόματα (προς εμένα) και μου είπαν “ή πηδάς ή σε πυροβολούμε”». Ο Ανδρέας οδηγείται στο Γουδί. Την επομένη μεταφέρεται στο ξενοδοχείο Πικέρμι. Στις 10 Μαΐου μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ, απομονωμένος από τους άλλους κρατούμενους.
Η σύζυγός του, Μαργαρίτα, είναι εκείνη που ξεκινά ένα διεθνή αγώνα για την αποφυλάκισή του. Οι ακαδημαϊκοί φίλοι του Ανδρέα στις ΗΠΑ κινητοποιούνται και πιέζουν τον πρόεδρο Lindon Johnson να πείσει το καθεστώς να τον απελευθερώσουν.
Έπειτα από οκτώ μήνες στην απομόνωση ο Ανδρέας αποφυλακίζεται, με αμνηστία που του παρείχε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, την παραμονή των Χριστουγέννων. Είναι καταπονημένος, έχει χάσει πολλά κιλά και, κυρίως, έχει επηρεαστεί η ψυχολογία του. Επισκέπτεται τον πατέρα του, ο οποίος βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Καστρί, και εκείνος τον συμβουλεύει να φύγει από τη χώρα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου περιγράφει τη νύχτα της απελευθέρωσής του στον Φρέντυ Γερμανό, το 1975: «Ήθελα να πάω στα μπουζούκια, γιατί χορεύω… Χορεύω ρεμπέτικο. (…) Και ήθελα να ζωντανέψω, όχι μόνο εγώ, αλλά και οι άλλοι. Και ήταν λιγάκι δύσκολο για εμένα να χορέψω, γιατί ήμουν εξαντλημένος από τη φυλακή. Αλλά το έκανα. Ήταν ωραίο βράδυ. Όμορφο, ζεστό» (η εκπομπή δεν προβλήθηκε ποτέ, αλλά αποσπάσματα παίχτηκαν στην εκπομπή Ενώπιος Ενωπίω, του Νίκου Χατζηνικολάου, στις 25 Ιουνίου του 1996).
Η εξορία, το Π.Α.Κ. και η επιστροφή
Στις 16 Ιανουαρίου του 1968 ο Ανδρέας αποχωρεί από την Ελλάδα. Το διαβατήριο –ουσιαστικά– της «εξορίας» του του το παρέδωσε ο ίδιος ο Στυλιανός Παττακός. Παρά το γεγονός πως θα μπορούσε να αφοσιωθεί στην ακαδημαϊκή του καριέρα εξολοκλήρου, αυτό που έχει στο μυαλό του είναι να ανατρέψει όσο το δυνατόν πιο σύντομα τη Χούντα. Σχεδόν αμέσως, σε συνέντευξη που παραχωρεί σε ξένους ανταποκριτές, ζητά από τη διεθνή κοινότητα να απομονώσει την Ελλάδα, για να ασκηθεί πίεση στη χουντική κυβέρνηση. Ακολουθεί μια περιοδεία σε ευρωπαϊκές πόλεις, με κατάληξη τη Στοκχόλμη, εκεί όπου ο Ανδρέας θα αναλάβει τη θέση του καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Είναι αποφασισμένος να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τους Συνταγματάρχες. Έτσι, ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.) και ταξιδεύει σε Ευρώπη και ΗΠΑ, προσπαθώντας να φέρει στη δημοσιότητα τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα. Στο πλευρό του τάσσονται διανοούμενοι διεθνούς ακτινοβολίας, ακαδημαϊκοί, αλλά και καλλιτέχνες, έχοντας ως αρωγό και τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία εκμεταλλεύεται την απήχηση που έχει ως σταρ παγκοσμίου επιπέδου.
Ένα δυσάρεστο γεγονός, όμως, για τον Ανδρέα θα γίνει η αφορμή για την πρώτη μαζική διαμαρτυρία εναντίον της Χούντας, εντός Ελλάδας. Ήταν στην κηδεία του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, στις 3 Νοεμβρίου του 1968, όταν 1 εκατομμύριο κόσμου συνόδευσε το «Γέρο της Δημοκρατίας». Ανάμεσά τους, όμως, δεν υπήρχε ο Ανδρέας, αφού η Χούντα δεν του έδωσε άδεια να παρευρίσκεται. Μόνο η Μαργαρίτα με το 16χρονο Γιώργο βρέθηκαν εκεί. Ήταν εκείνη που μετέφερε την άρνηση του Ανδρέα στο αίτημα των Συνταγματαρχών να γίνει η κηδεία «δημοσία δαπάνη».
Όταν η Χούντα πέφτει και εκείνος επιστρέφει στην Ελλάδα, ζει για πρώτη φορά την αποθέωση από το πλήθος που τον περίμενε, αποθέωση που θα ζήσει δεκάδες ακόμη φορές μέχρι το τέλος της ζωής του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο… υπήρχε πλημμύρα ανθρώπων» θυμάται η Μελίνα για την υποδοχή του Ανδρέα στο αεροδρόμιο, στα μέσα Αυγούστου του 1974. Παρότι οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου ζητούν από τον Ανδρέα να ηγηθεί του κόμματος του πατέρα του, εκείνος αρνείται. Είναι η στιγμή που θα διαχωρίσει εντελώς την πολιτική του σταδιοδρομία από εκείνη του πατέρα του. Παρόλο που θα μπορούσε να πάρει ένα κόμμα έτοιμο, που κουβαλούσε την κληρονομιά του πατέρα του αλλά και του ίδιου, προτίμησε να βάλει ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα της ζωής του. Εντέλει, η ιστορία τον δικαίωσε.
Ο άνθρωπος πίσω από τον ηγέτη
«Ήταν μοναχογιός και τον μεγάλωσε η μητέρα του. Όσοι έχουν γνώσεις ψυχολογίας γνωρίζουν πόσο διαφέρει από την ανατροφή σε μια μεγάλη οικογένεια. Υποθέτω πως ένιωσε απόρριψη από τον πατέρα του και επιζητούσε επιβεβαίωση» δήλωσε σε συνέντευξή του ο γιος του Ανδρέα, Νίκος, το 2007. Ο Ανδρέας προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τον πατέρα του, τον οποίο όχι μόνο αγαπούσε αλλά και θαύμαζε. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν επί της ουσίας το «καύσιμο» που κινούσε τον Ανδρέα στην ανηφορική του πορεία. Ήταν ένας άνθρωπος με πολλές αρετές, αλληλοσυγκρουόμενες πολλές φορές. «Είναι έξυπνος, είναι από τα μυαλά που λειτουργούν εκπληκτικά και από την άλλη είναι αθώος» τόνιζε η Μελίνα Μερκούρη σε μια συνέντευξή της. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν πως, επί της ουσίας, δεν είχε φίλους. Επιζητούσε πάντοτε ένα ακροατήριο, το οποίο προσπαθούσε να καθηλώσει. Σε συνέντευξή του στο Κλικ, ο Πέτρος Κωστόπουλος του τονίζει ότι «πολλοί υποστηρίζουν πως είστε άφιλος», για να απαντήσει εκείνος: «Όχι, έχω φίλους, και μάλιστα καμιά φορά ανθρώπους που ούτε οι ίδιοι δεν το ξέρουν. Αγαπώ τους φίλους μου, παρότι μερικοί με έχουν πικράνει». Στον αντίποδα, υπήρχαν και εκείνοι οι πιο πιστοί «Ανδρεϊκοί», που θεωρούσαν πως συγχωρούσε πολύ εύκολα εκείνους που τον πλήγωναν.
Έμεινε στην ιστορία για πολλά διαφορετικά πράγματα, άσχετα με την πολιτική και την οικονομία, όπως την αγάπη του για το ζεϊμπέκικο. Η αλήθεια είναι πως αγαπούσε τα ρεμπέτικα, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Τι κι αν στα 60s παρακολουθούσε από πολύ κοντά την άνθηση της τζαζ, με το «Strangers in the night» να είναι το αγαπημένο του κομμάτι. Ο ίδιος δήλωνε πως «τα πιο έντονα συναισθήματα του ανθρώπου, ο θάνατος, ο έρωτας, η μεγάλη χαρά και λύπη, μπορούν να εκφραστούν μονάχα στη γλώσσα σου».
Λάτρης της αμερικανικής λογοτεχνίας, κυρίως του Hemingway, αλλά και λογοτεχνών όπως ο Chandler και ο Hammett. Παραπονιόταν πως η πολιτική δεν του άφηνε χρόνο για να διαβάσει, αλλά όταν βρέθηκε στο Χέρφιλντ, διάβασε δύο βιβλία που του άρεσαν, την Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι του Milan Kountera και το Η Τέχνη του Χρόνου του Jean-Louis Servan-Schreiber. Αγαπούσε πολύ και τον κινηματογράφο, αλλά δεν πήγαινε στα σινεμά, «απλά γιατί θα χαλούσα τη διασκέδαση των άλλων ανθρώπων», οπότε έβλεπε ταινίες στο βίντεο.
Φυσικά, οι γυναίκες αποτελούν ένα ολόκληρο ανεξάρτητο κεφάλαιο στη ζωή του. Παντρεύτηκε τρεις φορές, αλλά σε όλη του τη ζωή θαύμαζε τις ωραίες και δυναμικές γυναίκες. Αρκετές φορές αυτός ο θαυμασμός εξελισσόταν σε κάτι περισσότερο. Συναισθηματικός και λάτρης των περιπετειών, ο Ανδρέας δεν δίστασε να αναγνωρίσει την εξώγαμη κόρη του στη Σουηδία, Αιμιλία Νίμπλουμ. Οι φήμες και οι αστικοί μύθοι ενίσχυαν το προφίλ του εραστή Ανδρέα που γοήτευε τις Ελληνίδες. Σε μια εποχή δύσκολη για εκείνον, τόσο πολιτικά όσο και από άποψη υγείας, δεν δίστασε να κάνει το περίφημο νεύμα στη Δήμητρα Λιάνη για να τη συστήσει στον ελληνικό λαό, κατά την επιστροφή του από το Χέρφιλντ. Το διαζύγιό του από τη Μαργαρίτα και ο γάμος του με την κατά πολύ νεότερή του Δήμητρα είχε μεγάλο πολιτικό κόστος, το οποίο δεν αρνήθηκε να επωμιστεί. Προτίμησε, όμως, να μην κρυφτεί. Για άλλη μια φορά.
Η γνωριμία με τη Μαργαρίτα
Το Φεβρουάριο του 1948, σε ένα οδοντιατρείο, γνώρισε τη Μαργαρίτα Τσαντ.
«Δεν περίμενα να γνωρίσω το μέλλοντα σύζυγό μου σε οδοντιατρείο. Κάναμε μια πολιτική συζήτηση. Τρέφαμε αμφότεροι μεγάλο ενδιαφέρον για τα διεθνή ζητήματα. Οπότε η έλξη ήταν αστραπιαία, λόγω του ότι μιλούσαμε στο ίδιο επίπεδο, με κοινή φιλοσοφική και ιδεολογική βάση. Ήταν πολύ γοητευτικός. Βγήκαμε έξω για δείπνο και χορό. Ήταν το πρώτο μας ραντεβού και μέχρι να επιστρέψω σπίτι ήμουν ερωτευμένη» θυμάται η Μαργαρίτα.
Σοφία Μινέικο: Ποια είναι η μητέρα του Ανδρέα και ποια η σχέση με την Έλενα Κούρκουλα
Η Σοφία Μινέικο ήταν πάντοτε μια από τις σταθερές στη ζωή του Ανδρέα. Προοδευτική, έξυπνη, ήταν πάντοτε παρούσα όταν ο γιος της την καλούσε. «Η Σοφία Μινέικο ήταν η κολόνα της οικογένειας. Ήταν εκείνη που έδωσε την παράδοση στην οικογένεια. Και τα παιδιά έτσι την έχουν νιώσει. Ήταν μια πολύ γενναία γυναίκα, πολύ ωραία γυναίκα και στην ψυχή της… και στα νιάτα της. Η Σοφούλα τής μοιάζει αρκετά. Στάθηκε στυλοβάτης της οικογένειας. Όταν η Μαργαρίτα –που τα μεγάλωσε με άριστο τρόπο– έλειπε, η Ελληνίδα γιαγιά ήταν πάντα εκεί» λέει για τη μητέρα του Ανδρέα η Αγγέλα Κοκκόλα, στενή συνεργάτις της οικογένειας Παπανδρέου, διευθύντρια του Iδιαίτερου Γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου επί σειρά ετών. Δυστυχώς η Σοφία Μινέικο δεν πρόλαβε να δει το γιο της πρωθυπουργό, αφού πέθανε στις 27 Αυγούστου του 1981, λίγους μήνες πριν από το θρίαμβο του ΠΑΣΟΚ.
Ο Φρέντυ Γερμανός έγραψε το βιβλίο Ακριβή μου Σοφία, όπου διηγείται τον έρωτα των δύο φοιτητών, του Γεωργίου Παπανδρέου και της Σοφίας Μινέικο, αλλά και τις ταραγμένες δεκαετίες του ’10 και του ’20. Το βιβλίο έγινε σειρά στην ΕΡΤ, με τον Γιώργο Κιμούλη στο ρόλο του Παπανδρέου και την Ελένη Κούρκουλα στο ρόλο της Μινέικο.