Σταρ! Αφίσες ασπρόμαυρες, σε κοριτσίστικα δωμάτια! Χαρτάκια – καρτούλες – πορτρέτα σε τσιχλόφουσκες ροζ. «Τζένη Καρέ-ζη – Κώστας Κακα-βάς – Αλίκη Βουγιουκλά-κη φτου και τα φυ – λάς». Γειτονιές για κρυφτό και κυνηγητό, προεφηβείας, εις το όνομα των σταρ του σινεμά. Ενός σινεμά, βγαλμένο από Κατοχή, Εμφύλιο, Εξορίες, μονίμως αδικίες. Και το δικαίωμα στο όνειρο και στην ελπίδα. Η ανάγκη για παραμύθι μεγάλων, πως το κακό είναι πίσω, δεν θα εξαπολυθεί στον κόσμο ξανά και η καινούργια Ελλάδα, θα χει φερ φορζέ τραπεζαρίες σε βεράντες με μωσαϊκό, ψάθινα καπέλα θα φορά, μπικίνι και θα πηγαίνει στην θάλασσα τραγουδώντας. Ακόμα και στα εργοστάσια θα χορεύουν εκεί που δουλεύουν στις μηχανές χάλι – γκάλι, μικροί μεγάλοι. «Κορίτσιααα; Ο Μπάρκουλης!».
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Υστερία στα θηλέων, τα 8ταξια της εποχής. Ο πρώτος ζεν πρεμιέ, ο σταρ με το σουρ μεζούρ κοστούμι, την αριστοτεχνικά δεμένη γραβάτα πάντα, τα καλογυαλισμένα παπούτσια και μια υποψία φρέσκια κολόνιας να πλανάται στο πανί του σινεμά, όπως ένας γόης επιβάλλεται να φοράει. Τα θερινά με τα σποράκια! Οι χειμωνιάτικες αίθουσες με τις πρώτες προβολές! Οι κομμουνιστές εξορίζονται για άλλη μια φορά στη χωρά. Η δημοκρατία όλο νικά και κάθε τρεις και λίγο στραγγαλίζεται! Οι ποιητές βυθίζονται σε σκοτεινιές! Μα τα κορίτσια ερωτεύονται τον Ανδρέα, που ερωτευτεί την Αλίκη ή την Τζένη ή βυθίζεται σε πάθη και λαγνεία με την Μαίρη και την Ζωίτσα. Λεπτός, ευθυτενής, ψηλός, γελαστός, ευγενικός, δημόσιος, λευκός σαν μεγάλη οθόνη αυθαίρετης προβολής προσωπικών φαντασιώσεων και κάποτε ονειρώξεων! Ανοχύρωτος όπως όλα τα ινδάλματα. Σε ένα πάνθεον φτιαγμένο από σελιλόιντ και καλλιτεχνικές φωτογραφίες, δίπλα στο Νίκο Κούρκουλο, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκος Αλεξανδράκη, τον Γιώργο Φούντα, τον Κώστα Κακαβά, τον Αλκη Γιαννακά, τον Λάκη Κομνηνό, τον Φαίδωνα Γεωργίτση, τον Γιώργο Βουλγαρίδη, τον Γιάννη Βόγλη, τους ωραίους, αυτός ήταν ο πιο ευάλωτος σε εκείνη την λατρεία που σαρκοφαγεί το είδωλο της. Το στήνει σε ένα βάθρο και με ηδονή το γκρεμίζει, για να σηκώσει στη θέση του νέους θεούς, ποδοπατώντας ακόμα και τα κομματάκια του.
Εκείνος που έπαιζε τα καλά αλλά και τα κακά παιδιά, ο γαμπρός, αλλά και ο εραστής, η φαντασίωση τόσο της μαμάς, αλλά και της κόρης, μπλέκεται σε μια ιστορία ναρκωτικών. Εδώ δεν είναι Λος Άντζελας. Τα στούντιο δεν σκεπάζουν σκάνδαλα. Οι δικτατορίες καραδοκούν με κέρβερο να αλυχτά τα τρία κεφάλια: πατρίς – θρησκεία – οικογένεια! Ο Μπάρκουλης δεν ήταν αυτά! Ποτέ του! Ούτε τον ένοιαζε η μικροαστική μάλλον ηθική της καλής γυναικούλας που τον αγαπά και των παιδιών σαν καρτ ποστάλ ροζ εποχής που εύχεται ως «ενθύμιον»: «Ευτυχισμένον το νέον έτος 1967 ή όποιο τέλος πάντων της χουντικής εισβολής». Άλλωστε τη μέρα που γεννήθηκε, 4 Αύγουστου του 1936, ο πατέρας του Λυκειάρχης στον Πειραιά, με καταγωγή απ το Παρθένι Τριπόλεως, άφηνε την μάνα του, επίσης εκπαιδευτικό να γεννήσει μόνη της, για να αντισταθεί στην Μεταξική λαίλαπα. Μίλαγε στους γονείς του στον πληθυντικό. Όταν ψέλλισε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας του, ούρλιαξε το γνωστό για την εποχή «εγώ γιο πούστη δεν κάνω».
Ο Ανδρέας έφυγε απ το σπίτι. Νέος πολύ ηθοποιός, μετά τη Σχολή, παρουσιάστηκε μπροστά στο Κατράκη. Τον θαύμαζε τόσο, που τραύλιζε. Βγαίνοντας απ το ραντεβού κατουρήθηκε στην είσοδο του θεάτρου. Θεωρούσε τον εαυτό του «αναρχικό» στις παλιές συνήθειες και στη τέχνη του, αλλά με τον σεβασμό και τον θαυμασμό για κάθε πρόσωπο που είχε ταλέντο και ιστορία. Αγαπούσε τα γρήγορα, ανοιχτό αυτοκίνητα. Τις όμορφες γυναίκες, φανατικά. Την τζαζ μουσική και τα κολασμένα ακόμα τότε μπουζούκια. Τα φίνα ρούχα. Τη σαμπανιζέ ελαφριά, όλο φυσαλίδες νύχτα. Ήταν φίλος με τον Κώστα Κακαβά και σαν μεταξύ τους παιχνίδι φλερτάρανε τα ίδια κορίτσια, ενώ συνενωνόντουσαν πάντα για τους ρόλους, ποιος θα κάνει πίσω αν ήθελε ο άλλο κάποιον πολύ. Κάποτε, έρχεται αυστηρή η κοινή γνώμη, πριν την δικαιοσύνη. 3,17 γραμμάρια! Βρέθηκαν. Σκάνδαλο. Τα «φύτεψαν» ίσως; Ουρλιάζουν τα κεφάλια του Κέρβερου: τιμωρία. Πληρώνει εγγύηση! Φεύγει στην Αμερική. Ένας άλλος κόσμος.
Μια απεραντοσύνη και μια ευκαιρία για αρχή ξανά και ξανά και πάλι. Λάντζα. Μαγαζιά. Νύχτα. Τραγούδι. «Εγώ αυτά τα 3,17 γραμμάρια τα πλήρωσα. Κι αν έφτασα εντελώς στον πάτο, να μην ξεχνάτε, πως στο τέλος μονάχα τα σ… και οι φελλοί επιπλέουν…» λέει κάποτε. Έκανε παρέα κυρίως με αφροαμερικανούς. Είχε ελευθερία. Ούτε «κορίτσια ο Μπάρκουλης», ούτε αυτόγραφα, ούτε ηθικολογίες κακομοιριασμένες στη πλάτη του, ούτε η ζωή του σε μικροσκόπιο. Μετά τη χούντα γύρισε. Είχε πετάξει την περούκα από πάνω του και κάθε παλιό εαυτό. Οι ταινίες συνέχισαν όμως τον γόη Μπάρκουλη. Το κάθε σκάνδαλο, η κάθε ποινή, τιμωρία και αυτοεξορία σβήνονται υποσυνείδητα, μόλις φώναζε η τηλεόραση πια «Μαντάς! Μαντάς!» και εκείνος έπαιζε τάβλι, σταυροπόδι, πάνω σε διπλό κρεβάτι με την Τζένη Καρέζη, ντυμένη νύφη. Η πήγαινε διακοπές σε μια Αίγινα, σαν από παράλληλο σύμπαν, με μια αθώα Αλίκη, σαν όνειρο, όλα γαλήνια και αυτό με βλέμμα να στάζει μέλι.
Από όλους εκείνης της γενιάς, που έδωσαν υλικό να ερωτευτούμε, να γελάσουμε, να βουρκώσουμε, να κάνουμε γυμναστικές στο συναίσθημα σας, να αφεθούμε στο όμορφο ψέμα ενός ρομάντζο και στην «καληνύχτα» ενός happy end, ο Μπάρκουλης έμεινε πίσω. Να θυμίζει την Ελλάδα που φανταζόταν πως καλύτερες μέρες έρχονται και που είχε ανάγκη σταρ και έρωτες, εξ αποστάσεως, μεγάλης οθόνης. Τα κορίτσια έσωζαν ασφαλώς την παρθενιά τους, κοιτάζοντας τον μόνο στα περιοδικά και τα αγόρια τιμόντουσαν τα κοιτάγματα μπας και συγκινήσουν τα κορίτσια. Μετά, οι καιροί διπλωθήκαν σα ρούχα οφ σίζον. Ο Μπαρούτης στο χρόνο, είχε ένα βλέμμα σα να κοίταζε πια αθέατες εικόνες από μας, αφήνοντας σε δημοσιεύματα, αφιερώματα, φωτογραφίες αγνώριστες απ τον πιο τσαμπουκά πρωταγωνιστή μιας εποχής. Σε ένα καροτσάκι έστρεφε προς το φακό. Δημοσιεύματα πυκνά για την υγεία του. Μετά πάλι στο καροτσάκι. Αυτός, που έκοβε τις εξατμίσεις στα αυτοκίνητα, που λάτρευε τη ταχύτητα και τον αέρα! Τελευταίος απ όλους τους… Ας αναπαυθεί! Ας ξεκουραστεί, επιτέλους! Ας είναι ο σταρ, ο Ανδρέας Μπάρκουλης, για πάντα, κορίτσια…