Να εξομολογηθώ πως την καλλιτεχνική κίνηση και το που χτυπά η κάρδια της Αθήνας, εδώ και χρόνια, ούτε την ξέρω, ούτε με νοιάζει να τη μάθω πια. Ίσως η ηλικία μου, που είναι πολύ εύθραυστη για το τυχαίο ή τον χιλειωπωμενο, ή ίσως εκείνο το άλλο που έλεγε η Μελίνα «γιατί να βγεις από το σπιτάκι σου χρυσό μου, αν δεν είναι να φλερτάρεις», ίσως αυτά να φταίνε. Μπορεί βέβαια στο πιο λαμπερό πάρτυ να βρεθώ στο Κολωνάκι, χειμώνα και εγώ να κοιτάω τον άστεγο της πλατείας και να προτιμώ την κουβέντα μαζί του, παρά τις πόζες με τα όλο λεύκανση χαμόγελα πλάι μου, που με κομπλεξάρουν κιόλας διότι εγώ δεν έχω! Πώς να γλεντάς δηλαδή, όταν πρέπει να δρασκελίσεις πάνω από κοιμισμένα σώματα σε χαρτόκουτα για να φτάσεις στους φωτογράφους;
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Όλοι, αίφνις, ταράζονται για τα παιδιά που παίζουν Pokémon go και δε νοιάζονται για τις ψυχές της Συρίας, για τις οποίες κανείς υποκριτής η μη νοιάστηκε πριν το φτηνιάρικο αυτό επιχείρημα, ούτως η άλλως! Διότι δεν μπορεί να μην είδαν άστεγους, πρόσφυγες, μάνες με παιδιά πεινασμένα, επαίτες, σ αυτή τη πόλη, πηγαίνοντας στη ταβέρνα, στο κλαμπ, στη πρεμιέρα! Καλά κάνουν αφού μπορούν! Εγώ προτιμώ να κάτσω σπίτι μου να ακούω τα τζιτζίκια, να περιμένω να πέσει τα απόγευμα και να δροσίσει και να καθίσω έξω, πάνω στις πέτρες χωρίς θόρυβο και άνευ άγχους για διαφημιζόμενη με selfie κοσμική ευτυχία! Και το θέατρο, τη μια απόλαυση μου, αμαρτωλά ηδονική, τα τελευταία χρόνια, το αποφεύγω!
Τα λίγα πρόσωπα στις μίζερες σκηνές, τα ετοιμόρροπα σκηνικά, τα τσαλακωμένα κοστούμια, οι ανούσιες προσεγγίσεις των κείμενων, ο ασθματικός, υστερικός σχεδόν ναρκισσισμός των μοναχικών πρωταγωνιστών, τα φτηνά προγράμματα με διαφημίσεις ακόμα και 090, οι βρώμικες τουαλέτες γιατί οι ηθοποιοί πατάνε και τη φασίνα μετά τους ρόλους, όλα αυτά μου προκαλούν κλειστοφοβία και θλίψη, γιατί καμία άνθιση δε βλέπω στο ότι ο καθένας ανεβάζει μόνος του ένα έργο με συνοπτικές διαδικασίες να βγάλει κάνα φράγκο και το ονομάζει θεατρική πράξη. Ξέρω και τους παραγωγούς που οι περισσότεροι –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- όχι θέατρο δεν ξέρουν και δεν αγαπούν, αλλά ούτε καν τα 24 γράμματα της αλφαβήτας για να συνενοηθείς μαζί τους.
Ξέρω και τους λαμπρούς πρωταγωνιστές, τα αγαπημένα παιδιά κυκλωμάτων που βαφτίζουν ταλέντο το ελάττωμα της τέχνης και της τεχνικής και παραλαλούν απ την κοινοτυπία. Σπάνια, λοιπόν, κατεβαίνω απ το βουνό για συμμέτοχη στη ζωή του κέντρου και δεν έχω επισκεφτεί ακόμα την Αγία Ειρήνη και τα μπαράκια της, ούτε καν ξέρω που πέφτει.
Κι όμως ένα βράδυ βρέθηκα ξανά, στο Χυτήριο, στο Γκάζι που είναι γνωστό από παλιά και στέκι όχι μόνο για την ιστορία του χώρου και την υψικάμινο που είναι σαν μνημείο εργατιάς, αλλά γιατί είναι το άντρο της φίλης μου, της Βάσιας της Παναγοπούλου, που νομίζω από πάντα πια, μοιραζόμαστε τις αλήθειες μας, ακόμα και μέσα από εύγλωττες σιωπές, αρκεί να καθόμαστε κοντά η μια στην άλλη.
Ξέρω πια και τους ανθρώπους της. Θα χαρώ να δω την Άννα στο μπαρ και να μιλήσουμε για τη μόλυνση στο αγαπημένο Αιτωλικό, που το λερώνει η αδιαφορία και πως είναι η άνοιξη στο Μεσολόγγι, πολύχρωμη, έξω απ το κάστρο και την ακινησία της λίμνης. Θα τα πω και με τον Γιώργο στα εισιτήρια που καταλαβαίνει πριν μιλήσουν καν τις διαθέσεις των ανθρώπων. Αυτό το απόγευμα, πυρακτώνεται η άσφαλτος στην Ιερά Οδό και αχνίζουν οι γραμμές των λωρίδων κυκλοφορίας. Όμως μέσα στο Χυτήριο, ο κήπος έχει δροσιά απ τα δεντράκια, το ξύλο, τη πέτρα, σαν σε αυλή αλλού καιρού, άλλης εποχής. Έχει παράσταση.
Το «Bam Bam» παίζεται για τρίτη χρονιά, σα σε αλλοτινό κηποθέατρο. Κάθομαι πίσω, πίσω και περιμένω την Βάσια που είναι στο δρόμο και έρχεται. Βλέπω τον Παντελή Καναράκη, πάντα τόσο ήρεμο και επικοινωνιακό που είναι λες καταπραϋντικός άνθρωπος φτιαγμένος από βότανα, αν ήταν δυνατόν. Γελάμε. Φεύγει μετά, να ετοιμαστεί για την παράσταση. Τόσο καιρό, δεν έχω καθίσει να τη δω. Λίγο βαριά, τώρα, βλέπω τα φώτα να χαμηλώνουν και σκέφτομαι ποσό αργά νυχτώνει πια και με Κοντογιαννίδη, Ραμπότα, Καλυβάτση, Παυλίδου, ε, όσο να ναι και για να παίζεται τόσο καιρό, καλό θα ναι!
Χάζευα και το Internet, μουλωχτά και καθισμένη μακριά απ τη σκηνή και κοντά στην έξοδο για να φύγω αν με πιάσει καμιά κρίση πανικού! Στα πέντε πρώτα λεπτά της παράστασης και αφού έχω δει ήδη σκηνικά, θίασο 7 ατόμων, μουσικά κομμάτια προσεγμένα, έχω αφοσιωθεί πλήρως και γελάω δυνατά, λυτρωτικά, ενάντια σε κάθε επικείμενο εγκεφαλικό και την αυτοκινούμενη μου μιζέρια. Κακαρίζοντας πιάνω όχι μόνο τους διπλανούς, αλλά και απ τη σκηνή ακόμα, να κοιτάνε προς τα σκοτάδια μου, να δουν ποιος στα κομμάτια, κάνει έτσι! Είχα χρόνια να πάθω τέτοιο παροξυσμό που κατέληξε κάποια στιγμή στο να πίνω νερά για να πάρω ανάσα επιτέλους, με τον Κοντογιαννίδη, τον Καλυβάτση και τον Καναράκη να είναι τρεις τους πάνω στη σκηνή και στο αποκορύφωμα να αυτοσχεδιάζουν, ενώ ο Κοντογιαννίδης μιλούσε Γερμανικά, μιας και όπως είπε είναι η «επίσημη γλώσσα του κράτους».
Πήγα στο τέλος, έσφιξα το χέρι του Παντελή, του Καλυβάτση, αγκάλιασα με δύναμη τη Βάνα! Μου κάνανε ένα δώρο ανέλπιστο και πολύτιμο και έφυγα σαν πιο ανάλαφρη, σα να χα μιλήσει η ίδια ώρες, ψυχαναλυτικά και να είχα ξορκίσει κάθε φοβία. «Στα λεγα τρία χρόνια, έλα, να το δεις!» επίχαιρε η Βάσια, μέχρι να ακούσει το «είχες δίκιο» και να συμπληρώσει ικανοποιημένα, «όπως πάντα»… Σχεδόν, φίλη μου, σχεδόν πάντα… αλλά δε στο λέω!