Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες σκηνές στην ιστορία του Χόλιγουντ κρύβει μια σοκαριστική αλήθεια. Η ερωτική σκηνή της Μαρία Σνάιντερ και του Μάρλον Μπράντον μαζί με ένα βούτυρο αποτύπωσε έναν βιασμό.
Σε βίντεο που βγήκε πρόσφατα στην επιφάνεια του Διαδικτύου, ο σκηνοθέτης της ταινίας «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» Μπερνάρντο Μπερτολούτσι παραδέχεται πως η πρωταγωνίστρια δεν είχε συναινέσει για τη σκηνή, με το αποτέλεσμα να είναι μία συνωμοσία μεταξύ του ίδιου και του Μάρλον Μπράντον.
«Η σκηνή με το βούτυρο ήταν μια ιδέα που είχα με τον Μάρλον εκείνο το πρωί πριν από το γύρισμα», ανέφερε σε συνέντευξή του στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας από το 2013. Οπως λέει, αυτό που ήθελε να πετύχει είναι η Σνάιντερ να νιώσει πραγματικά ταπεινωμένη. «Νομίζω ότι μίσησε εμένα και τον Μπράντον που δεν της το είπαμε. Δεν ήθελα η Μαρία να ερμηνεύσει την ταπείνωση και την οργή της. Ηθελα να την νιώσει», προσθέτει.
Η Σνάιντερ, που στα γυρίσματα ήταν μόλις 19 ετών, είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 2007: Ενιωσα ταπεινωμένη και ήταν σαν να με βίαζαν μαζί ο Μάρλον και ο Μπερτολούτσι. Μετά τη σκηνή, ο Μάρλον δεν με παρηγόρησε ούτε καν απολογήθηκε. Ευτυχώς ήταν μόνο μια λήψη». Μετά την ταινία, η ηθοποιός δεν δέχτηκε να ξανακάνει γυμνή σκηνή σε ταινίες.
Η Σνάιντερ, που έφυγε τον Φλεβάρη του 2011 νικημένη από τον καρκίνο, ήταν κόρη του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Daniel Gélin και της γεννημένης στη Ρουμανία Marie-Christine Schneider, που διατηρούσε βιβλιοπωλείο στη πόλη του φωτός. Σε ηλικία μόλις 19 ετών πρωταγωνίστησε στη θρυλική ταινία του Μπερνάντο Μπερτολούτσι, για τις προκλητικές σκηνές της οποίας μίλησε χρόνια αργότερα, το 2007, στην Daily Mail λέγοντας: «Ένιωσα εξευτελισμένη και για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα ότι είχα βιαστεί» δήλωσε.
Η εμπειρία της στο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» και η ανάδειξή της ως σύμβολο του sex παρά ως σοβαρή ηθοποιός, την έκανε να μη γυρίσει ποτέ ξανά γυμνή σκηνή σε ταινία. Ακόμα, έχει εμφανιστεί και σε άλλες γνωστές ταινίες, όπως οι «The Passenger» και « Jane Eyre». Η ζωή της Σνάιντερ ήταν αρκετά ταραχώδης, καθώς ιδιαίτερα η δεκαετία του ‘70 σημαδεύτηκε με τον εθισμό στα ναρκωτικά, πολλές καταχρήσεις και μια απόπειρα αυτοκτονίας.
Το 1974 αποκάλυψε ότι η ερωτική της επιθυμία δεν περιορίζεται μόνο στους άντρες, ενώ το 1976 νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική στη Ρώμη μαζί με μία γυναίκα την οποία περίγραφε ως ερωμένη της. Στην Ιταλία βρισκόταν για τα γυρίσματα της ταινίας «Caligula», στην οποία τελικά αρνήθηκε να παίξει λόγω του υπερβολικού γυμνού.
Από το 1980 και έπειτα η Σνάιντερ βρήκε τον άνθρωπο που την έκανε να σταματήσει τις καταχρήσεις, για τον οποίο όμως ποτέ δεν αποκάλυψε αν είναι άνδρας ή γυναίκα. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ο άγγελός μου και είμαι μαζί του από την στιγμή που τον γνώρισα μέχρι και σήμερα» είχε πει.
Τι είδους ταινία ήταν τελικά το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι»;
Η υπόθεση της ταινίας περιστρέφεται γύρω από έναν μεσήλικα που προσπαθεί να ξεπεράσει το θάνατο της γυναίκας του, δημιουργώντας μια σχέση καθαρά σαρκική με μια άγνωστη νεαρή, σε ένα άδειο διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού.
Η ταινία δημιούργησε σκάνδαλο για κάποιες τολμηρές σκηνές της στην εποχή της, δε παύει όμως παρά τα 44 χρόνια που πέρασαν να αποτελεί μια σημαντική καταγραφή αυτού που υποστηρίζει η συστημική ψυχιατρική ως social construction (κοινωνική κατασκευή) και την εξωτερίκευση του θυμού μας για την απώλεια, μέσα από τη σεξουαλική μας απελευθέρωση, για την ικανοποίηση της επιθυμίας. Ένας ειλικρινής ύμνος ενάντια στην ψευδεπίγραφη μονογαμία και η πρώτη καθαρά τολμηρή κινηματογραφική καταγραφή με αναμφισβήτητα διανοουμενίστικο τρόπο.
Ο Κώστας Τερζής έγραφε στην ΑΥΓΗ:
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι” (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα, μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής -σχόλιο για τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού, που αγγίζει και ξεπερνά τα όρια του σαδομαζοχισμού και της συντριπτικής εξουθένωσης…
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα… Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το ’78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου… «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή…».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη “χειρίζονται” ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ’ ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει…