Αυτή η άρνηση να δεχτούμε τον κίνδυνο ενός δικού μας ανθρώπου. Τη μια στο τηλέφωνο κουβεντούλα, χαζά, μαζί. Και μετά μια τρομακτική περιγραφή απ τους δικούς της. Ένα φάρμακο για την γρίπη, αλλεργικό σοκ, μεταφορά στην εντατική, καλωδίωση, ζωτικά σημεία, φαρμακευτική αγωγή… και αναμονή.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Γιατί δε ξυπνά; Πόσες ώρες πέρασαν; Τηλέφωνα τις νύχτες! Οι φίλοι που αγωνιούν. Ο Γιάννης, η Μαίρη, η Ευανθία, ο Δημήτρης, η Γιούλη! «Τι έγινε;». Λαχανιασμένες φωνές, με ενοχή στους δικούς της. Έξω απ την πόρτα της εντατικής, σαν αδέσποτες ψυχές, χωρίς χρόνο πια, αίσθηση καμία, ανθρώπινες ανάγκες, πείνα και δίψα! Να κρέμεται η ύπαρξη πάνω σε κάθε λευκή μπλούζα που βγαίνει από τις πύλες των ιατρικών αδύτων και να περνάει ο ήχος από τους ηλεκτρονικούς βόμβους των μηχανών που κρατούν τον άνθρωπο σου, μαζί σου ακόμα. Προσευχή. Ελπίδα. Και μετρά η λέξη «θαύμα». Όχι! Όχι «θαύμα», γιατρέ. Μη λες, θαύμα, δε μ αρέσει! Παρτο πίσω…
Το ψυχρό των λευκών και πράσινων επιφανειών. Η μυρωδιά των αντισηπτικών και της αποστείρωσης. Ο επαγγελματισμός στα πρόσωπα του ευγενικού προσωπικού που έχει και ζωές να ζήσει και τους περιμένουν σπίτι, πίσω στην κανονικότητα, ενώ η δική σου ζωή κρέμεται από μια γραμμή που ακόμα πάλλεται! Σιωπές, ατέλειωτες, αιώνιες, κουρασμένες. Η βεβαιότητα του δεδομένου προσώπου, να παίζει με το «ποτέ» και πως χωράει αυτό στο μικρό μας ανθρώπινο, απλό μυαλό για τα αβυσσαλέα μεγέθη. Όχι, «ποτέ», να λέμε, σύντομα, να λέμε «σε λίγο» ή έστω «κάποτε»…
Η Βιργινία Λεούση, η Πειραιώτισσα, η αρχόντισσά, η λεβέντισσά, με τα γεμάτα χέρια πάντα, το ανοιχτό σπίτι, την ακόμη πιο ανοιχτή καρδιά, να χωράει μέσα της αγάπες. Η Βιργινία Λεούση, η δοτική, η πεισματάρα, η αγωνίστρια, η μάνα, η φίλη, η επιχειρηματίας, η μεταφυσικά δυνατή, η σύζυγος όλο αγάπη. Με παρέες από ακαδημαϊκούς και συγγραφείς και εργάτες και σταρ και ψαράδες. Που βλέπει με μεγεθυντικό φακό καρδίες και το μόνο ζητούμενο είναι η καλοσύνη. Κλείσαμε το τηλέφωνο ρε Βιργινία και είπα «θα έρθω» και μετρά χαθήκαμε σε σενάρια νοσοκομειακά. Γιατί;
Και όποιος δε τη γνωρίζει χάνει! Και όποιος τη γνωρίζει δε τη συγχωράει αυτή την αγωνία, τη λαχταρά τώρα! Σήκω πάνω… ξύπνα… ξεκουράστηκες τώρα, εντάξει! Σήκω να πούμε που αγαπάς τη Ρόδο και τις θάλασσες και τα ουζάκια και τα γλυκά τις πειραιώτισσες με τη σαντιγί, που ένα μόνο ζαχαροπλαστείο φτιάχνει και τις ζωγραφιές και τους εικαστικούς καλλιτέχνες και το θέατρο και τον Νταλάρα πάνω από όλους. Ξύπνα και να ταν ομαδικό όνειρο όλο αυτό, λέει! Πέτα τα σκεπάσματα αυτά τα λευκά και σκληρά, σα σανιδωμένα, να βάλεις τα κοσμήματα σου τα αγαπημένα, τα βραχιόλια σου να χτυπούν καθώς χειρονομείς και τα δαχτυλίδια σου να λάμπουν όπως μιλάς.
Σήκω απάνω να φορέσεις τα μακριά σου καφτάνια τα μεταξωτά και να πάμε για καραόκε, για γέλια με κρασί λευκό συνοδεία, για συμβουλές, για φυλαχτά, για να δούμε τα λουλούδια, τώρα την άνοιξη, στις ανθοκομικές, όπως κάθε φορά. Σήκω να σου πω «δε πιστεύω» και να με κοιτάξεις χωρίς κατηγορία, αλλά με τη κατανόηση για το παιδάκι που τίποτα δεν έμαθε ακόμα σ αυτόν τον κόσμο, τον γεμάτο μυστήρια και θαύματα.
Και δεν πιστεύω όχι, σε τίποτα πάρα σε σένα! Πως ήσουν κουρασμένη μόνο και το παράκανες στον ύπνο. Στη δύναμη σου. Που μου πες «έχουμε ραντεβού» και κρατάς το λόγο σου -εγώ πάλι πάντα χάνομαι κάπου, συγνώμη! Και εγώ η απιστεί, έφτασα να προσεύχομαι για σένα και του απίστου η προσευχή ακούγεται από τους αγγέλους για μια σωσμένη ψυχή ε; Και θα σηκωθείς τώρα. Και τα τηλέφωνα θα ναι μόνο για να πεις τα αστεία σου και να γελάμε κακάρισα και οι άντρες να μας λένε «κοτούλες» και να λέμε φάλτσα στίχους του Καζαντζίδη… Ξύπνα σου λέω…