Νοέμβριος 1989. Η Liz Tilberis, μία από τις εμβληματικές διευθύντριες της βρετανικής Vogue ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, λίγο πριν φύγει για τη Νέα Υόρκη για να αναλάβει το Harper’s Bazzar, φωνάζει στο γραφείο της τον Peter Lindbergh. Ο Linderbergh, ένας Γερμανός φωτογράφος και κινηματογραφιστής με σπουδαία ήδη καριέρα, κοντά στα 45 τότε, είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση για τον κινηματογραφικό τρόπο που αναδείκνυε τα μοντέλα του μέσα από τις στατικές εικόνες, τα περισσότερα άγνωστα και δικές του ανακαλύψεις, δίνοντάς τους την εικόνα σταρ.
«Πρέπει να κάνεις το εξώφυλλο του Ιανουαρίου (1990)» είπε η Liz στον Linderbergh, ζητώντας του να αποθανατίσει σε μία εικόνα την τάση της νέας δεκαετίας που έμπαινε. «Θέε μου, ποια θα μπορούσε να τα καταφέρει; Δεν μπορείς να δείξεις τη νέα δεκαετία μέσα από ένα και μοναδικό πρόσωπο. Δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτό» ήταν η αντίδραση του φωτογράφου στην παραγγελία της διευθύντριας αλλά ο Linderbergh ενδόμυχα ήξερε πως θα μπορούσε να το κάνει…
«Εκείνη την εποχή δεν πίστευα ότι όλο αυτό θα έγραφε ιστορία» δηλώνει σήμερα ο Linderbergh, που πλέον κλείνει τα 74 του χρόνια. Και συνεχίζει: «Έφυγα σχεδόν με πανικό από το γραφείο της Liz. Τότε ήταν που η ιδέα του “τι είναι ομορφιά” είχε αρχίσει να αλλάζει. Είπα και στην Liz πως δεν θα μπορούσα να φωτογραφίσω μια εντυπωσιακή ξανθιά, μια όμορφη γαλανομάτα ή μια χυμώδη μελαχρινή, ως σύμβολα της δεκαετίας που άλλαζε. Το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει ήδη. Βγαίνοντας από τα ’80s, που ήταν όλο εντυπωσιακά μαλλιά και μεγάλα στήθη, αυτό που κάναμε τότε ήταν εντελώς φρέσκο και καινούριο. Και αγάπησα τόσο ποσό το styling. Εκείνα τα υπέροχα κορμάκια του Giorgio di Sant’Angelo πάνω από τα Levi’s…» εξομολογείται σήμερα ο Linderbergh για τη θρυλική φωτογράφηση της Vogue και συνεχίζει την αφήγηση του:
«Θυμάμαι έκανε πολύ ζέστη εκείνη την ημέρα στη Νέα Υόρκη. Είμασταν από νωρίς στο δρόμο, στην γειτονιά της συσκευασίαw κρεάτων, στην Hudson Street του Manhattan. Linda Evangelista, Naomi Campbell, Tatjana Patitz, Cindy Crawford και Christy Turlington, ήταν όλες εκεί μαζί μας. Τα κορίτσια ήταν πολύ φιλικά μεταξύ τους, κάποιες περισσότερο γιατί γνωρίζονταν. Τότε δεν υπήρχαν κινητά και έτσι όταν ήμασταν όλοι μαζί μιλούσαμε συνέχεια, δεν μας διέκοπταν τα μηνύματα. Το να κουμαντάρεις και να δίνεις οδηγίες σε πέντε γυναίκες δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο αλλά τα καταφέρναμε» συμπληρώνει γελώντας ο σπουδαίος φωτογράφος.
Σύμφωνα με τα περισσότερα περιοδικά αλλά και τον κόσμο της μόδας, εκείνη η φωτογράφηση του Peter Lindbergh άλλαξε τον τρόπο που ο κόσμος έβλεπε τα μοντέλα. Ήταν όμως αυτό που αποκαλείται σήμερα «η γέννηση των Supermodels»; «Δεν είναι η απόλυτη αλήθεια» λέει ο φωτογράφος: «Δύο χρόνια πριν είχα ξανακάνει κάτι παρόμοιο, εκείνη τη φωτογράφηση με τα λευκά πουκάμισα. Αλλά ήταν για την αμερικάνικη Vogue. Μάλιστα τότε δεν τους άρεσαν ιδιαίτερα οι φωτογραφίες. Έβρισκαν τα κορίτσια “χωρίς έμπνευση”. Εγώ προτιμούσα τις κοπέλες από την σχολή καλών τεχνών. Εκείνοι ήθελαν κοπέλες να φορούν sneakers του τένις και είχαν συγκεκριμένο όραμα. Δεν τους αρκούσαν τα γυναικεία σκουλαρίκια. Η αμερικάνικη Vogue ήταν πολύ λαμπερή, ήθελε πανάκριβες Bentleys και τσάντες χειρός με δέρμα κροκοδείλου. Δεν ήταν για εμένα αυτό το στυλ. Έτσι, αποφάσισα να το ξανακάνω αλλά αυτή φορά να κατέβω με τα κορίτσια μέσα στην πόλη. Στο Manhattan, στο SoHo. “Είσαι τρέλος;” μου φώναζαν. “H Vogue δεν πάει στο SoHo” επέμεναν. Μπορείτε να το πιστέψετε; Όπως και να ‘χε, πήγαμε. Στην Watts Street. Ήταν σκοτεινά, μυστηριώδη, σκονισμένα, η Νέα Υόρκη που αγάπησα» εξομολογείται σήμερα ο Lindbergh.
O Linderbergh πήγε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και την αγάπησε τόσο πολύ που για περισσότερο από 40 χρόνια δεν την εγκατέλειψε ποτέ για περισσότερο από ένα μήνα. «Θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν σπουδαίες νεοϋρκέζικες μάρκες, σαν την DKNY, να ζητούν από έναν περίεργο Γερμανό να φωτογραφίζει τις καμπάνιες τους. “Κανείς άλλος δεν βλέπει τη Νέα Υόρκη όπως εσύ” μού έλεγαν. “Οι Νεοϋρκέζοι έχουν σταματήσει να τη βλέπουν με ενθουσιασμό”» λέει σήμερα γελώντας ο Peter και συνεχίζει: «Την ημέρα της φωτογράφησης είχαμε πολύ κέφι. Η μακιγιέζ μου ήταν να πετάξει αυθημερόν από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη με το Κόνκορντ αλλά υπήρξε θέμα με την πτήση. Οι πιλότοι έπρεπε να αδειάσουν όλα τα καύσιμα εν πτήση και να επιστρέψουν στη Γαλλία. Μπορείτε να το φανταστείτε; Τελικά, η μακιγιέζ μου δεν ήρθε ποτέ και έπρεπε να βρούμε μια άλλη. Δεν θυμάμαι καν τι έγινε τελικά…» συμοπληρώνει ο Linderbergh.
Τι ήταν όμως τα Supermodels για εκείνον; «Ασφαλώς και έφεραν επανάσταση στη μόδα. Ήταν κορίτσια φρέσκα, “ζωντανά”, που έστεκαν ακριβώς απέναντι σε αυτό που πίστευαν οι άλλο για την γυναικεία ομορφιά. Εκείνα τα κορίτσια ήταν αστεία, έκαναν πλάκα, σε πείραζαν, έλεγαν σόκιν ανέκδοτα, ανακατευόντουσαν σε όλα. Ήταν χαρακτήρες καθημερινοί. Κορίτσια που θα μπορούσες να συναντήσεις στην αγορά, στα καφέ αλλά είχαν την λάμψη της σταρ».
Υπήρξαν αμέτρητες φορές έπειτα από εκείνη τη φωτογράφηση του Peter Lindbergh που του ζητήθηκε να κάνει ξανά κάτι παρόμοιο: «Όταν με ρωτούν αν η εποχή των Supermodels μπορεί να επανέλθει, πάντα λέω “Όχι”. Οι γυναίκες είναι απελευθερωμένες σήμερα, μπορούν να κάνουν ότι θέλουν, να φορέσουν ότι θέλουν, είναι όλο μακιγιάζ και τέλεια σκουλαρίκια. Η ιδέα μου για την ομορφιά ποτέ δεν άλλαξε. Είναι να έχεις τη δύναμη να δείχνεις αυτό που είσαι. Συνέχιζα να δουλεύω με εκείνα τα κορίτσια και όταν έγιναν διάσημες. Οι αντιδράσεις μου ήταν πάντα ίδιες: “Βγάλε το μακιγιάζ. Δείχνει τόσο απαίσιο”…».