Αυτά τα θεσπέσια πλάσματα, τα φτιαγμένα από χαρτί, φλας, πόζα και ηδυπάθεια, σαγήνη, ιδανικό, τάχα μου προσβασιμότητα! Ω! Αυτά τα χολιγουντιανά μας, πρότυπα, που βυθίσαν την γυναίκεια αισθησιακότατα στη ντεκαπάζ, τις κυματιστές μπούκλες και τους -αποκαλύπτοντας, πάνλευκους γυαλιστερούς ώμους και μπούστα- δήθεν αυστηρούς κότσους, τα μετάξια και τις γούνες, τις λεπτές μέσες και τα τονισμένα στήθη με τις στρογγυλεμένες περιφέρειες, την απαράμιλλη κομψότητα, τα μισάνοιχτα χείλη και τα μισόκλειστα ματιά, τις τουαλέτες, τα διαμάντια, τα μεγάλα καπέλα, το καταραμένο κάπνισμα, αλλά με στιλ και φινέτσα, πάνω σε μακριά πίπα που δεν χάλαγε τα άλικα πορφυρά κραγιόν!
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Και ακόμα οι ψεύτικες -φορητές- ελίτσες, για ξελόγιασμα υπογραμμισμένης τελειότητας της απόλυτης λευκότητας, οι αργόσυρτες, βραχνές, συχνά γατίσιες ομιλίες, τα κοσμήματα, τα ψηλά τακούνια, οι μεταξωτές κάλτσες με ραφή, τα έξωμα φουστάνια και τα αυστηρά αλλά σα γάντι εφαρμοστά ταγιέρ, οι μακριές βλεφαρίδες για βλέμματα βαριά, μέσα από κουρτίνες, μεταξωτής τρίχινης έκστασης ! Αρχέτυπα! Εμβληματικές, περίτεχνες κατασκευές των εαυτών τους ή των μεγάλων στούντιο, που ακόμα δεσπόζουν στους λόφους του LA σαν κάστρα τοπικής, μεσαιωνικές δύναμης, υπέρτατης ηγεμονίας. Κάθε ξανθιά και μια γυναίκεια θεότητα, με βωμούς ανά τον πλανήτη και δια μέσου του χρόνου, ώστε να λατρεύονται μέσα από απόλυτη μίμηση. Παλιός αιώνας και γενεσιουργός η δύναμη του!
Οι ψυχρές συντηρητικά ντυμένες ξανθιές του Χίτσκοκ! Θηρευτές και θηράματα μαζί σε λάμψη πλατινέ επικινυνδηνότητας! Η απόλυτη φαντασίωση, θυσία σε βωμούς για να ξεκινήσουν τα σύγχρονα αχαϊκά καράβια της βιομηχανίας του Χόλυγουντ, με Αυλίδα τους, το αλκοόλ, τα χάπια, τους άδοξους έρωτες με ανταλλάγματα, το μύθο: Μέρλιν! Μεθυσμένη φωνή, όλο καραμέλα και ουίσκι, σειρήνας της στεριάς, για κάθε Οδυσσέα – Μίστερ Πρέζιντεντ, να τραγουδά σε προσωπική φαντασίωσης «χάπι μπέρθντεί». Και η Μάνσφιλντ, αδικοχαμένη, θυσιασμένη μέσα στο πολυτελές της αυτοκίνητο, η «Μερλιν των φτωχών» ή η «Μονρόε της εργατικής τάξης», με το τεράστιο στήθος! Και η Γκάρμπο, ωραία και φτιαγμένη από κρύσταλλο σαν απόμακρος πλανήτης!
Και η Ντίντριχ, μακριά σαν τα πόδια της, απόκοσμη σα τα τέλεια ζυγωματικά της, απαγορευμένη και συμπαντική όσο η έτη φωτός απόσταση της από κάθε τι γήινό. Και πρώτη απ όλες η Μαίη Γουέστ, πρότυπο της πρόσφατα χαμένης τελευταίας εξωγήινης ντίβας του Χόλυγουντ, Ζαζα Γκαμπόρ. Εκείνη, η Μαίη, έλεγε ατάκες που «τρόλαραν» όλο το σύστημα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, των σχέσεων ανδρών – γυναικών, που αποκάλυπταν κυνικά και με χιούμορ κάθε σταρ – χρυσοθήρα για περιουσίες και δόξα. Ήταν εκείνη που έμπνευσε τον Νταλί, αλλά και το μπουκάλι της Coca Cola με τις καμπύλες της! Στη συνέχεια της η αιωνόβια λοιπόν, Ζαζά Γκαμπόρ, τρυφερή και αγαπημένη απ όλους τους συζύγους και τους εραστές της, «ξεφτίλιζε» με ατάκες ένα σύστημα ολόκληρο, που υπηρετούσε τόσο κραυγαλέα υποδειγματικά, που σχεδόν το σατίριζε.
Η ύπαρξη της όλη, ήταν μια κυνική αποδοχή μέτρων και κανόνων, που υποκρίνονταν πως αποδέχονταν απόλυτα, προστατεύοντας, μια αθωότητα σε αντίθεση με τον μόνιμο αγώνα της για επιβίωση. Και οι εννιά άνδρες της είχαν να θυμούνται μια τρυφερή γυναίκα. Την κανονική! Όχι, αυτή της μεγάλης οθόνης, την «πρώτη Καρντάσιαν», των σκανδάλων, της μόδας, των ωραίων καμπύλων και του άψογου πρόσωπού ή της αυτοελεγχόμενης, πυρακτωμένης, απασφαλισμένης θηλυκότητας. Πίσω στο χρόνο…
… Ουγγαρία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα! Μίξη από νομάδες Μαγυάρους, Τάταρους, της Χρυσής Ορδής των Μογγόλων και οι όλο συγκρούσεις, πολέμους, εχθρικές επιδρομές και ότι αφήνουν πίσω τους, κάτοικοι της ωραίας χώρας Ουγγαρίας, ζουν τη φρίκη του αιώνα των δυο παγκοσμίων πολέμων, της μιας επανάστασης, του φασισμού και του ναζισμού. Μετα την κυριαρχία των σοβιέτ του 1919 στη χώρα και το γκρέμισμα τους απ την «Λευκή τρομοκρατία» εκείνων που συντάχτηκαν με την Ναζιστική Γερμανία και πολέμησαν στο πλευρό της, η Ζαζά Γκαμπόρ μεγαλώνει σε ένα τόπο ήττας, φόβου, πείνας, διωγμού. Μόνο της όπλο όσο μεγαλώνει; Ο εαυτός της.
Ενα αθώο, αγγελικό πρόσωπο και ένα αμαρτωλών, κολασμένων καμπυλών, σώμα. Καλλιστεία, το 1936, με την Ναζιστική μπότα στο σβέρκο των μη άριών. Αυτή η κούκλα των 18 χρόνων, είναι Εβραία! Βγαίνει η πιο ωραία της Ουγγαρίας. Με διαβατήριο τον τίτλο των καλλιστείων φεύγει για μια νέα γη, αφήνοντας πίσω της τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα αστεράκια του Δαβίδ ραμμένα σε παλιοκαιρισμένα παλτό, τους νεκρούς από πείνα, το θάνατο και το φονικό, τις βόμβες, τα σκοτάδια κάτω από αεροπορικές επιδρομές. Φεύγει και δε μιλά ποτέ για τον εφιάλτη! Δε κοιτάζει πίσω, παρά μόνο για να θυμηθεί, κάποτε, προς το τέλος της, πως όπως ξεκινούσε, έκανε πολύ κρύο! Βλέπει πρώτη της φορά θάλασσα. Φτάνει στην Αμερική! Θα επιβιώσει! Ναι! Μπορεί!
Μαζί της και η αδελφή της Εύα, ομοίως καλλονή και διωγμένη από την πατρίδα των λόγω φυλής και θρησκείας. Και ναι, μαζί παίζουν το παιχνίδι. Η Ζαζά, με τις πύρινες ατάκες της, δυναμιτίζει ύπουλα, τα θεμέλια του αμερικανικού επαρχιωτισμού που ανακαλύπτει τον πλούτο. Όλοι θέλουν εκείνη την ομορφιά της Μαγυάρας νεαρής, αλλά η ίδια δεν εκχωρείται ακόμα κι όταν διατρανώνει πως το κάνει. Και όσο κι αν θέλουν να την αλλάξουν, παραμένει η Ζαζά. Ο Χίλτον, δημιουργός ενός οικονομικού κολοσσού θέλει να κρύψει την καταγωγή της. Την φωνάζει «Τζορτζια» και της επιβάλλει αμερικανικές, καθαρές, πουρατινικες συνήθειες. Πέντε χρονιά και δεν την υπόταξε.
Και εκείνη, η εξαγορασμένη, άσπιλη, μικρή σύζυγος, πριν το διαζύγιο με τον παντοδύναμο Κόνραντ Χίλτον, φροντίζει να τα «φτιάξει» με τον μεγαλύτερο γιο του από τον πρώτο γάμο του, τον Νίκι Χίλτον, μέσα στο ίδιο το μεγαθήριο σπίτι τους! Κοροϊδεύει τις αστικές συνήθειες, παντρεύεται και χωρίζει με ευκολία, βγάζει γλώσσα στον καθωσπρεπισμό των γάμων για πάντα και των μυστικών για το σεξ στους κόλπους «αγίων» οικογενειών. Αγαπά τα πάρτι, την κοσμική ζωή, επιβάλλει τον εαυτό της ακόμα και αν στις ταινίες παίζει απλά τον ίδιο. Στα παράσημα της, το Μουλεν Ρουζ με την υπογραφή του Τζον Χιουστον!
Η γυναίκα αυτή εκατό χρόνια μετρά τη γέννηση της, Δαρβινικά προσαρμόστηκε σε κάθε περιβάλλον και έζησε φτιάχνοντας δραπετεύσεις και κόσμους με τους δικούς της ορούς, χωρίς να δέχεται επιβολές. Φεμινίστρια ζωής και όχι διανόησης, που έκανε πράξη την διαφορά της. Έζησε λοιπόν, εκατό χρόνια, είδε το κόσμο να αλλάζει πολλές φορές, έχασε τους ανθρώπους που αγάπησε πολύ, την αδελφή της και το μοναδικό της παιδί της, πράγμα που δεν την αποκάλυψε ο σύζυγος της -ο Νο 9- γιατί δε θέλησε να την βυθίσει στην δυστυχία πριν το τέλος. Το τέλος που την βρήκε σε πλήρη διαύγεια! Να αναγνωρίζει την αβάσταχτη ελαφρότητα μιας ματαιοδοξίας, ικανής να παίξει μέσα στα όρια της, με την σοβαροφάνεια της.
Μέσα λοιπόν στα πρότυπα των ξανθών του Χόλυγουντ, εκείνη θα είναι πάντα η κυνική, δεικτική Μαγυάρα καλλονή, που βγάζει γλώσσα στους κανόνες με φλογοβόλες ατάκες:
-«Ποτέ δεν γνωρίζεις πραγματικά έναν άντρα μέχρι να πάρεις διαζύγιο από αυτόν»
– «Οι άνδρες αγαπούν με τα μάτια τους. Οι γυναίκες με τ’ αυτιά τους»
– «Δεν ξέρω τίποτα για το σεξ, επειδή ήμουν ανέκαθεν παντρεμένη»
– «Ένας άνδρας δεν είναι ολοκληρωμένος μέχρι να παντρευτεί. Μετά είναι τελειωμένος»
– «Είμαι μια καταπληκτική νοικοκυρά. Κάθε φορά που εγκαταλείπω έναν άντρα κρατάω εγώ το σπίτι του»
– «Οι άνδρες είναι σαν τις φωτιές. Ξεσπούν όταν τους αφήσεις εκτός ελέγχου»
– «Το να πάρεις διαζύγιο επειδή δεν αγαπάς τον άντρα σου είναι σχεδόν τόσο ανόητο όσο το να τον παντρευτείς επειδή τον αγαπάς»
– «Εάν κορίτσι πρέπει να παντρευτεί από αγάπη. Και να συνεχίσει να παντρεύεται μέχρι να την βρει»…
Διαβάζοντας διαφορά άρθρα για το τέλος της, που την ήθελαν «ελαφριά στο μυαλό», «πρώτη Κιμ Καρντασιαν», «απλή σελέμπριτι», αποκόβοντας την από μια ολόκληρη εποχή, τον θρύλο της, την ικανότητα της για επιβίωση και που έκαναν προβολή του σήμερα στη δική της υπερπαραγωγή ζωής, στάθηκα σε μια φράση στο Protagon. «Μια γυναίκα που μάλλον δεν αγαπήθηκε ποτέ. Και είναι αμφίβολο αν τελικά αγάπησε κάτι. Ούτε καν τον ίδιο τον διάσημο εαυτό της». Καλοί συνάδελφοι θα διαφωνήσω με θέρμη!
Όχι μόνο αγαπήθηκε αλλά λατρεύτηκε! Λατρεύτηκε από όλο τον πλανήτη που αγάπησε το σινεμά, τη θηλυκότητα, την δύναμη, το χιούμορ, τις ξανθιές, τις γυναίκες από σελιλόιντ, τους θρύλους που είχαν φωτογένεια στο ασπρόμαυρο και στο έγχρωμο φιλμ, που επιβίωσαν, που μας έκαναν συλλογικά να ερωτευθούμε, να φαντασιωθούμε, να ονειρευτούμε, να μιμηθούμε και να αποδεχθούμε. Στις γυναίκες που επιβίωσαν και δεν έπαιξαν το παιχνίδι των άλλων αλλά επέβαλλαν το δικό τους. Στις μικρές Εβραιοπούλες, που άφησαν τον όλεθρο πίσω τους, αφέθηκαν στο άγνωστο και το υπέταξαν…