Έλειπα… Με ένα απελευθερωτικό πούλμαν, εξασφάλιζα άσυλο για λίγες ώρες στον εαυτό μου, από προβλήματα, τοξικότητα, κακία, ζόρια ανθρώπινα, μικρούλικα και μεγάλα. Σαν μέλος μια πολυπληθούς ροκ μπάντας, σαν γκρουπι μεγάλης ηλικίας, σαν μια άλλη, μέσα σε ένα άσυλο όπου τα κινητά δεν πιάνουν και όλα είναι δρόμος, άσφαλτος, εθνική οδός όλο λευκές λωρίδες. Το πρωί που πηγαίναμε περίμενα στα διόδια και όλα τα ενδεχόμενα έμοιαζαν ανοιχτά με το χωρίς ταυτότητα να παίζει στο χάσιμο μέσα στα χιλιόμετρα μιας Βαλκάνιας απεραντοσύνης, υποσχετικής από πάνω μου στον χάρτη. Νταλίκες κόρναραν και εγώ φόραγα τακούνια σε ανισόπεδο έδαφος. Ο οδηγός, ο κύριος Ανδρέας. Ο Άκης να μου ταχτοποιήσει την βαλίτσα. Μέσα, φίλοι. Δημοσιογράφοι, τεχνικοί. Όχι. Δεν τραγουδήσαμε Βουγιουκλάκη, «έχω ένα μυστικό», ούτε γιαούρτι πήραμε στο δρόμο, αλλά η μέρα ήταν σαγήνη.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ηταν πίσω μας πολύ η μαθητική ζωή με την ασεβή της αισιοδοξία. Όλο το πράσινο, απ την άκρη της Αττικής μέχρι την αρχή της Θεσσαλονίκης, άλλαζε τόνους και ακουμπούσε από την βαρύτητα του μαύρου στο απειλητικά χαρούμενο, τυφλωτικό κίτρινο. Οι τεχνητές λίμνες, μακάριες στην ακινησία τους. Η Κωπαΐδα όλο καρπό και ο Θεσσαλικός κάμπος, μονότονα στο μάτι, έφορος. Μπλε απ τις θάλασσες. Ο Πλαταμώνας και το κάστρο του, όγκος όμορφος πάνω ψηλά μας. Η σκιά του Ολύμπου και το καταφύγιο των διωγμένων προσωπικών θεών μας. Η Λεπτοκαρυά και κόσμος πολλής, γελαστός και θερμός και όλο αγκαλιές και σαν για λίγο εγχώριοι Κέρουακ, με υπόκρουση μουσική τη φωνή του Καζαντζίδη –τι άλλο;- τρώμε ντομάτες όχι από σουπερ μάρκετ αλλά από χωράφια, όλο μυρωδιά και ζουμιά.
Η Θεσσαλονίκη, κάποτε, σούρουπο, σαν φωτογραφία πειραγμένη στα μωβ της χρώματα. Στις πλατειές της, πρόσφυγες! Κάτι κοριτσάκια κατάξανθα πετούσανε χρωματιστά χαρτιά σκαρφαλωμένα σε ένα παγκάκι, ξεκαρδισμένα από ευτυχία που δεν θέλει ύλη και η μάνα με τη λευκή καλύπτρα στο κεφάλι της τους χαμογελούσε, ξεχασμένη για λίγο. Έχει ήλιο πια και είναι άλλη μέρα. «Ευτυχώς, που τους κάνει καλό καιρό» μου λέει ο οδηγός ταξί, σκεπτικός και εκείνος, «τις προηγούμενες μέρες έβρεχε και φύσαγε». Γλυκά τα βράδια, βόρεια, με πιο βαρύ το μαύρο, πιο πηχτό το σκοτάδι, ξορκίζονται με όλο φοιτητικές διαθέσεις. Παρέες. Γέλια καταπίνονται απ το μαύρο. Νέα στέκια. Έχω χρόνια να έρθω. Άλλαξαν οι γειτονιές της μόδας και το που μαζεύονται οι όμορφοι άνθρωποι, πια. Απόηχος ανεμελιάς. Ζωές χωρίς προβλήματα μοιάζουν, αλλά δε μπορεί θα χουν κι αυτοί ζόρια! Φαί στο Μόλυβο και στο Comunale. Ποτά στο δρόμο και στο μπαρ του ξενοδοχείου Grand Hotel Palace. Εδώ η αίσθηση αρχοντιάς και πολιτισμένης ατμόσφαιρας συναντά ερημικούς δρόμους γύρω του και ησυχία και ένα περίεργο τρένο να περνά τις νύχτες από κάτι ράγιες σακατεμένες σα να χει φέρει το τέλος του κόσμου. Η Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει ρότα αλλά το ξενοδοχείο δεσπόζει στην μοναδικότητα του.
Εκπομπές. Κόσμος. Χειροκροτήματα. Ζωντανές μουσικές. Σταρ τραγουδιστές. Ουρλιαχτά για την πυρακτωμένη Ελένη Φουρέιρα και για τους λατρεμένους των κοριτσιών, Βαγγέλη Κακουριώτη, τον Άρη, τον Τζίμη. Ιδρώτας και μπλεγμένα τακούνια στις σκάλες και κάπου κάπου ένα αεράκι ευλογημένο απ το Θερμαϊκό να μας ακουμπά στις πλάτες σα τόνωση και εγκαρδιότητα. Στο κοινό, η Αντα με τον καροτσάκι της να το χει σπρώξει η μαμά της, στην άκρη της σκηνής. Έχουν έρθει από την Νέα Μάκρη, ώστε να δει το κορίτσι μας από κοντά τον Μένιο, που είναι ο φίλος της, «το αγόρι μου» όπως μου λέει. Λίγο αργότερα μου σχηματίζει καρδούλες με τα χέρια της. Ένα κορίτσι άλλο, υπέροχο, μ αγκαλιάζει όταν με ρωτάει πως θα γίνει «ηθοποιός του θεάτρου» και απαριθμώ εκδοχές. Γυρνά πίσω, ενώ έχει φύγει και με φιλά με ένα μοσχοβιλιστό λεμονί φιλί. «Ευχαριστώ». Εγώ πιο πολύ. Παυσίλυπη επαφή ανθρώπων με φως στο κέντρο τους και το καλό τους. Δώρο απ τον έφηβο Γιώργο, ένα βραχιόλι όλο ματάκια – χάντρες μπλε. Το κοιτώ φορώντας το τώρα και του χαμογελάω.
Η Νανά μου, η φίλη μου, βάζει το χέρι αντήλιο πάνω απ το ουρανί της ματιάς για να συναντηθεί σε μυστικές συνεννοήσεις με το βλέμμα μου. Όταν όλα τελειώνουν η σιωπή είναι πνιγηρή και εκκωφαντική. Εκεί που υπήρχαν άνθρωποι πριν, εμείς, σα να τέλειωσε ένα μεγάλος γάμος. Σκηνή, φώτα, κονσόλες, ήχοι, ξεστήνονται. Το βαν φεύγει. Μικρόφωνα, ακουστικά, ενδοεπικοινωνίες μαζεύονται. Πάει κι αυτό. Τώρα νύχτα στο πούλμαν, η επιστροφή. Όλοι κοιμούνται και μια μοναξιά απλώνεται σαν δυσφορία γύρω μου. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια. Κοιτάω κοντά όσο οι προβολείς του λεωφορείου. Μπροστά μου, ένα αρκουδάκι απ αυτά που πετούν οι θαυμάστριες του στον Βαγγέλη Κακουριώτη και εκείνος τα χαρίζει σε ορφανά παιδιά. Το αρκουδάκι είναι λευκό και φορεί κόκκινο φιόγκο, ενώ με κοιτάει με γυάλινα, απαθή, στρογγυλά μάτια. Διαβάζω το βιβλίο μου, με σωσίβιο στο σκοτάδι τις λέξεις μου. Γραπώνομαι επάνω τους: «Σνοουντόνια. Στα μαύρα κατάβαθα του χειμώνα τρικυμιώδη κύματα σηκώνονται μέχρι τα πέρατα της γης. Θλιμμένα είναι όλα τα πουλιά κάθε εύφορης πεδιάδας…»… Δεν ταιριάζει! Σ. Ντ. Κρόκετ: «Μετά το χιόνι»… και όμως φτάνουμε… βλέπω τα διόδια των Αφιδνών με κόκκινα φώτα μπροστά… Το αρκουδάκι μου γυρνάει τη πλάτη…