Στα ξέφτια του 20ου αιώνα, εκείνες τις δεκαετίες πριν το τέλος του, όπου έμοιαζαν τόσο παλιοί οι μεγάλοι πόλεμοι και οι εμφύλιοι, οι ήττες και οι συντριβές και τα εγκλήματα λαών, νέοι, τόσο κοντά στην αθωότητα των παιδιών, που τα θεωρούσαν όλα λιακάδα και εκδρομή, χορέψαμε.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Πήγαμε σε πάρτι, από εκείνα, που στολίζουν και αρωματιζόσουν όλη τη μέρα, για να συναντήσει εκείνους τους έρωτες, τους αλά Ρωμαίος και Ιουλιέτα, παθιασμένους, παράφορους, νεανικούς, ικανούς για τα πάντα! Και να οι βάτες, οι παγιέτες, τα κομμένα γάντια στα δάχτυλα, τα μακριά σκουλαρίκια για τα κορίτσια και τα επαναστατικά σκουλαρίκια μονά για τα αγόρια! Και να οι μπαντάνες και τα μπαγκι παντελόνια! Και το τζελ στα μαλλιά και οι φράτζες και οι ουρίτσες μακριές πίσω στο σβέρκο! Και τα ινδάλματα μας! Πως χορεύουν, πως ντύνονται, τι μας λένε, πως ερωτεύονται, να το κάνουμε και εμείς! Η Μαντόνα, ο Μάικλ Τζάκσον, ο Πρινς, ο Τζορτζ Μάικλ! Ένας, ένας εκτός από την αγέρωχη γυναίκα της εικονικής παρέας, γκρεμίζονταν σε αιμάτινα βάραθρα εξαρτήσεων, αυτοκαταστροφής, θλίψης, όπως και οι βεβαιότητες της δικής μας νιότης.
Τα ανέμελα αγόρια, πίσω απ τον διάχυτο ερωτισμό, τη λάμψη, τη μουσική, την υλική νίκη του να ζουν σε επαύλεις χρυσές και διάφανες όσο τα σκάνδαλα τους, να οδηγούν πολυτελή αυτοκίνητα, να τρακάρουν τις νύχτες, να συλλαμβάνονται μεθυσμένα, να παλεύουν με εσωτερικά θηρία, πιο πληγωμένα και έτοιμα να κατασπαραχθούν, όσο η ωριμότητα που δεν έφτασε στην γενιά μας, ποτέ, γιατί πάντα υπήρχε το αυτονόητο να κατακτηθεί.
Ο Τζορτζ Μάικλ, που πέθανε Χριστούγεννα, έχοντας τα πρώτα υμνήσει σε ένα ποπ, ζαχαρωμένο, σπαρακτικό αθώο τραγούδι, εμβληματικό, πια, όσο το Σάντα Κλάους, το Ρουντι το ελαφάκι και το Αγιά Νύχτα, είχε ματώσει πολύ, για εκείνη την «Ελευθερία» που τραγούδησε χορευτικά και που δε του χαρίστηκε, ευκολά. Ότι του συγχωριοταν εύκολα σαν αγόρι δημόσια προβολής κοριτσίστικων ονειρώξεων, του απαγορεύτηκε μόλις αποκάλυψε την γκέι ταυτότητα του. Δεν ήταν οι εποχές του 21ου αιώνα που ελευθερίες έχουν κατακτηθεί με σπαραγμό, ακόμα και στο επιφανειακά δεδομένο. Το δικαίωμα στην ανεμελιά, στην αυτοδιάθεση, στη χαρά, στον έρωτα, στην ελευθερία του να μην προσποιείσαι ρόλους, αλλά να είσαι εσύ, άργησε να υπάρξει, αν υπήρξε και ποτέ.
Και όλα αυτά τα χρυσά αγόρια της νιότης μας, με τα λευκά, σαγηνευτικά χαμόγελα και τα φτιαγμένα για λικνίσματα αποπλάνησης σώματα, αρχίσαν να γκρεμίζονται στα μυστικά τους. Ο Τζορτζ Μαικλ, στάθηκε γενναία απέναντι στο κοινό και στον εαυτό του. Είπε ποιος είναι, μίλησε για τα ναρκωτικά έχοντας άποψη και θέση, πήγε στο δικαστήριο που στην ουσία δίκαζαν τη σεξουαλικότητα του, η οποία θα έπρεπε να κρύβεται σταμάτησε να οδηγεί μεθυσμένος, κομματιασμένος, αγάπησε τον εαυτό του και έναν άλλον άνθρωπο, τον σύντροφο του για πολλά χρόνια και επέστρεψε στην μουσική σκηνή σα να μην είχε φύγει ποτέ. Ώσπου, εκείνα τα θηρία, βρυχήθηκαν ανήμερα των Χριστουγέννων και η καρδιά του, όπως τόσων ινδαλμάτων πριν, σταμάτησε, μεγάλη ήδη για τη ανέμελη ποπ, αλλά νεανική τόσο μόλις 53 χρόνων, για τον θάνατο! Σχεδόν παιδική!
Οκ! Ολοι ναι, χρωστάμε έναν θάνατο στη ζωή! Πλήρωσε κι ο Τζορτζ Μάικλ το χρέος, αφού μίλησε για ελευθερία.
«… Heaven knows I was just a young boy,
Didn’t know what I wanted to be.
I was every little hungry schoolgirl’s pride and joy,
And I guess it was enough for me.
To win the race? A prettier face!
Brand new clothes and a big fat place;
On your rock and roll TV.
But, today, the way I play the game is not the same;
No way.
Think I’m gonna get myself happy.
I think there’s something you should know.
I think it’s time I told you so.
There’s something deep inside of me.
There’s someone else I’ve got to be…»
Αντίο εφηβεία…