|
Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δεν θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου “σκασμός”
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει. Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σούψω πει ψέματα, Πάντοτε σούλεγα
πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δεν φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου΄
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ! ΞΟΦΛΗΣΕ!»…
Λέει ακόμα και στην επαιτεία είχε καταφύγει, κάποιες φορές, για να ζήσουνε και οι δυο τους. Και η κόρη θυμόταν, πριν τόσο νέα χαθεί και η ίδια: «… Στο μεταξύ έκανε μπαμ η επιτυχία της Κατερίνας. Δυστυχώς έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Άρχισε να πίνει και να αυτοκαταστρέφεται με όλους τους τρόπους. Ένιωθα ενοχές που δεν μπορούσα να τη βοηθήσω και μπλέχτηκα κι εγώ μέσα. Ο πατέρας μου με παρακολουθούσε διακριτικά. Μου έκανε την πρόταση να πάω στην κοινότητα Saman στο Παλέρμο κι εγώ δέχτηκα. Ένα χρόνο μετά το θάνατο της Κατερίνας άρχισα να παίρνω τα πάνω μου. Ξανάρχισα να ζωγραφίζω και να γράφω. Έβλεπα το μέλλον μου με διαφορετικό τρόπο. Όλες οι αναμνήσεις έγιναν πεταλούδες, πέρασαν. Είκοσι χρόνια πέταξαν. Το μόνο που ζητάω είναι να ζήσω ελεύθερη χρωματιστά»… Βρέθηκε νεκρή, σε ένα ταξίδι στην Αθήνα, από ναρκωτικά. Ίσως τελικά και να πέταξε… Σε ένα αφιέρωμα της Σεμίνας Διγενή για τη Γώγου το 1993, είχε πει για τη μητέρα της: «η Κατερίνα ήτανε ένα παιδί και κάποια στιγμή αυτό το παιδί τρώγοντας σφαλιάρες, άρχισε να απογοητεύεται με το ότι τα όνειρά της δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικότητα»… Προφανώς ούτε και τα δικά της…
… Και πάλι η Κατερίνα των λέξεων και των ήχων! Κάποτε, παλιά! Θα περπατούσε μοναχικά στην πλατεία. Θα μιλούσε με τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά εκείνους που ήταν το ίδιο άσπιλοι σαν την ίδια, πληγωμένοι και με βαθύτατα χαραγμένο τον πόνο και την συμπόνια στην ύπαρξή τους. Θα αρνιόταν κάθε συνθηκολόγηση, κάθε υποχώρηση, όποιο ξεπούλημα, έστω και μικροσκοπικό. Δεν ανταλλάσσει τις ιδέες, την επαναστατικότητά της με τζιπ μεγάλου κυβισμού, λαμαρίνες και ζάντες και σπίτι στα Βόρεια Προάστια. Δεν ορίζονταν από τα πανίσχυρα –τότε- συγκροτήματα Τύπου και τις δημόσιες σχέσεις με δημοσιογράφους και πλούσιους μαικήνες. Ήταν ανυποχώρητη. Κάποτε, μια μέρα, σαν όλες, κουράστηκε να αγωνίζεται μόνη. Και αυτοκτόνησε στις χωρίς επιλογές εξαρτήσεις της. Γιατί πάντα το κεφάλι της στέκονταν περήφανο στο κεφάλι της και κοίταζε περήφανα τον κόσμο! Την θυμάμαι σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια! Σε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι μόνη της. Ήταν για πολλά άτομα, αλλά το χε πιάσει κατάμονη. Κάπνιζε συνεχώς. Έπινε. Όποτε γύρναγε το βλέμμα της γύρω, αγριοκοιτούσε. Κάπου κάπου φαινόταν η σκιά της στην πλατεία. Και στις πορείες. Σε εποχές παλιές, που υπήρχαν σπίθες και έκαιγαν σωθικά. Ανήκε στον αντιεξουσιαστικό χώρο, ήταν ενεργή, δεν σταματούσε να αντιστέκεται, δεν γονάτιζε. Έγραψε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, κάπου εκεί, στα 1990 με 91, για την στήριξή της στους αναρχικούς Κυριάκο Μαζοκόπο και Γιάννη Πετρόπουλο που ήταν φυλακισμένοι. Κάθε τρεις και λίγο την συλλάμβανε η αστυνομία. Τον Ιανουάριο του 1980, η «17 Νοέμβρη» σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς. Η Κατερίνα συνελήφθη σαν ύποπτη. Πιο μετά και επί ΠΑΣΟΚ έκανε μήνυση στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης, γιατί κατά τη διάρκεια μιας πορείας είχε δεχτεί επίθεση από αστυνομικούς… Φώναζε στη πλατεία και στους δρόμους, μικρό σώμα αυτή, με δυνατή φωνή, την αλήθεια της και την ανάγκη για δικαιοσύνη. Μετά χάθηκε. Και κάποτε πάει στα αλήθεια…
Σ’ ένα βιβλίο γι’ αυτήν, «Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου», διασκευή τμήματος διατριβής της Αγάπης Βιργινίας Σπυράτου, ξεχωρίζεται στην εισαγωγή του Γιάννη Δεληγιάννη, ο κόσμος που μέσα στο στομάχι του έπρεπε να χωνευτεί, η μικροσκοπική γυναίκα με τις γιγαντιαίες αρνήσεις. «…Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην πολιτική και στο πεδίο της κουλτούρας η υπέρβαση του εφικτού υπήρξε το στρατηγικό όραμα της νεολαίας… Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός της νεολαίας, που υπήρχε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, είτε συρρικνώθηκε είτε απορροφήθηκε από την κυρίαρχη ιδεολογία… Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αφομοιώσουν και ν` αποδεχτούν το ιδεολογικό vertigo μιας ολόκληρης γενιάς είτε περιχαρακώνονται σε μία αξιοπρεπή μοναχικότητα είτε συνεχίζουν ένα contra tempo πολιτικό ριζοσπαστισμό κυρίως στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του αναρχισμού. Στο πεδίο της κουλτούρας η αντίσταση στο φτηνό, το χυδαίο και το εύκολο καθίσταται ένας δυσκολοδιάβατος μοναχικός δρόμος, που συχνά πολλαπλασιάζει τα εσωτερικά αδιέξοδα και κονιορτοποιεί την ψυχική ισορροπία των ανθρώπων. Ο Νικόλας Άσιμος, η Κατερίνα Γώγου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι από αυτούς που δεν μπορούν ν` απεμπολήσουν τις αξίες τους και γι` αυτό παραδέρνουν…»… Και αυτοί χάνονται στην ιερότητά τους. Δεν υποκύπτουν; Δεν θα υπάρχουν! Εξόντωση!
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα, που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό,
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν.
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο -παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε…
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
πρόσεχε σε παρακαλώ, πολύ πολύ,
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.»