Τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Του 20ου! Ενός αιώνα που όταν δεν πολεμούσε σε αιματηρούς, βάναυσους παγκόσμιους πολέμους, βάφτιζε την ανεμελιά του με παραμυθένιας αίγλης ονόματα: η νωχελική τρυφηλότητα της bell epoch, το «Leave you troubles outside! So – life is disappointing? Forget it! We have no troubles here! Here life is beautiful…» των καμπαρέ της ηδονικότητας, του εφήμερου, της ηδυπάθεια και τέλος πριν τον ακήρυχτο Γ’ Παγκόσμιο Οικονομικό Πόλεμο, το κυνήγι της άκριτη επιδίωξη της ευδαιμονίας και της φευγαλέας αίσθησης της ικανοποίησης. Top models, ακριβά ναρκωτικά, ντίσκο και κλαμπ με όλα να λάμπουν, σπίτια φαραωνικά, σκάφη, σπάταλες διακοπές, αποθέωση του μέτριου στην καλύτερη και συμφιλίωση με το πρόστυχο στην κανονικότητα του. Lifestyle.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Πως σκόρπισε το γκλίτερ!
Ήταν το ενδεχόμενο να έρθει το σκοτάδι που έκανε την ημέρα τόσο λαμπρή-Στίβεν Κινγκ
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ακόμα και στην gossip του εκδοχή έπαιζε ρόλους καμένων μυαλών παραλόγων “ολόχρυσων” παιδιών, που θα μπορούσαν να τα έχουν όλα. Άλλωστε, το τρίπτυχο χρήμα – νιότη – ομορφιά ήταν το ζητούμενο μιας ξενυχτισμένης νεότητας που γέρασε νωρίς όσο και να κρύβεται πίσω από νυστεριές. Όλα γλέντι. Ανερυθρίαστο, ενοχοποιημένο, με κάθε κόστος, με επιδιωκόμενη άγνοια του τι πραγματικά συμβαίνει στο κόσμο, με έλλειψη κάθε έγνοιας για ένα μέλλον σαν αυτά απ τις ταινίες φαντασίας, όπου περιπλανώμενοι επιζήσαντες χωρίζονται απ τους πλούσιους που τους χρησιμοποιούν μόνο ως παιχνίδια τους! Στη ταινία «Τα παιδιά των ανθρώπων» αντίπαλες εθνικιστικές φατρίες αλληλοσκοτώνονται, οι φτωχοί απομονώνονται σε γκέτο και γίνονται εκκαθαρίσεις πληθυσμών με κάθε πρόσχημα. Στο Gattaca μόνο οι ελεγμένοι γενετικά ως τέλειοι έχουν δικαιώματα στη ζωή. Στο αριστουργηματικό «1984» -σε λογοτεχνία και σινεμά- όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται κάτω από τον ζυγό ενός απολυταρχικού καθεστώτος, νομίζοντας πως είναι ελεύθεροι, ενώ παρακολουθούνται στενά και δεν έχουν ψήγμα ιδιωτικού βίου. Τέλος πάντων, έτσι κάπως φανταζόμαστε το μέλλον μας, πια, με την βεβαιότητα πως το κακό είμαστε, η συντέλεια του κόσμου μας, είμαστε εμείς! Έτσι το παλιό lifestyle, με τα ξέφρενα πάρτυ και τις ιλουστρασιόν χλιδές, μοιάζει σαν αυτό που λέει ο Κινγκ, τόσο λαμπερό, απ το ενδεχόμενο να έρθει το πιο βαθύ σκοτάδι. Εμείς το ζήσαμε; Ω! Ναι… Σαν κακέκτυπο και επαρχιώτικο μιμητισμό.
Το περιβάλλον; Μια αιωνία ομορφιά σε μια χώρα αρχαία, τόσο ωραία, που να σου φέρνει δάκρυα στα μάτια η ειδυλλιακότατη της. Ποιος την κοίταζε όμως; Στις άκρες των βράχων πάνω απ το μπλε, αιωρούνται ασελγείς πισίνες και τα βράδια δεν ακούγονται στα νησιά οι θόρυβοι του καλοκαιριού, αλλά σουξέ απ τα υπαίθρια σκυλάδικα. Όλα είχαν –και έχουν ενιότε- ανάγκη για είδωλα και ιλαρότητα και σαμπανιζέ ελαφρότητα! Τα ινδάλματά της γυρνούν με σκάφη το Αιγαίο και το Ιόνιο, κάνουν πάρτι στις ακρογιαλιές κάτω απ’ τα ασημί του δεύτερου φεγγαριού τον Αύγουστο, τρώνε και πίνουν στα κοσμικά ρεστοράν, πάντα διαίτης, ψωνίζουν στη Γλυφάδα, στο Κολωνάκι και στην Κηφισιά, ζουν στην Εκάλη και στο Κεφαλάρι – εκτός απ’ τις τραγουδίστριες που προτιμάνε την παραλία.
Ακόμη πάνε σε πρεμιέρες, με το κοινό να απουσιάζει και να ’ναι μεταξύ τους, σαν σε νησίδες καλοντυμένης Σπιναλόγκας. Αυτοφωτογραφίζονται για τα δικά τους social media και, αν είναι τυχεροί, μπορεί να μπουν σε κάποιο απ’ τα περιοδικά που επιμένουν να κυκλοφορούν με πληθώρα χωρητικότητας σε τετραγωνάκια κακοφωτισμένων διάσημων οπισθίων.
Κάπου-κάπου κάνας γάμος, πάντα «της χρονιάς», που θα παίξει στις ειδήσεις ως «Χίλιες και μια νύχτες θύμιζε η τελετή», κάποια βάφτιση με ευτυχισμένους γονιούς να ποζάρουν συγκινημένοι δίπλα σε πλούσιους και ισχυρούς της εξουσίας, αυτοί, οι ταπεινοί διασκεδαστές της -γεροντικής συνήθως- άνοιάς τους. Και εμείς; Το κοινό; Να χαζεύουμε τις ζωές των άλλων, «με το καλό κάρμα» του ταλέντου, ή της ομορφιάς ή έστω της τύχης να βρεθούν στο σωστό μέρος, τη σωστή εποχή, με τα σωστά άτομα. Ζούμε το «φάτε μάτια ψάρια», κυριολεκτικά, μαθαίνοντας αν έφαγε τσιπούρα ή κωλοχτύπα η τάδε ανθυποστάρ της τηλεόρασης, που το επίτευγμά της είναι να χορεύει σε κάποια εκπομπή σαν κουρδιστό παιχνιδάκι (τα θυμάστε εκείνα τα λούτρινα μαϊμουδάκια που ’χαμε μικρά και που μόλις τα κούρδιζες βαρούσαν κάτι πιατίνια με μανία;), που ούτε κονσέρβα τόνο προσφορά απ’ τα σούπερ μάρκετ δεν παίρνουμε πια.
Χαιρόμαστε που κάνει ψώνια η κάθε Μενεγάκη -που-ποτέ-δεν-θα γίνει-Ιφιγένεια των ΜΜΕ!- για να ζήσει η αγορά σε καλλυντικά, είδη ρουχισμού ή κοσμήματα στην Κηφισιά και στη Μύκονο, όταν η μέση Ελληνίδα, πια, θυμάται τα αρώματα με διάθεση λυγμών. Κι όμως, τα βλέπουμε στις τηλεοράσεις, τα διαβάζουμε στα περιοδικά ή στις αντίστοιχες σελίδες των εφημερίδων, τα κλικάρουμε πρώτα στο διαδίκτυο! Γιατί το life style, προφανώς, ποτέ δεν πεθαίνει, όσο και αν τα είδωλά του, οι κατασκευές του, του σχεδόν ταλέντου, σχεδόν χαρίσματος, σχεδόν ικανοτήτων αλλά παχυλών σε μισθούς επιτευγμάτων, είναι πια αντικατοπτρισμοί που διαλύονται θλιμμένα.
Γιατί τα μπουζούκια δεν γεμίζουν πια και οι αλαζονικοί σταρ, που θεωρούσαν την Ιερά Οδό Λας Βέγκας και τον κάθε Βαλάντη Έλβις Πρίσλεϊ, δεν γεμίζουν πια. Γιατί στην τηλεόραση τα σίριαλ, που έκαναν βιομηχανική παράγωγη εξωφύλλων για νέους, απαίδευτους ηθοποιούς, δεν γίνονται και, αν γίνουν, δεν πληρώνουν! Και πώς να είσαι σταρ- πρωταγωνίστρια όταν δεν έχεις ψιλά ούτε για το λεωφορείο να φτάσεις στα γυρίσματα;
Γιατί η τηλεόραση, αφού βάλει τους λαμπερούς –απ’ τις λευκάνσεις δοντιών και τις θήκες αλά ιστορικού Βλαντ Τσέπες, σαν κινηματογραφικού Δράκουλα, πριν ανασκολοπίσει κάνα τάγμα μισθοφόρων του Σουλτάνου!- της παρουσιαστές, ξεχασμένους ή επίκαιρους, να χορέψουν τσάτσα, να μιμηθούν κακά τη Μονρόε, να πατινάρουν στον πάγο, ή να τραγουδήσουν φάλτσα καψουρο-αμανεδο- ποπ επιτυχίες και αφού τους διασύρει βαθμολογώντας τους, τα καλά παιδιά της μπορεί και να τα ανταμείψει με κάνα πανελακι κακοπληρωμένο ή με κάνα σίριαλακι -είπαμε- απλήρωτο!
Μαθημένα τα κακομαθημένα παιδιά της υπερπροβολής που κάνανε καπρίτσια σαν να ’τανε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ απ’ το Μπουρνάζι και ο Μάρλον Μπράντο της Νέας Ιωνίας, στα κανακέματα και τα χαϊδέματα, θλιβερά αντιμετωπίζουν με τα παλιά τους σουσούμια, τη νέα θλιβερή τους, τόσο καθημερινή πραγματικότητα! Μπας και δεν το πάρουμε είδηση! Μπας και μας κοροϊδέψουν. Μικρές μαντάμ Σουσούδες της χλιδής και της υπερβολής, γραφικές πια, χωρίς όμως την τρυφερότητα της καημένης της ηρωίδας του Δημήτρη Ψαθά. Και δώσ’ του οι συναυλίες στη Μύκονο με τα 10.000 ευρώ εισιτήριο και τις ακριβές σαμπάνιες να ρέουν, εις το όνομα της λαϊκότητας και των ειδώλων της. Και να οι ξεπεσμένοι ισχυροί να περιφέρονται στην Ψαρού και στην πλατεία Κολωνακιού τρικλίζοντας απ’ το μεθυσμένο όλο ισχύ παρελθόν τους! Και δώσ’ του οι φωτογραφίες με μπικίνι της κάθε Σταχτοπούτας με πρίγκιπά της κάποιον καβαλάρη, διευθυντή, ή έστω ισχυρό στο πρόγραμμα! Και πάρ’ του οι φήμες για έρωτες, δουλειές, διεθνείς επιτυχίες και οι εκμυστηρεύσεις «ψυχής» μες στην κοινοτυπία!
Και ενώ το ξέρουμε το ράγισμά τους, εμείς, ως κοινό, τους χαζεύουμε, ακόμα. Όχι γιατί, πράγματι, οι άνθρωποι απ’ τις ρωγμές τους αγαπιούνται και ποτέ απ’ τις αντιπαθητικές παντοδυναμίες τους, αλλά γιατί θέλουμε διέξοδο απ’ το δικό μας ζόφο! Θέλουμε να κοροϊδέψουμε, να τους θρυμματίσουμε κι άλλο, ή να τους πιστέψουμε γιατί κάποτε ονειρευτήκαμε και εμείς στην κακομαθημένη ξενοιασιά τους.
Θεωρήσαμε, άλλωστε, ωραίο το ότι αφήσαμε σε μαγικούς τόπους να υψώσουν ασεβή μνημεία ματαιοδοξίας, μαυσωλεία ενός αυτοχειρικού νεοπλουτισμού, Ταζ Μαχάλ κιτσαριού δίπλα στο μπλε της θάλασσας, στην άκρη του βράχου, με σκαμμένες πισίνες να ασελγούν στο κύμα. Με μεγάλα κλαμπ σε παραδείσιες παραλίες, που τους έπρεπε γαλήνη και δέος για τις αποχρώσεις και τη σαγήνη τους, να γεμίζουν ξαπλώστρες και δυνατές μουσικές και επιδειξιομανείς νεαρούς και νεαρές, χωρίς την ποιητικότητα της νιότης τους, αλλά με κραυγαλέα και επιθετική διαθεσιμότητα. Και ακόμα τα χωριά με τις πινακίδες στ’ αγγλικά για τα ενοικιαζόμενα και τα εγγλέζικα πρωινά. Αυτό το θεωρήσαμε αξιοζήλευτη αισθητική.
Και διασκέδαση τα ορθάδικα με τις μπόμπες ουίσκι, τις πλαστικές καρέκλες, τα σκουπίδια στις άκρες των χωραφιών, τα καμένα δέντρα, με κλαδιά σε επαιτεία, φόρος τιμής στους οικοπεδοφάγους που ονειρεύονται νέες βίλες και πισίνες και μεζονέτες και συγκροτήματα στο περιθώριο μιας όμορφης Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που τη φτιασιδώσαμε αποκριάτικα σαν Μαϊάμι, στραγγαλίζοντας την αισθαντικότητά της.
Και θεωρήσαμε τέχνη την κάθε κακόφωνη, φιλότιμη για γύμνια μόνο, και τον καθέναν που κραύγαζε καψούρα. Και θεωρήσαμε ωραιότητα το γέννημα των νυστεριών, τα επιθέματα, τις γάζες και την αποφορά του μπεταντίν! Και βολευτήκαμε στην ανουσιότητα, γιατί το άλλο, η τέχνη, η πραγματική, σε ακουμπήσει και πονάει, δεν σου περνάει ντούκου, σε μεθυσμένες νύχτες. Και τώρα; Ποιος, τώρα, θα απευθυνθεί στις ψυχές μας, θα σταλάξει γιατρικά στις καρδιές μας;
Τους μικρύναμε τους καλλιτέχνες, τους κοντύναμε, τους χωρέσαμε στα δικά μας S και M μεγέθη. Η κανονική τέχνη ό,τι ακουμπήσει το μορφώνει και το γαληνεύει, ακόμη και αν το κάνει να σπαράξει πρώτα. Σε κάνει μη χειρίσιμο. Παύεις να είσαι εύκολο θύμα. Σταματάς να ακούς μόνο κορόνες και λοβοτομικό θόρυβο, αλλά αφουγκράζεσαι την ίδια την ουσία σου! Μοιράζεσαι συλλογικά συναισθήματα. Βρίσκεσαι σε κοινούς τόπους με άλλους. Ψηλώνεις, τρανώνεσαι, αντιδράς και κάποτε επαναστατείς. Γιατί η τέχνη είναι επανάσταση και ανατροπή πάντα. Μόνο και που μιλεί στην ψυχή και όχι στη λογική, που δεν επιστρατεύει επιχειρήματα αλλά εικόνες και συνθήματα, αρκεί όσο ένας ένοπλος Τσε Γκεβάρα να σου ουρλιάζει μες στ’ αυτί «ξύπνα!».
Γι’ αυτό, λοιπόν, εμείς, το κοινό, οι άνθρωποι που δουλέψαμε στο life style σύστημα και μας διευκόλυνε να κλείσουμε την ύλη μας, διαλέξαμε τους μικρούληδες απ’ την προσφορά, πολλές φορές κατασκευάσαμε και προσφέραμε μικρούς γυαλισμένους τενεκέδες να λατρευτούν παράφορα. Και τώρα, έτσι γερασμένους; Με τα μπότοξ να κρέμονται, τα πορσελάνινα δόντια να ξεκολλάνε, τις βαφές στο μαλλί να ’ναι φτηνιάρικες και να ξεβάφουν εύκολα, την προθυμία να χορέψουν σαν σακιά πατάτες κουίκ στεπ, πώς να μην τους λυπηθείς λιγάκι, που ράγισε το μάρμαρο του ειδώλου τους και θρυμματίζεται σε κομματάκια; Πώς να μην τους συμπονάς λιγάκι, σαν τη Μαντάμ Σουσού, έτοιμη να επιστρέψει στον Μπίθουλα, μετά τα μεγαλεία;
Ναι! Κρίμα! Μαζί τους και πάλι! Ας δούμε άλλη μια φορά τα κακοφωτισμένα τους οπίσθια σε άτεχνα εξώφυλλα! Ας ακούσουμε ξανά τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους για το μέλλον! Ας προσποιηθούμε πως μας αρέσει το τελευταίο τους τραγούδι που είναι ίδιο με αυτό της Μπιγιονσέ, αλλά αλλάζει στην εισαγωγή με το ηλεκτρικό μπουζούκι! Άλλωστε εμείς είμαστε πάντα με τους χαμένους στη ζωή και με τους Ινδιάνους στα γουέστερν.
Και; Πέθανε λοιπόν, το lifestyle; Αυτοκτόνησε κάποιο ξημέρωμα απελπισμένο απ το νυχτερινό του «φτιάξιμο», σε over dose αδιεξόδων; Χίμηξε κάτω απ τον τελευταίο όροφο, στο κενό της υπεραξίας του ακάλυπτου; Ξέπεσε σε κιτρινίλα και σκιά του εαυτού του; Ξεθώριασε το ροζ στραφταλιζέ του σε γκρί λερωμένο σαν από κακοτυπωμένη εφημερίδα; Πέθανε κάθε διάθεση μας για όνειρο, μακρινά ταξίδια, παρθένες θάλασσες, ωραία αγόρια και κορίτσια, όμορφα φουστάνια, νύχτες με υποσχέσεις φλερτ και αιωνίου καλοκαιριού; Τα ψυχοτρόπα ηρεμιστικά μας νέας γενιάς δε μας αφήνουν πια να αφεθούμε σε κόσμους ονειρικά μαγικούς σαν πόζες σε μεγάλα, γυαλιστερά περιοδικά; Μα, όχι, όχι! Όσο οι άνθρωποι έχουν ιστορίες, αυτές αξίζει να ειπωθούν και να αγαπηθούν πιο πολύ ακόμα και από εκείνους που αφορούν, τους πρωταγωνιστές τους. Στην αλήθεια υπάρχει η μαγεία και στο βλέμμα όσων την ψάχνουν… Γιατί μπορούμε, ναι, να ονειρευόμαστε ακόμα…