Την έβλεπα στον Πρωινό Καφέ, την άκουγα κάποτε στον Kiss Fm, την ήξερα στον χώρο, απ την εποχή του New Chanel, τότε που οι «γραφιάδες» δεν θέλαμε την τηλεοπτική δημοσιογραφία, γιατί δε την βρίσκαμε ποιοτική –τρομάρα μας! Χαμογελούσα μόλις την έβλεπα γιατί νόμιζα πως ένα παιδί μες στη χαρά της ζωής, χωρίς σκοτούρες και σύννεφα πάνω του. Ομορφη, φωτεινή, με μια αυθάδεια αθώα στο μουτράκι της, ασχολιόταν με κοριτσίστικα ροζ πράγματα, που ως κοινό της με ξεκούραζαν και είχε και αυτή την αγάπη για την μουσική που με συγκινούσε. Κάποτε άκουσα από κάποιον για τη νευρική ανορεξία. Υποτιμώντας την σκοτεινιά της αρρώστιας νόμιζα πως θα ναι κάτι παροδικό. Μετά για χρονιά ζήσαμε όλο αυτό, με τη Νανά να λιώνει μπροστά στα μάτια μας σε φωτογραφίες στο face book και από κάτω βροχή τα αμήχανα like, όχι από πρόθεση πιστεύω, αλλά από παραλυτικό μούδιασμα ψυχής.
Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
Μιλάγαμε. Διαβάζει πολύ τελευταία. Κείμενα στο διαδίκτυο αλλά και βιβλία, με μια αγωνία να μάθει. Μιλάγαμε. Έβλεπα την αγωνία της, όπως τόσων άλλων, όπως όλων μας, για μια δουλεία με αξιοπρέπεια. Δεν έβρισκε. «Έχε το νου σου. Ότι ακούσεις!». Μου έστειλε ένα βιογραφικό της. Και όλα αυτά με γέλιο πάντα, λες και κορόϊδευε την ανεργία, τις απληρωσιές, τις κλειστές πόρτες, τους εσωτερικούς της γκρεμούς και την αρρώστια που άπλωνε σα φάντασμα, σα στοιχείο, τα σκεβρωμένα δάχτυλα της πίσω, διαρκώς για να τη γραπώσει.
Μαθαίνω απ τον Νάσο Γουμενίδη, πως είναι στο Γεννηματάς. Δεν υπάρχει εντατική γιατί δεν κάνουν πια προσλήψεις σε προσωπικό. Αυτοί που έχουν απομείνει με τις άσπρες μπλούζες, παλεύουν με κόστος ψυχής και σώματος να την κρατήσουν στη ζωή, διαμορφώνοντας ένα δωμάτιο σε ολόκληρη μονάδα. Οι νεφροί λέει και οι πνεύμονες δε λειτουργούν. 28 κιλά είναι. Και ανήσυχοι. Στο πλευρό της, σακατεμένος από αγωνία, ο αδελφός της. «Καλύτερα πάει. Δεν είναι ανήσυχη» έλεγε εχθές. Ξέρω πως τα παιδιά όλων των ανθρώπων δίνουν μάχες έξω από εντατικές, χωρίς μια πατρίδα να κάνει τίποτα για να τα σώσει, με την απελπισία να γραπώνει κάθε ίχνος της ζωής, όμως, να, για τη Νανά νιώθω κιάλλο τύψεις! Για τη δουλειά που δε βρέθηκε, για το χρόνο που δεν της δώσαμε, για την αδικία που δέχθηκε, να θεωρηθεί αυτή η ύπουλη ασθένεια, η ψεύτρα, η δαγκανιάρα, η μοχθηρή ως life style νόσος που δε μας αφορά. Η στρεβλή εικόνα για την εμφάνιση, η εκδίκηση και η καταδίκη του σώματος, η τιμωρία του, η αργή, οδυνηρή, βασανιστική αποσύνθεση του, χωρίς το ίδιο το πρόσωπο να δίνει χάρη στο αυτό – καταδικασμένο «εγώ». Υπάρχουν ειδικοί, επιστήμονες, εκπαιδευμένο προσωπικό. Να είναι εκεί, όταν όχι η μόνο η δικιά μας Νανά έχει πρόβλημα, αλλά όλα τα παιδιά που δεν αγαπούν τον εαυτό τους, κινδυνεύουν να χαθούν από την ύπαρξη, λιώνοντας στον επάνω κόσμο.
Με πολύ βαριά, ασήκωτη καρδιά, σιδερένια σχεδόν, λέω πως η Νανά θα τα καταφέρει και αυτή τη φορά. Αγωνίζεται χρόνια. Θα δώσει άλλη μια μάχη. Θα επιστρατεύεσαι όλες της τις δυνάμεις τις εσωτερικές. Θα τα καταφέρει. Έλα, Νανά, έλα…