Στην αρχή κάνανε πλάκα–μπούλινγκ για τη «σκυλέ», τάχα, χροιά της. Μετά άρχισαν και σέβονταν το ότι τα δικά της μαγαζιά είναι πάντα γεμάτα και ότι χαρίζει τα νυχτώματα της στους σερβιτόρους στις γιορτές. Μετά όλοι κατάλαβαν πως αυτή η σαν ξωτικό γυναίκα της νύχτας, αδιαφορεί και για τη γνώμη των ξενέρωτων και για το σύστημα το ίδιο! Και για αυτό το heavy metal κοινό την γουστάρει…
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Κορμί αλά Barbie σε φυσικό μέγεθος! Μαλλιά –εξτένσιον φυσικά της Ινδής ή της πεθαμένης- τόσο πολλά που θαρρείς που θα πάθει κάτι ο αυχένας της. Ντύσιμο; Ότι γυαλίζει, φεγγίζει, αστραφτεί, αποκαλύπτει πιο πολύ και εκκεντρικότητες, τύπου ένα παπούτσι ροζ, ένα μοβ! Όλα αυτά είναι η εικόνα, γιατί όταν ανοίγει το στόμα της αποκαλύπτεται μια θηλυκή γονιδιακή γραμμή με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Χριστοδουλόπουλο, την Γιώτα Λύδια, την Πόλυ Πάνου, στα hevy metal λαϊκά μονοπάτια, που δεν γυαλίζουν, φεγγίζουν, αστράφτουν, αλλά μόνο αποκαλύπτουν…
Η Πάολα Φωκά, ή Παγώνα Καραμήτσιου όπως είναι το κανονικό της όνομα, ή σκέτο Πάολα είναι γέννημα της εποχής της, αλλά κουβαλάει μνήμη από πανηγύρια, νομαδικές τσεργκάντζες και απενοχοποιημένη πίστα, που μεθάει στον αμανέ. Και «απόψε θα γίνει της πουτάνας» που λέει όταν κάνει είσοδο για το πρόγραμμα της και την μαλώνει η μάνα της, μετά…
Θεσσαλονίκη. Συκιά Χαλκιδικής. Η Πάολα γεννήθηκε μόλις το 1982, από γονείς μουσικούς. Το κλαρίνο στην ζωντανή ακόμα, πρωταγωνιστική θέση, το μπουζούκι, τα φωνητικά γυρίσματα και το σμίξιμο του δημοτικού – παραδοσιακού μας τραγουδιού με το λαϊκό τραγούδι, ήταν η καθημερινότητα του παιδιού. Βάλε και το κορίτσι που δοκίμαζε τακουνιά –όπως κάνουν όλα τα κοριτσάκια και μερικά αγοράκια κάποτε- και είχε υλικό για ντίβα που απ τα 14 της ήδη, έκανε εμφάνιση στις πίστες και στα μπουζούκια. Έβγαινε ο μικρός ο άνθρωπος, με την εφηβεία να κάνει υπερέκκριση γενναιοδωρίας στις ορμόνες και ξαφνικά σήκωνε μια φωνή βαρύτιμη, βραχνή, γεμάτη κούραση ζωής και σοφία πεζοδρομίου, όλο καψούρα και απογοήτευση και θαρρούσε το κοινό πως έβλεπε σόου εγγαστρίμυθου!
Και είναι τόσο παράξενα κόντρα η εξωφυλλική, κουκλοειδης εικόνα της Πάολας με την φωνή της, την τόσο αυθεντικά, σπάνια, δυσεύρετα λαϊκή, που λες και στο επόμενο γύρισμα θα αυτοπυρποληθεί στα ντέρτια της, που έρχεται και σου κάνει εμβόλιο προσήλωσης στο άκουσμα της. Παράξενο πράγμα. Μεγαλωμένη λοιπόν, στις νύχτες, στα κλαρίνα και στα μπουζούκια, απενοχοποιημένη απ την λαϊκότητα της, χωρίς να θέλει να γίνει Μπιγιονσέ, Τζενιφερ Λόπεζ, Ριάνα, ή Μαντόνα αλλά μια Σωτηρια Μπέλλου –χωρίς βέβαια τη λιτότητα της φωνής- εντελώς κορμάρα. Ακόμη και τα μοντελάκια που φοράει στις φωτογραφήσεις της, ή πάνω στην πίστα, τα όλο σκισίματα, διαφάνειες, παράξενες τρύπες, ξώπλατα ιλιγγιώδη, τα φοράει με μια χαρά παιδική, σαν έφηβη που την αφήνουν να ντυθεί μεγαλίστικα χωρίς να ξέρει ούτε το πώς, ούτε το μύθο της κομψότητας.
Πρόσφατα την έβλεπα στα MAD να τραγουδάει «Θεός αν είναι», Μπρέγκοβιτς και Νικολακοπούλου.
Η φωνή ήταν βαλκάνια, ήταν σαν το πέπλο της χαμένης νύφης πάνω απ τον λασπωμένο καταυλισμό, «στον καιρό των τσιγγάνων» του Κουστουρίτσα. Ήταν αδιάφορη για ωδεία και κανόνες, που αναπαράγουν γεροντοκορισμό, αλλά φλεγόταν απ την ανάγκη να φωνάξει τη μοναξιά της, το σπαραγμό της, την τρύπα που χάσκει σαν αλήθεια. Για αυτό και συγχωρήθηκε αμέσως το στράπλες λαμέ που άστοχα τόνιζε τον παραγμό της. Ακόμη και το μπαλετάκι συγχωρήθηκε που κάτω απ τα καλλίγραμμα πόδια της χόρευε με μπατμάν τον ένθεο στίχο – ρήμαγμα, «χιλιάδες άγγελοι με τ’ άσπρα κλωνάρια λησμονιάς μοιράζουν κι από το σώμα μου σαν άστρα παιδιά δικά σου ανάσες βγάζουν»…