Σχεδόν δύο μήνες τώρα, ο Ασημάκης Κατσούλας αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας, προσπαθώντας να βρει τους ρυθμούς μιας κανονικής ζωής στην Παλλήνη. 45 ετών σήμερα, έζησε σχεδόν 24 χρόνια πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Από τον Κορυδαλλό στις φυλακές της Λάρισας, από εκεί στο Μαλανδρίνο και στη συνέχεια στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς. Ο νόμος ορίζει ότι οι καταδικασμένοι σε δύο φορές ισόβια και ποινή κάθειρξης 10 ετών μπορούν να αποφυλακιστούν υπό όρους με προϋποθέσεις εάν έχουν εκτίσει 22 χρόνια κάθειρξης.
Ο Κατσούλας κάθισε επιπλέον δύο χρόνια στη φυλακή, αφού οι πρώτες αιτήσεις του δεν ευδοκίμησαν. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών είπε «όχι» στην τελευταία αίτησή του και εκείνος προσέφυγε στο Συμβούλιο Εφετών για νεότερη κρίση. Οι ανώτεροι δικαστές, έχοντας στα χέρια τους μια θετική πρόταση, καθώς και το γεγονός ότι δεν είχε παραβιάσει καμία από τις 32 άδειες που είχε λάβει, αποφάνθηκαν ότι μπορούν να του δείξουν τον δρόμο προς την ελευθερία.
Στο θετικό για τον κρατούμενο σκεπτικό τους έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι δεν είχε εις βάρος του κανένα πειθαρχικό παράπτωμα, όπως και ότι είχε δίπλα του υποστηρικτικό περιβάλλον: τους γονείς του, που όπως λένε πηγές των φυλακών, έχουν δώσει τη ζωή τους για να κρατηθεί όρθιος ο γιος τους. Επιπλέον, ο ώριμος πλέον άνδρας είχε στο ενεργητικό του περισσότερα από 5.000 μεροκάματα, απασχολούμενος σε πολλά πόστα μέσα στις φυλακές.
Από το ζαχαροπλαστείο και τις καλλιέργειες μέχρι την κτηνοτροφία. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, λέγεται ότι βρισκόταν σε καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ήταν στο μαντρί το οποίο βρίσκεται έξω από τις φυλακές. Σύμφωνα με πληροφορίες, όμως, ένα ακόμη στοιχείο φαίνεται ότι λειτούργησε θετικά στο να πει το συμβούλιο «ναι» στην αποφυλάκισή του. Το γεγονός ότι ο κρατούμενος είναι μνηστευμένος και διατηρεί αυτήν τη σχέση για πολλά χρόνια.
-Ο δημοσιογράφος Βασίλης Γούλας ετοίμασε ένα πολύ καλό ρεπορτάζ για την εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ και σας το παραθέτουμε. Αναφέρεται στη νέα ζωή του Ασημάκη Κατσούλα και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
Η αντρική φιγούρα που βγήκε γρήγορα από τη διώροφη μονοκατοικία στην Παλλήνη, μπαίνει μέσα στο ασημί, χαμηλού κυβισμού αυτοκίνητο, που βρίσκεται παρκαρισμένο στο δρόμο μπροστά από το σπίτι. Ο ήχος της πόρτας του οχήματος που έκλεισε με θόρυβο έσπασε για λίγα δευτερόλεπτα τα μονότονα ακούσματα από τις ψιχάλες της βροχής που έπεφταν δυνατά σε δρόμους και σπίτια. Ο άνδρας τα χαρακτηριστικά του οποίου καλύπτονται από την κουκούλα του μπουφάν, βάζει μπροστά τη μηχανή.
Το ασημί αυτοκίνητο φεύγει, από τη στενή οδό, κατηφορίζοντας τον δρόμο που στην ευθεία του πέφτει στον κεντρικό της Λεωφόρου Λαυρίου. Περνά το φανάρι και κάνει δεξιά στον κεντρικό. Μετά από λίγα μέτρα ανεβαίνει το πεζοδρόμιο και παρκάρει στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του καταστήματος. Η πόρτα ανοίγει και η αντρική φιγούρα με το μπουφάν κατευθύνεται γρήγορα στο μαγαζάκι με τα ψιλικά και τα τσιγάρα. Ακόμη και σήμερα που αναπνέει τον αέρα της ελευθερίας έπειτα από 23 χρόνια στη φυλακή, ο Ασημάκης Κατσούλας είναι ένα πρόσωπο που πολλοί κάτοικοι της Παλλήνης δεν θέλουν να ξέρουν ότι υπάρχει. Κι όμως ο άνθρωπος που καταδικάστηκε γιατί με τους συνεργούς του βίασε και σκότωσε δύο γυναίκες βρίσκεται ανάμεσά μας.
Είναι πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσει κάποιος και γι’ άυτό ίσως περνά απαρατήρητος. Ελάχιστοι ίσως τον καταλάβουν και αυτό κοιτώντας τον επίμονα με μεγάλη προσοχή. Γιατί ο χρόνος είναι ο μόνος που έχει επιβάλλει τα δικά του σημάδια πάνω στον άλλοτε «μαύρο άγγελο» όπως τον είχαν χαρακτηρίσει τα ΜΜΕ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν έγινε γνωστή η δράση του. Τα άσπρα μαλλιά και τα παραπανίσια κιλά αποτελούν το φυσικό «καμουφλάζ» του Ασημάκη Κατσούλα, που πλέον μπορεί ανενόχλητος και με τη βούλα του νόμου να κυκλοφορεί ελεύθερος στις γειτονιές της Παλλήνης.
Φυσικά δεν ξέρουμε αν ο χρόνος που ο 45χρονος έμεινε έγκλειστος στη φυλακή άλλαξε- εκτός από το σώμα του- και την ψυχή του γιατί μονάχα ο ίδιος γνωρίζει αν πραγματικά έχει μετανοήσει και έχει απεγκλωβιστεί από το εγκληματικό παρελθόν του ή παραμένει ακόμη δέσμιος των εμμονών και των ψυχώσεων του που τον έφθασαν στο σημείο να σκοτώσει δύο αθώες ψυχές εις το όνομα του εωσφόρου.
Η βόλτα του την περασμένη εβδομάδα ήταν σύντομη. Από το σπίτι στο ψιλικατζίδικο και επιστροφή στο σπίτι του. Εκεί που ζει τις τελευταίες ημέρες μετά την αποφυλάκισή του. Η μικρή έξοδος από την ασφάλεια που του παρέχει το πατρικό του, είναι η καθημερινή συνήθεια του 45χρονου Ασημάκη Κατσούλα, ο οποίος λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι και ενώ η βροχή που έπεφτε μέχρι εκείνη την ώρα είχε περιορίσει σημαντικά την έντασή της, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε για το μικρό κατάστημα με τα ψιλικά. Ντυμένος με φούτερ παντελόνι και μπουφάν δεν κάθισε πάνω από πέντε λεπτά μέσα στο κατάστημα. Αφού αγόρασε αυτά που ήθελε, μπήκε στο αυτοκίνητό του ακολουθώντας τη γνωστή για εκείνον διαδρομή μέχρι το σπίτι. Δεν σταμάτησε πουθενά, στο διάβα του.
Από τους λιγοστούς περαστικούς που βρίσκονταν έξω από το μαγαζί που σταμάτησε ο Ασημάκης Κατσούλας, δεν έδωσε σημασία στον ασπρομάλλη άνδρα. Άλλωστε είναι αρκετά δύσκολο να τον αναγνωρίσει κανείς.
Από το 1993 που πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι των φυλακών μέχρι και σήμερα ο Ασημάκης Κατσούλας είχε καταφέρει να παρουσιάζεται ως υπόδειγμα κρατουμένου, παρόλο που υπήρξαν αρκετές φορές κατηγορίες εναντίον του για περίεργη και παραβατική συμπεριφορά. Πάντα τη γλίτωνε παρουσιάζοντας τις κατηγορίες αυτές ως σκευωρίες εκείνων που ήθελαν να τον βλάψουν ώστε να μην απολαμβάνει τις ημέρες αδειών που είχε δικαίωμα να παίρνει ως κρατούμενος.
Πλέον οι δικαιολογίες αυτές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον 45χρονο, αφού η οποιαδήποτε βάσιμη κατηγορία εναντίον του, σήμερα που είναι ελεύθερος, ίσως τον καταδικάσει και πάλι, πράγμα που σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε. Για το λόγο αυτό οι λιγοστές βόλτες του στην περιοχή είναι πολύ προσεχτικές ενώ όπως έχει αποφασίσει το Δικαστήριο που τον αποφυλάκισε δίνει το παρών στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής, δυο φορές το μήνα. Εκείνος που θα αποδείξει πως η αλλοπρόσαλλη παραβατική συμπεριφορά που έδειξε πριν από 23 χρόνια ο Ασημάκης Κατσούλας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί είναι ο χρόνος. Και αν στην περίπτωση του Μανώλη Δημητροκάλη και της Δήμητρας Μαργέτη, ο χρόνος- τουλάχιστον μέχρι σήμερα- έχει αποδείξει πως μετανόησαν και «ελευθερώθηκαν» από το σκοτεινό παρελθόν τους, για τον Ασημάκη Κατσούλα είναι ακόμη πολύ νωρίς για να κριθεί.
Το χρονικό των «σατανιστών της Παλλήνης»
Στις 27 Αυγούστου 1992, ο Ασημάκης Κατσούλας, ο Μάνος Δημητροκάλης και η Δήμητρα Μαργέτη οδήγησαν την 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου, για να την προσφέρουν θυσία στον σατανά. Την έγδυσαν, της φόρεσαν χειροπέδες, την έβαλαν να γονατίσει, κρατώντας ένα κερί και την χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι. Όταν διαπίστωσαν ότι η ανήλικη δεν είχε πεθάνει, την στραγγάλισαν και μετά ασέλγησαν στο άψυχο κορμί της. Στη συνέχεια περιέλουσαν το πτώμα της με βενζίνη και το έκαψαν. Προκάλεσαν μάλιστα και πυρκαγιά στο δάσος του Υμηττού.
Έναν χρόνο αργότερα, η ομάδα των νεαρών σατανιστών αποφάσισε να ξαναχτυπήσει. Τη Μεγάλη Τετάρτη του 1993, στα χέρια τους έπεσε η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών και καμαριέρα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Η γυναίκα επέστρεφε στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά, όταν οι Κατσούλας και Δημητροκάλης, υποδυόμενοι τους αστυνομικούς, της ζήτησαν να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο του Κατσούλα. Την οδήγησαν σε ερημικό σημείο στο Κορωπί, όπου τις πέρασαν χειροπέδες στα χέρια, την έγδυσαν και την βίασαν. Στη συνέχεια ο Κατσούλας της πολτοποίησε το κεφάλι με μία πέτρα, για να μην αναγνωρίζεται…
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1994, οι τρεις νεαροί σατανιστές, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και αφού ασκήθηκε εις βάρος τους ποινική δίωξη απο τον εισαγγελέα Πλημελλειοδικών, οδηγήθηκαν στον 19ο τακτικό ανακριτή για την απολογία τους. Ο Κατσούλας, στην εξάωρη απολογία του, προσπάθησε να διαψεύσει τις μαρτυρίες των συγκατηγορουμένων του, που τον υποδείκνυαν ως «εγκέφαλο» της συμμορίας, υποστηρίζοντας πως ο ίδιος εκτελούσε απλά εντολές. Εδωσε στον ανακριτή τα ονόματα πέντε επιπλέον ανθρώπων, διευρύνοντας έτσι το κύκλωμα των σατανιστών.
Ο Δημητροκάλης με τη σειρά του υποστήριξε ενώπιον του ανακριτή ότι υπήρξε θύμα του Κατσούλα, ο οποίος τον πίεσε ψυχολογικά. Ομολόγησε την ενοχή του για το πρώτο έγκλημα, αυτό της 14χρονης Θ. Συροπούλου και μιλώντας στους δημοσιογράφους, δήλωσε μετανιωμένος για τις πράξεις του. Η 18χρονη Μαργέτη, η οποία κατά τον συνήγορό της υπήρξε το τρίτο μεγάλο θύμα, πέρα από τις δύο δολοφονημένες γυναίκες, υποστήριξε και αυτή πως είχε πέσει θύμα ψυχολογικού εξαναγκασμού του Κατσούλα.
Οι τρεις τους κρίθηκαν προφυλακιστέοι ύστερα από ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα, ως άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια, για την πρόληψη τέλεσης αδικημάτων από μέρους τους και ως ύποπτοι φυγής. Οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, ύστερα από παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελιοδικών στις 8 Ιουνίου 1995.
Την 1η Ιουλίου 1995 το δικαστήριο καταδίκασε τον Ασημάκη Κατσούλα σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη και πρόσκαιρη κάθειρξη 12 ετών και 10 μηνών. Επίσης, τον Μάνο Δημητροκάλη σε δύο φορές ισόβια και πρόσκαιρη κάθειρξη 9 ετών και 10 μηνών. Η Δήμητρα Μαργέτη καταδικάστηκε σε κάθειρξη 17 ετών και 4 μηνών για απλή συνέργεια σε κάθε μία από τις ανθρωποκτονίες και αρπαγή ανηλίκου. Το μόνο που της αναγνωρίστηκε ήταν η ελαφρυντική περίσταση της μετεφηβικής ηλικίας.
Δημητροκάλης και Μαργέτη έχουν ήδη αποφυλακιστεί, αλλά ο Ασημάκης Κατσούλας παρέμενε μέχρι σήμερα φυλακισμένος στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς στα Χανιά.