42.grRead This-Αισθάνομαι πάλι πιτσιρικάς

Χρήστος Κυριαζής

-Αισθάνομαι πάλι πιτσιρικάς

Συνέντευξη στον Μαρίνο Βυθούλκα

Ο έρωτας που τον οδήγησε στο Μιλάνο, η αναπάντεχη συνάντηση στο μαγαζί επίπλων του που έφερε την ξέφρενη επιτυχία, ο ρόλος του Άκη Πάνου στην απόσυρσή του και ο ρόλος του γιου του, Άρη, στην απόφασή του να συνεργαστεί με τους Onirama, ύστερα από 18 χρόνια απουσίας. Ο Χρήστος Κυριαζής, μοιράζεται με το People την μυθιστορηματική ζωή του.

Από τον Μαρίνο Βυθούλκα
Φωτογραφίες: Ιωάννα Τζετζούμη
Απόγευμα Δευτέρας. Ανεβαίνω στον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της Λεωφόρου Ποσειδώνος. Στην πόρτα με υποδέχεται ο Χρήστος Κυριαζής. Ψηλός, ευγενής, με ένα αρχοντικό παρουσιαστικό που «γεμίζει» τον χώρο. Μπαίνοντας στο καθιστικό μετράω πάνω από δεκαπέντε κιθάρες, ενώ καθόμαστε σε ένα μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται απέναντι από το πιάνο που δεσπόζει στο κέντρο του σαλονιού. Δίπλα μας υπάρχουν ακόμα δυο τρεις κιθάρες, αλλά και ζεστός καφές με κέικ που έχει φτιάξει η δεύτερη σύζυγός του, Σοφία, η οποία του έχει χαρίσει δυο γλυκύτατες κόρες. «Έχω τρία παιδιά, δυο σκυλιά και ένα κουνέλι», σχολιάζει γελώντας και πίνει μια γουλιά από τον αγαπημένο του αχνιστό καφέ. Έχω πολλές απορίες για την ζωή του και ο Χρήστος δείχνει πρόθυμος να μου τις λύσει όλες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…

«Mια φωνή μέσα μου μου έλεγε ‘περίμενε’»

Ύστερα από 18 χρόνια απουσίας, ο αγαπημένος συνθέτης και τραγουδιστής επέστρεψε το προηγούμενο Σάββατο στην σκηνή του Anodos Live Stage, όπου εμφανίζεται μαζί με τους Onirama και τους Stereo Soul. Στην σκηνή ανέβηκε με το «Έλα μωράκι μου» ένα τραγούδι-ύμνο των 90’s, με όλους τους παρευρισκόμενους όρθιους να τον χειροκροτούν. Ο κόσμος δείχνει να τον αγαπάει και να μην τον ξέχασε ποτέ. Ο ίδιος, μου εξομολογείται πως όλα αυτά τα χρόνια της απουσίας του, είχε πολλές και αξιόλογες προτάσεις συνεργασίας με μεγάλα ονόματα, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να προχωρήσει. «Μια φωνή μέσα μου, μου έλεγε ‘’περίμενε’’. Πριν λίγο καιρό, ο γιός μου ο Άρης, μου γνώρισε τον Θοδωρή Μαραντίνη, με τον οποίο είναι φίλοι κι έτσι προέκυψε η συνεργασία μας, καθώς ο Θοδωρής μου πρότεινε να εμφανιστούμε μαζί. Το σκέφτηκα και μου άρεσε πολύ η ιδέα να εμφανιστώ με ένα συγκρότημα, γιατί η όλη κατάσταση μου θύμισε το πρώτο μου συγκρότημα, τις Πρόκες, από το οποίο έχω υπέροχες αναμνήσεις. Όταν ο Θοδωρής έφερε στο σπίτι και τα υπόλοιπα παιδιά του γκρουπ, ξεκινήσαμε να παίζουμε μουσική, ενθουσιάστηκα και δεν είχα καμία αμφιβολία στο να προχωρήσω».

Η αγάπη του για την μουσική μετρά πολλά χρόνια. «Η μουσική δεν είναι απλά η ζωή μου, αλλά η ψυχή μου. Αν δεν είχα την μουσική θα ήμουν στο τρελοκομείο και αυτό επειδή το μυαλό μου δουλεύει σε υψηλές στροφές και όλη αυτή η ενέργεια μετατρέπεται σε στίχους και μελωδίες», μου εξηγεί.

«Οι γονείς μου με είχαν σαν πρίγκιπα»

Από μικρό παιδί, στην γειτονιά του στον Πειραιά, είχε πάντα δίπλα στο κρεβάτι του μια κιθάρα. Ο πατέρας του, Γιώργος Κυριαζής, αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού και μετέπειτα επιπλοποιός εργαζόταν σκληρά, προκειμένου να μην λείψει τίποτα στην οικογένεια. «Την περίοδο που τον αποστρατεύσανε, περάσαμε δύσκολα. Εγώ τότε δεν το καταλάβαινα γιατί με είχαν πρίγκιπα. Βλέπεις, ήμουν το στερνοπαίδι, το τρίτο και τελευταίο τους παιδί. Ο Ανδρέας ήταν έντεκα χρόνια μεγαλύτερος και ο Κώστας, δεκατρία. Επειδή είχα μεγάλη διαφορά ηλικίας με τα αδέλφια μου, δεν μπορούσα να επικοινωνήσω εύκολα μαζί τους και έβρισκα τρόπο έκφρασης μέσα από την μουσική και την κιθάρα». Παράλληλα αγαπούσε τον αθλητισμό. Από έφηβος παίζει μπάσκετ στην ομάδα του Ολυμπιακού, ενώ στην συνέχεια τον κερδίζει ο στίβος και το ακόντιο. Στον  ελεύθερό του χρόνο, συχνάζει στο καφέ Fontana στο Πασαλιμάνι. Εκεί, ένα απόγευμα με τους φίλους του, αποφασίζουν να φτιάξουν το πρώτο τους συγκρότημα, τις «Πρόκες». Είναι μια παρέα εφήβων που ενώνουν τα μουσικά τους όνειρα (Χρήστος Κυριαζής: κιθάρα, φωνή, Χρήστος Περτσινίδης: κιθάρα, Γιάννης Σοφικίτης: μπάσο, Γιώργος Παπαγεωργίου: τύμπανα). «Στην αρχή παίζαμε με κάτι δανεικές κιθάρες, μέχρι που ο πατέρας μου, μου πήρε δώρο την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα. Εκεί τρελάθηκα». Δεν παίζουν διασκευές, αλλά δικά τους τραγούδια με ελληνικό στίχο. Δυο τραγούδια, το «Κι αν η τύχη μου» και το «Διαμορφώσου», προκαλούν αίσθηση όχι μόνο στο κοινό, αλλά και στον παραγωγό Τάσο Φαληρέα, που τους φέρνει σε επαφή με την δισκογραφική εταιρία Lyra, απ’ όπου κυκλοφορεί το πρώτο τους single του 1972.

Ο σεισμός, ο έρωτας και οι σπουδές στο Μιλάνο

Λίγο ύστερα από την σχολική αποφοίτηση, οι «Πρόκες» πηγαίνουν στην Πρέβεζα για συναυλίες. Ξαφνικά, ένας μεγάλος σεισμός, γίνεται η αφορμή να αδειάσει η πόλη. «Μας είχαν τελειώσει τα λεφτά και παρακάλεσα έναν καπετάνιο να μας περάσει με το καΐκι του απέναντι στη Λευκάδα. Δεν είχαμε φράγκο και σαν αρχηγός του γκρουπ, έπρεπε να βρω ένα μέρος για να παίξουμε. Στην περιοχή που ήμασταν δεν υπήρχαν μπαράκια, παρά μόνο ένα ζαχαροπλαστείο. Το ίδιο βράδυ παίζαμε ροκιές, με τους παππούδες να τρώνε πάστες στα τραπεζάκια έξω. Για να μην στα πολυλογώ, την επόμενη μέρα έγινε χαμός. Το έμαθε όλη η νεολαία του νησιού και από μια απρόσμενη εμφάνιση στο ζαχαροπλαστείο, φτάσαμε να παίζουμε επί τρείς μήνες σχεδόν καθημερινά». Σε μια από αυτές τις νύχτες, γνωρίζει μια ιταλίδα, την Christina, η οποία του προτείνει να την ακολουθήσει στο Μιλάνο. «Ούτως ή άλλως ήθελα να πάω στην  Ιταλία για σπουδές, οπότε αυτό ήταν ένα επιπλέον κίνητρο να πάρω την απόφαση». Τελικά σπουδάζει design στο πανεπιστήμιο της Παβίας, 35 χιλιόμετρα έξω από το Μιλάνο. «Oι περισσότεροι καθηγητές μας ήταν πολιτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες. Μαγεύτηκα. Τα αδέλφια μου ήδη έκαναν εμπόριο επίπλων στην Ελλάδα και με ένα σκεπτικό πιθανής συνεργασίας μαζί τους, αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τον σχεδιασμό επίπλου». Στην Ιταλία θα παραμείνει για δυόμιση χρόνια και θα ζήσει παράφορους έρωτες. «Εκεί έγραψα πολλά τραγούδια μου. Αν δεν υπήρχαν τα κορίτσια, δεν θα υπήρχαν τα τραγούδια. Η γυναίκα είναι το μεγαλύτερο έργο τέχνης που έχει κάνει ο Θεός». Η νοσταλγία, όμως, για το Πασαλιμάνι, τους γονείς και τους φίλους του, θα τον κάνουν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μια απόφαση της στιγμής, όπως ήταν κι εκείνη που τον οδήγησε στο Μιλάνο.

Η απογοήτευση πριν την απογείωση

Όταν φτάνει στην Ελλάδα, αναπολεί τις όμορφες στιγμές με τις «Πρόκες» και πηγαίνει το τραγούδι «Έλα μωράκι μου» στη Lyra. Το τραγούδι αν και κυκλοφορεί, δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου. Ο Χρήστος κάνει ραντεβού με πολλές δισκογραφικές, βγάζει δίσκους, χωρίς όμως να υπάρχει ανταπόκριση από το κοινό. «Κάποια στιγμή ο Μάκης Μάτσας, πρόεδρος της Minos μου είπε ‘’Χρηστάκη, περίμενε. Κάτι θα γίνει’’. Ούτε ο τρίτος μου δίσκος ‘’Ο ταξιδιώτης’’ πήγε καλά και είχα αρχίσει κάπως να απογοητεύομαι». Παράλληλα με τις δισκογραφικές του προσπάθειες, έχει ήδη μπει στο χώρο του επίπλου. Τα σχέδιά του γίνονται ανάρπαστα και από ένα μαγαζί που έχει στο Καλαμάκι, ανοίγει ακόμα δυο στο Κολωνάκι και την Λεωφόρο Κηφισίας. «Τα έπιπλα πήγαν εξαιρετικά. Αυτό ήταν και η βασική πηγή εσόδων μου και ο λόγος που δεν το είχα πάρει κατάκαρδα με τις δισκογραφικές. Κάποια στιγμή έρχεται στο μαγαζί ο Γιώργος Πολυχρονίου με την Μάγκυ Χαραλαμπίδου, την οποία και γνώριζα, για να αγοράσουν έπιπλα, διότι σχεδίαζαν το γάμο τους. Ο Γιώργος τότε δούλευε στην Sony και μεσολάβησε για να τους στείλω τραγούδια που είχαν απορρίψει ήδη επτά δισκογραφικές. Ήταν ο δίσκος ‘’Μου θυμίζεις την μάνα μου’’ που αρχικά κυκλοφόρησε δοκιμαστικά σε τιράζ 2500 αντίτυπα». Ο δίσκος γίνεται ανάρπαστος και ξεκινάει μια κούρσα προς την κορυφή. «Στα 45 μου, έπαθα πλάκα. Ήρθε μια δυνατή επιτυχία από εκεί που δεν το περίμενα. Ξαφνικά, από το πουθενά, με περίμενε κόσμος έξω από το σπίτι μου στον Άλιμο. Φωτογράφοι, δημοσιογράφοι. Ένας χαμός, που δεν τον φανταζόμουν ποτέ. Ειλικρινά, δεν με ενδιέφερε να γίνω γνωστός ούτε είχα το ψώνιο της διασημότητας. Το μόνο που ήθελα ήταν κυκλοφορήσουν τα δισκάκια μου».

Η ιδέα της Μπάρμπα που απογείωσε το «Μου Θυμίζεις τη Μάνα μου»

Είναι 1992. Ο Χρήστος Κυριαζής με μάνατζερ τον παραγωγό Τάσο Φαληρέα, εμφανίζεται σε νυχτερινά μαγαζιά, δημιουργώντας ουρές από κόσμο που έρχεται να τον ακούσει. Τραγουδά κάθε μέρα, εκτός Δευτέρας. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως μια βραδιά είχε έρθει η Μαρινέλλα και μου είπε ‘’Μπράβο! Πως τραγουδάς τόσο ψηλά; Θα κλείσει η φωνή σου’’». To Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, γυρίζει το videoclip του τραγουδιού «Έχω κλάψει» σε καταυλισμό τσιγγάνων στο Ζεφύρι, με πρωταγωνίστρια την Βάνα Μπάρμπα. «Την Βάνα την γνώρισα στο Art Café (σ.σ. ένα καφέ ιδιοκτησίας του στην Καστέλα). Μου είπε χαρακτηριστικά ‘’Γεια σας, Βάνα Μπάρμπα’’. Της είπα και εγώ ‘’Χρήστος’’ και γελούσε. Η Βάνα είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ψυχούλα. Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του συγκεκριμένου τραγουδιού οφείλεται σε εκείνη, διότι η ιδέα να γυριστεί το videoclip στο Ζεφύρι ήταν αποκλειστικά δική της», αποκαλύπτει στο People για τη γυναίκα με την οποία έζησε ένα μεγάλο έρωτα εκείνη την εποχή.
Οι γυναίκες ήταν πάντα πηγή έμπνευσης για εκείνον. Έχει κάνει δυο γάμους και έχει αποκτήσει τρία παιδιά. «Την πρώτη μου σύζυγο, την Μαρία Πατέρα, τη γνώρισα στο στούντιο του φωτογράφου Τάκη Διαμαντόπουλου. Μαζί, αποκτήσαμε τον Άρη, ο οποίος σήμερα είναι τριάντα ετών και παίζει καταπληκτική κιθάρα», λέει με καμάρι. Σήμερα, είναι παντρεμένος με τη Σοφία και έχουν δυο κόρες. Η προσωπική του ζωή όμως είναι κάτι που δεν αγαπά να αναλύει, κάτι που σέβομαι απόλυτα.

«Η ζωή αλλάζει από την μια στιγμή στην άλλη»

Είναι μέσα της δεκαετίας του 1990. Η ανοδική πορεία του Κυριαζή συνεχίζεται ακάθεκτη, αλλά μια σημαντική γνωριμία που θα κάνει ένα βράδυ στην συμπρωτεύουσα, τον ωθεί στο να αποσυρθεί από την δισκογραφία. Στην Θεσσαλονίκη στο Zoom, τον επισκέπτεται στο καμαρίνι του ο Άκης Πάνου. «Μπήκε μέσα και μου είπε τις εξής κουβέντες: ‘’Έλα αύριο να με πάρεις από το ξενοδοχείο Capsis να πάμε για φαγητό’’. Πράγματι την επόμενη μέρα με πήγε σε μια ταβέρνα έξω από την Θεσσαλονίκη που έτρωγε μαζί με τον Καζαντζίδη και τον Διονυσίου. Από εκείνη την συνάντηση και όλα τα ωραία που είπαμε, μου έμεινε μια ατάκα του. ‘’Κυριαζή ξέρεις το κόλπο να γράφεις ωραία τραγούδια. Να προσέχεις, όμως, μην σε περάσουν για πολιτικό’’. Αυτό μου το είπε γιατί όντως εκείνη την εποχή είχα υπέρ-εκτεθεί σε εκπομπές. Έγινε ένα κλικ. Μετά από αυτή την κουβέντα τα έκοψα όλα: Τηλεοράσεις, συνεντεύξεις, τα πάντα. Πήγα στην Αίγινα και η καθημερινότητά μου επί δεκαοκτώ χρόνια ήταν μόνο ψάρεμα και στούντιο. Αποφάσισα σιγά σιγά να κλείσω και τα μαγαζιά, πριν ξεκινήσει η οικονομική κρίση. Απλά, δεν περίμενα πως η επιστροφή μου στις μουσικές σκηνές θα μου έπαιρνε τόσα πολλά χρόνια. Από την άλλη, δεν παίρνω τα πράγματα στα σοβαρά. Ξέρω πως η ζωή αλλάζει από την μια στιγμή στην άλλη. Αν κάνω έναν απολογισμό, το πιο σημαντικό που έχω κερδίσει είναι η αγάπη των δικών μου ανθρώπων, αλλά και η αγάπη του κόσμου για τα τραγούδια μου. Κάποτε ο Ζαμπέτας μου είχε πει ‘’Κυριαζή στην χαραμάδα είσαι’’, θέλοντας να μου τονίσει πως σαν τραγουδιστής δεν ‘’πατάω’’ καλά πάνω στις νότες. Αυτό που αγάπησε ο κόσμος σε μένα ήταν η ψυχή που έβγαλα μέσα από τα τραγούδια και όχι η φωνή μου. Έχω τεράστια αποθέματα ψυχής και με αυτά σκοπεύω να πορευθώ και να δίνω χαρά στον κόσμο μέσα από τα τραγούδια μου. Με τους Onirama, αισθάνομαι πάλι πιτσιρικάς και εκ του αποτελέσματος έκανα καλά που περίμενα και δεν πήρα βεβιασμένες αποφάσεις νωρίτερα».

SHARE

Περισσότερα

MORE READ THIS