Δεν ξέρουμε πόσοι από εσάς έχουν δοκιμάσει το Negroni. Πρόκειται για ένα ιταλικό αυθεντικό κοκτέιλ, στις περισσότερες των περιπτώσεων προσφερόμενο ως απεριτίφ, που είναι για αυτή τη δεκεατία ότι ήταν το Cosmopolitan στα ’90s. Λατρεμένο από τους πότες και πανταχού παρών…
Πως είναι δυνατόν όμως αυτό το -στη βάση του- ελαφρώς πικρό μείγμα από ίσα μέρη Campari, γλυκού βερμούτ και τζιν να βρεθεί σήμερα από τη λήθη του χρόνου στην κορυφή της λίστας των πιο αγαπημένων κοκτέιλς του πλανήτη;
Ένας από τους ειδικούς στην ιστορία του Negroni είναι ο θρυλικός Βρετανός μπάρμαν Gary Regan, που πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «The Negroni: Drinking to La Dolce Vita», ανακαλύπτοντας και καταγράφοντας στις σελίδες του τα πρώτα ίχνη του κοκτέιλ, στη Φλορεντία του 1919. Σύμφωνα με τον Regan, ένας εύπορος Ιταλός Κόντε, ο Camillo Negroni, ζήτησε κάποια μέρα από τον μπάρμαν ενός καφέ στο κέντρο της πόλης, τον Fosco Scarselli, να κάνει πιο δυνατό το αγαπημένο του κοκτέιλ, το φημισμένο τότε Americano.
Ο μπάρμαν του Caffè Casoni και σήμερα Caffè Roberto Cavalli, στη Via de’ Tornabuoni, αντικατέστησε τη σόδα με τζιν και τη λεπτή φέτα λεμονιού με πορτοκάλι, για να το κάνει να φαίνεται διαφορετικό από το Americano. Ο Κόντες ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη νέα γεύση, που δημιούργησε τη δική του βιοτεχνία παραγωγής έτοιμου Negroni, στο Treviso της Ιταλίας, με την επωνυμία Antico Negroni. Υπάρχει μάλιστα, αρκετά αργότερα, μια αξιόπιστη γραπτή αναφορά του περίφημου Αμερικανού ηθοποιού, σκηνοθέτη, συγγραφέα και παραγωγού Orson Welles, στην εφημερίδα Coshocton Tribune, το 1947, στην οποία περιγράφει «ένα νέο ποτό (κοκτέιλ) με το όνομα Negroni» που δοκίμασε όσο ήταν στην Ρώμη για τα γυρίσματα της ταινίας «Black Magic».
Για σχεδόν έναν αιώνα, το Negroni παρέμενε στο περιθώριο αν και δεν απουσίαζε από κανέναν κατάλογο εστιατορίου ή μπαρ, τουλάχιστον στην Ιταλία. Ακόμα και την περίοδο της «αναγέννησης» των κοκτέιλς, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν άγνωστο σε πολύ κόσμο, κυρίως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Εντούτοις, την τελευταία δεκαετία, από το ξεκίνημα της κυρίως, κάτι φαίνεται να αλλάζει. Σύμφωνα με τον Regan, η πιο πιθανή αιτία της αναβίωσης οφείλεται μάλλον σε σύμπτωση. Επιπλέον, δύο από τα σημαντικότερα συστατικά του, το τζιν και τα μπίτερς, πέρασαν -και συνεχίζουν- μια νέα φάση εξέλιξης στην προσπάθεια των παραγωγών τους να τα κρατήσουν «ζωντανά» στην αγορά.
Σημαντικό επίσης ρόλο στην αναγέννηση του Negroni έπαιξε και η Campari, που το 2009, με τη μεγάλη αγορά του Wild Turkey, του περίφημου brand μπέρμπον από το Κεντάκι, πάτησε γερά τα πόδια της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ιταλική εταιρεία μάλιστα, το 2011, γιορτάζοντας τα 150 χρόνια της (για διαφημιστικούς λόγους κυρίως γιατί δεν προέκυπτε από πουθενά αυτό…), ονόμασε τη χρονιά «έτος Negroni», διοργανώνοντας πλήθος εκδηλώσεων απ’ άκρη σ’ άκρη στις Ηνωμένες Πολιτείες και κάνοντάς το δημοφιλές κοκτέιλ ακόμα και σε περιοχές του νότου που δεν ήξεραν τι ήταν το Campari…
Σήμερα, η δημοτικότητα του κοκτέιλ δεν παρουσιάζει κανένα σημάδι «κόπωσης» και μάλιστα γίνεται όλο και πιο δημοφιλές, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα αρκετά δυνατό ποτό και «δύσκολο» σε εκείνους που το δοκιμάζουν για πρώτη φορά. Το γεγονός όμως ότι είναι πολύ εύκολο στη δημιουργία του, γρήγορο και τα υλικά του συνεχώς εξελίσσιμα, το κάνει πολύ δημοφιλές, για πριν ή και μετά το φαγητό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες νέες συνταγές-παραλλαγές του Negroni, ενώ πολλά μπαρ παράγουν το δικό τους, αποθηκεύοντάς το σε βαρέλια βελανιδιάς.
Όσο για την κλασική συνταγή, ο Gary Regan είναι ξεκάθαρος: «Χρειάζεται απλά ένα παλιομοδίτικο γυάλινο ποτήρι, ένα μικρό σουρωτήρι και κουταλάκι μπαρ και ένα γυάλινο ποτήρι ανάμειξης. Στο τελευταίο, βάζεις ίσες ποσότητες London Dry Gin, Campari και γλυκού βερμούτ (Martini Rosso ή Cinzano Rosso είναι οκ!). Και ανακατεύεις ελαφρά αυτά τα υλικά με πάγο. Το Negroni δεν είναι Martini, δεν πρέπει ποτέ να το χτυπάς. Απόλαυσε το έπειτα σκέτο ή με παγάκια και με μια λεπτή φέτα πορτοκαλιού».