H οχτάχρονη Σεβερίν, για να πάει απ’ το δωμάτιό της σ’ εκείνο της μητέρας της, έπρεπε να διασχίσει έναν μακρύ διάδρομο. Το βαριόταν και το έκανε πάντα τρέχοντας. Ένα πρωινό, όμως, η Σεβερίν έμελλε να κοντοσταθεί απότομα στη μέση του διαδρόμου. Μια πόρτα, η πόρτα του λουτρού, άνοιξε. Ξεπρόβαλε ο υδραυλικός – ένας κοντόχοντρος άνδρας. Το βλέμμα του, φιλτραρισμένο μέσα απ’ τις αραιές πυρρόξανθες βλεφαρίδες του, καρφώθηκε στο κοριτσάκι. Η Σεβερίν, μολονότι τολμηρή, φοβήθηκε και πισωπάτησε.
Η κίνηση αυτή ήταν καθοριστική για τον άνδρα. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του κι έπειτα άρπαξε με τα δυο του
χέρια τη Σεβερίν. Μια μυρωδιά γκαζιού, ζωώδους δύναμης την τύλιξε. Δυο κακοξυρισμένα χείλη τής έκαιγαν το λαιμό.
Η μικρή πάλεψε απεγνωσμένα. Ο εργάτης γελούσε σιωπηλά, λάγνα. Τα χέρια του κάτω απ’ το παιδικό φουστανάκι γλιστρούσαν πάνω στην τρυφερή σάρκα. Ξάφνου, η Σεβερίν σταμάτησε να παλεύει. Όλο της το κορμί σκλήρυνε, άσπρισε. Ο άνδρας την άφησε στο πάτωμα και απομακρύνθηκε αθόρυβα. Η γκουβερνάντα της τη βρήκε ξαπλωμένη κατάχαμα. Πίστεψαν πως το κοριτσάκι είχε γλιστρήσει. Το ίδιο πίστεψε και η Σεβερίν.
O Πιερ Σεριζί έλεγχε τα χάμουρα. Η Σεβερίν, που μόλις είχε βάλει τα χιονοπέδιλά της, τον ρώτησε:
– Έτοιμος;
Εκείνη φορούσε ένα χοντρό αντρικό μπλε πουλόβερ, όμως οι γραμμές της σιλουέτας της ήταν τόσο αυστηρές, τόσο καθαρές, που το ρούχο δεν προσέθετε καθόλου όγκο στο ανυπόμονο κορμί της.
– Ποτέ δεν θα ’μαι όσο προστατευτικός θα ’θελα για σένα, αποκρίθηκε ο Πιερ.
– Μα δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος, αγάπη μου. Το χιόνι είναι τόσο καθαρό που, και να πέσω, θα είναι σκέτη απόλαυση. Έλα, πάμε.
Με μια επιδέξια κίνηση ο Πιερ βρέθηκε πάνω τη σέλα. Το άλογο δεν κουνήθηκε, ούτε καν σκίρτησε. Ήταν ένα ζώο
δυνατό και πράο, φαρδοκάπουλο, συνηθισμένο στο βάδην παρά στον καλπασμό. Η Σεβερίν κράτησε γερά τις άκρες απ’
τα μακριά γκέμια που κρέμονταν απ’ τα χάμουρα και άνοιξε ελαφρά τα πόδια της. Δοκίμαζε αυτό το σπορ πρώτη φορά,
και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν κάπως συ σπαστεί από την αυτοσυγκέντρωση. Έτσι, κάποιες ατέλειές του, που συνήθως κανείς δεν πρόσεχε, έγιναν εμφανείς: πιγούνι υπερβολικά τετράγωνο, ζυγωματικά προεξέχοντα. Όμως ακριβώς αυτή την άτεγκτη αποφασιστικότητα του προσώπου της αγαπούσε ο Πιερ· και, μάλιστα, για να παρατηρήσει λίγα δευτερόλεπτα ακόμα τούτη την έκφραση, έκανε πως τάχατες ρεγουλάριζε τους αναβολείς του.
– Πάμε, της φώναξε τελικά.
Τα γκέμια που κρατούσε η Σεβερίν τεντώθηκαν, ένιωσε να γλιστράει αργά αργά.
Στην αρχή, η μόνη της έγνοια ήταν να κρατήσει την ισορροπία της και να μη γελοιοποιηθεί. Για να φτάσουν στο ξέφωτο, έπρεπε πρώτα να διασχίσουν απ’ άκρη σ’ άκρη τη δημοσιά της ελβετικής κωμόπολης. Εκείνη την ώρα, οι πάντες περνούσαν αποκεί. Ο Πιερ, με το λαμπερό του χαμόγελο, χαιρετούσε φίλους και γνωστούς απ’ τα σπορ και τα μπαρ, κάποιες κοπέλες ντυμένες με στολές του σκι, καθώς και άλλες χωμένες μέσα σε ζωηρόχρωμα έλκηθρα. Η Σεβερίν όμως δεν έβλεπε κανέναν, έχοντας την προσοχή της στραμμένη στα οροθέσια που τους έδειχναν ότι κόντευαν να φτάσουν στην ύπαιθρο – η εκκλησία με τη μικρή πλατεία και χωρίς κανένα μυστήριο… το παγοδρόμιο… το θεοσκότεινο ποτάμι ανάμεσα στις ολόλευκες όχθες του…το τελευταίο πανδοχείο που τα παράθυρά του έβλεπαν στους αγρούς.
Μόλις το πέρασαν, η Σεβερίν ανέπνευσε καλύτερα. Μπορούσε πια να σκοντάψει, κανείς δεν θα γινόταν μάρτυρας της πτώσης της. Κανείς, εκτός απ’ τον Πιερ. Μα εκείνος… Και, τότε, η νεαρή γυναίκα ομόρφυνε ακόμα περισσότερο απ’ την αγάπη που ένιωσε να κουρνιάζει σαν ένα τρυφερό ζωάκι μες στον κόρφο της. Χαμογέλασε κοιτάζοντας τον ηλιοκαμένο σβέρκο, τους καλοσχηματισμένους ώμους του συζύγου της. Ήταν γεννημένος στον αστερισμό της αρμονίας και της δύναμης. Ό,τι έκανε ήταν επιδέξιο, ακριβές και τόσο φυσικό.
– Πιερ! φώναξε η Σεβερίν.
Εκείνος γύρισε. Καθώς ο ήλιος τον χτύπησε καταπρόσωπο, μισόκλεισε τα μεγάλα γκριζωπά του μάτια.
– Τι ωραία που είναι, είπε η νεαρή γυναίκα.
Η χιονισμένη κοιλάδα εκτεινόταν σχηματίζοντας ήπιες καμπύλες, θαρρείς και κάποιος τις είχε υπολογίσει με ακρίβεια. Πάνω ψηλά, γύρω απ’ τις βουνοκορφές, μερικά σύννεφα πλανιόνταν σαν απαλές και γαλακτόχρωμες τούφες.
Στις πλαγιές, έβλεπες χιονοδρόμους να γλιστρούν με κείνη τη φτερωτή, αδιόρατη κίνηση των πουλιών. Η Σεβερίν ξανάπε:
– Τι ωραία που είναι.
– Αυτό δεν είναι τίποτα, είπε ο Πιερ.
Σπιρούνισε το άλογό του, που άρχισε να τροχάζει.
Τώρα αρχίζουμε αναλογίστηκε η νεαρή γυναίκα.
Μια ευχάριστη αδημονία άρχιζε να την κατακλύζει· μια αδημονία που σιγά σιγά έγινε αυτοπεποίθηση, αγαλλίαση.
Τα πήγαινε μια χαρά. Τα μακρόστενα χιονοπέδιλα την παρέσυραν από μόνα τους. Έφτανε ν’ αφεθεί στην κίνησή τους.
Η ένταση των μυών της χαλάρωσε. Μπορούσε εύκολα να ελέγχει ακόμα και το πιο απαλό τους παιχνίδισμα. Μερικά
αργόσυρτα έλκηθρα φορτωμένα με ξύλα πέρασαν από μπρο στά τους. Πάνω τους διέκρινες καθισμένους στο πλάι, με τα
πόδια κρεμασμένα, κάτι ογκώδεις και ηλιοκαμένους τύπους. Η Σεβερίν τούς χαμογέλασε.
– Μπράβο, μπράβο, της φώναζε κάθε τόσο ο Πιερ.
Η νεαρή γυναίκα νόμιζε πως τούτη η χαρούμενη, όλο αγάπη φωνή ερχόταν απ’ τα τρίσβαθά της. Και όταν άκουσε «πρόσεχε!», μήπως κάποιο αντανακλαστικό την είχε κιόλας προειδοποιήσει πως η απόλαυση που θα ένιωθε θα γινόταν ακόμα πιο έντονη; Ο επιβλητικός ρυθμός του καλπασμού σφυροκόπησε τον δρόμο. Τούτος ο ρυθμός κυρίεψε τη Σεβερίν. Η ταχύτητα εξασφάλιζε την ισορροπία της σε βαθμό που ούτε καν τη σκεφτόταν, κι έτσι αφέθηκε στην αρχέγονη χαρά που την κυρίευε. Τίποτα δεν υπήρχε πια στον κόσμο, παρά μονάχα οι παλμικές κινήσεις του κορμιού της, που διέπονταν από την ευρυθμία της γοργότητάς τους. Κανείς δεν την έσερνε πια, εκείνη είχε τον έλεγχο αυτής της παράτολμης κούρσας. Εκείνη την εξουσίαζε πλήρως, σκλάβα και πατρικία συνάμα.
Και τούτη η απαστράπτουσα λευκότητα ολόγυρά της… Κι ο παγωμένος αγέρας, ρέων σαν πιοτό, καθάριος σαν νερό πηγής, σαν τη νεότητα…
– Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα! του φώναξε.
Όμως ο Πιερ δεν είχε ανάγκη από τέτοιου είδους παροτρύνσεις, ούτε και το άλογο χρειαζόταν το σπιρούνισμα του
αναβάτη του. Οι τρεις τους αποτελούσαν ένα ζωώδες ευτυχισμένο σύνολο.
Καθώς άφηναν τον δρόμο, είδαν μπροστά τους μια από τομη στροφή. Η Σεβερίν δεν ήξερε πώς έπρεπε να την πάρει
και, αφήνοντας τα γκέμια, βρέθηκε χωμένη ως τη μέση μες στο χιονισμένο πρανές. Ήταν όμως τόσο μαλακό, τόσο δροσερό, που, αδιαφορώντας για το παγωμένο ρυάκι που κυλούσε στην πλάτη της, ένιωσε πρωτόγνωρη χαρά. Προτού έρθει ο Πιερ να τη βοηθήσει, εκείνη ήταν κιόλας όρθια κι έλαμπε ολόκληρη. Συνέχισαν τον δρόμο τους. Όταν έφτασαν μπροστά σ’ ένα μικρό πανδοχείο, ο Πιερ σταμάτησε.
– Δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα. Ξεκουράσου, της είπε.
Ήταν ακόμη νωρίς το πρωί, ψυχή δεν υπήρχε στο σαλόνι.
Ο Πιερ έριξε μια ματιά γύρω του και της πρότεινε:
– Πάμε να καθίσουμε έξω, τι λες; Θα μας ζεσταίνει ο ήλιος.
Καθώς η πατρόνα έφτιαχνε το τραπέζι τους στην μπροστινή πλευρά του πανδοχείου, η Σεβερίν είπε:
– Κατάλαβα αμέσως πως δεν σου άρεσε αυτό το μέρος.
Γιατί όμως; Είναι πεντακάθαρο.
– Πολύ. Το τρίβουν και το ξανατρίβουν ώσπου δεν αφήνουν τίποτα. Στα μέρη μας, βλέπεις την πατίνα του χρόνου ακόμα και στο πιο ταπεινό καπηλειό. Τα πάντα αποπνέουν τη μυρωδιά της επαρχίας. Πρόσεξες ότι εδώ όλα είναι ορατά τα σπίτια, οι άνθρωποι; Μήτε σκιά, μήτε μυστικό, δηλαδή καμιά ζωή.
– Πόσο καλός είσαι μαζί μου, είπε γελώντας η Σεβερίν, δεν περνάει μέρα που να μη μου πεις πως μ’ αγαπάς για την καθαρότητά μου.
– Σωστά, αλλά εσύ είσαι το βίτσιο μου, αποκρίθηκε ο Πιερ αγγίζοντας με τα χείλη του τα μαλλιά της.
Η πατρόνα τούς έφερε χωριάτικο ψωμί, σκληρό τυρί και μπίρα. Τα εξαφάνισαν πολύ γρήγορα. Ο Πιερ και η Σεβερίν έφαγαν με όλβια όρεξη. Πού και πού κοιτούσαν προς το στενό φαράγγι που φιδογύριζε από κάτω τους και προς τα έλατα – κάθε κλαδί τους βαστούσε ένα εύθραυστο αδράχτι χιονιού που γύρω του ο ουρανός και ο ήλιος σχημάτιζαν μια γκριζογάλανη άλω.
Ένα πουλί κούρνιασε σιμά τους. Η κοιλιά του είχε μια απόχρωση εκτυφλωτικού κίτρινου, και τα φτερά του ήταν γκρίζα με μαύρες ρίγες.
– Τι υπέροχο γιλέκο, σχολίασε η Σεβερίν.
– Αρσενικός μελισσοφάγος… Τα θηλυκά είναι πιο άχρωμα.
– Όπως εμείς, δηλαδή.
– Δεν το νομίζω…
– Έλα, αγάπη μου, το ξέρεις καλά πως εσύ είσαι ο πιο όμορφος απ’ τους δυο μας. Πόσο σ’ αγαπώ όταν μουτρώνεις.
Ο Πιερ είχε γυρίσει το κεφάλι του, και η Σεβερίν έβλεπε μονάχα το προφίλ του, που έμοιαζε παιδικό απ’ την αμηχανία.
Απ’ όλες τις εκφράσεις που σκιαγραφούνταν στο επιβλητικό του πρόσωπο, αυτή άγγιζε πιο βαθιά τη νεαρή γυναίκα.
– Θέλω να σε φιλήσω, του είπε.
Αλλά ο Πιερ, που τάχατες αδιάφορα έπλαθε μια χιονόμπαλα, απάντησε:
– Έτσι μου ’ρχεται να σ’ την πετάξω.
Δεν είχε καλά καλά αποσώσει τη φράση του όταν δέχτηκε κατακούτελα μια χούφτα χιονόσκονη. Την ανταπέδωσε. Για
λίγα δευτερόλεπτα ρίχτηκαν σ’ έναν παθιασμένο χιονοπόλεμο. Μόλις η πανδοχέας εμφανίστηκε στο κατώφλι εξαιτίας του θορύβου απ’ τις καρέκλες που αναποδογύριζαν, σταμάτησαν σαστισμένοι. Η ηλικιωμένη γυναίκα όμως τους κοίταξε με χαμόγελο μητρικό· ακριβώς με το ίδιο χαμόγελο η Σεβερίν έσιαζε τα μαλλιά του Πιερ προτού εκείνος καβαλήσει το άλογό του.
Ακόμα και μέσα στην κωμόπολη προχωρούσαν καλπάζοντας και φωνάζοντας μ’ όλη τους δύναμη στους περαστικούς να προσέχουν, θέλοντας έτσι ν’ απελευθερώσουν τη χαρά που ένιωθαν.
Στο ξενοδοχείο, η Σεβερίν και ο Πιερ έμεναν σε δύο συνεχόμενα δωμάτια. Μόλις η νεαρή γυναίκα μπήκε στο δικό της,
είπε στον άνδρα της:
– Πήγαινε ν’ αλλάξεις, Πιερ. Και τρίψου καλά. Κάνει παγωνιά.
Καθώς τουρτούριζε λιγάκι, ο Πιερ προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να γδυθεί.
– Όχι, όχι, φώναξε η Σεβερίν. Πήγαινε, σου λέω.
Το βλέμμα του Πιερ καθώς και η ενόχλησή του της έδω σαν να καταλάβει πως η άρνησή της ήταν υπερβολικά έντονη, όταν της έδειξε κάτι πέρα από απλή φροντίδα.
Έπειτα από δυο χρόνια γάμου έμοιαζαν να λένε τα μάτια του Πιερ. Η Σεβερίν ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε.
– Κάνε γρήγορα, είπε νευρικά. Όπως πας, θα την αρπάξουμε και οι δυο.
Καθώς εκείνος άνοιγε την πόρτα, η Σεβερίν πήγε κοντά του και τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
– Τι ωραία ήταν η βόλτα μας, αγάπη μου. Μου γεμίζεις τόσο την κάθε μου στιγμή.
Όταν επέστρεψε ο Πιερ, κοίταξε τη γυναίκα του, που φορούσε ένα μαύρο φόρεμα κάτω απ’ το οποίο μάντευες την ελευθερία μιας όμορφης σφιχτοδεμένης σάρκας. Για κάμποσα δευτερόλεπτα έμεινε ακίνητος, το ίδιο κι εκείνη.
Τους άρεσε να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Έπειτα έσκυψε και τη φίλησε στο σημείο όπου ο λαιμός σμίγει απαλά με τον ώμο. Η Σεβερίν τού χάιδεψε το μέτωπο. Υπήρχε κάτι το αδιόρατα φιλικό σε τούτη τη χειρονομία, που πάντα πτοούσε τον Πιερ. Σήκωσε απότομα το κεφάλι για να είναι ο πρώτος που θ’ απομακρυνθεί και είπε:
– Ας κατέβουμε, αν θες. Έχουμε αργήσει.
Η Ρενέ Φεβρέ τούς περίμενε στο βιεννέζικο ζαχαροπλαστείο. Ετούτη η γυναίκα, μικροκαμωμένη, κομψή, ζωηρή,
πάντα αεικίνητη και φλύαρη, είχε παντρευτεί έναν φίλο του Πιερ, επίσης χειρουργό. Ένιωθε για τη Σεβερίν μια βαθιά
και υπέρμετρη στοργή, που κατάφερε να υπερνικήσει τη συστολή της νεαρής γυναίκας και να την ωθήσει στην εγκαρδιότητα.
Μόλις η Ρενέ είδε τους Σεριζί στο κατώφλι του ζαχαροπλαστείου, τους φώναξε απ’ την άλλη άκρη της αίθουσας
κουνώντας το μαντίλι της.
– Εδώ, εδώ είμαι. Δεν είναι και τόσο ευχάριστο να κάθε σαι ολομόναχη ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους Άγγλους, Γερμανούς, Γιουγκοσλάβους. Με κάνουν να νιώθω ξένη!
– Σου ζητάμε συγγνώμη, είπε ο Πιερ. Το άλογό μας μας παρέσυρε πολύ μακριά.
– Σας είδα την ώρα που γυρίζατε. Ήσασταν τόσο όμορφοι και οι δυο. Κι εσύ, Σεβερίν, ήσουν υπέροχη με το μπλε κοστούμι σου… Λοιπόν τι θα πιείτε; Μαρτίνι; Κοκτέιλ με σαμπάνια; Α, να ο Ισόν. Θα μας δώσει ιδέες.
Η Σεβερίν σούφρωσε ελαφρά τα έντονα φρύδια της.
– Μην τον καλέσεις, μουρμούρισε.
Η Ρενέ απάντησε πολύ γρήγορα – τουλάχιστον έτσι νόμισε η Σεβερίν.
– Δεν γίνεται πια, χρυσή μου. Του έγνεψα κιόλας.
Ο Ανρί Ισόν γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα τραπέζια με νωχελική σβελτάδα. Φίλησε το χέρι της Ρενέ και μετά της φίλης της – χειροφίλημα διαρκείας. Το άγγιγμα των χειλιώντου ενόχλησε τη Σεβερίν, η οποία το θεώρησε διφορούμενο.
Καθώς ο Ισόν ίσιωνε το κορμί του, εκείνη τον κοίταξε κατάφατσα. Αυτός δέχτηκε το διερευνητικό βλέμμα της, χωρίς
την παραμικρή σύσπαση στο ισχνό του πρόσωπο.
– Έρχομαι απ’ το παγοδρόμιο, είπε.
– Σας θαύμασαν οι πάντες δηλαδή; ρώτησε η Ρενέ.
– Όχι, όχι. Δυο τρεις γύρους έκανα, γιατί είχε συνωστισμό. Προτίμησα να κοιτάζω τους άλλους – είναι αρκετά ευχάριστο όταν έχεις μπροστά σου επιδέξιους παγοδρόμους. Μου φέρνουν στον νου μια άλγεβρα αγγελική.
Η φωνή του, που ερχόταν σε αντίθεση με την κουρασμένη ακινησία των χαρακτηριστικών του, ήταν ξαναμμένη, πλούσια σε αποχρώσεις και προικισμένη με μια αλλόκοτα συναρπαστική μουσικότητα. Τη χρησιμοποιούσε διακριτικά, θαρρείς κι αγνοούσε τη δύναμή της. Ο Πιερ, που έδειχνε να χαίρεται να τον ακούει, ρώτησε:
– Θα υπήρχαν και ωραίες γυναίκες, ε;
– Μισή ντουζίνα και βάλε, ήμουν τυχερός. Μα από πού αγοράζουν τα ρούχα τους; Ας πούμε, κυρία (απευθυνόταν
στη Σεβερίν), θα γνωρίζετε ασφαλώς εκείνη την ψηλή Δανέζα, αυτή που μένει στο ξενοδοχείο σας… Φανταστείτε πως
φορούσε ένα λαδί ριγωτό πλεχτό κι ένα κασκόλ ροζ κρεμ.
– Τι φρίκη! αναφώνησε η Ρενέ.
Ο Ισόν συνέχισε να μιλάει, χωρίς ν’ αφήνει απ’ τα μάτια
του τη Σεβερίν.
– Αυτή η κοπέλα, άλλωστε, με τους γοφούς και τα στήθη που έχει, καλύτερα να κυκλοφορούσε γυμνή…
– Δεν ζητάτε και πολλά, είπε ο Πιερ γελώντας. Προπαντός εσείς…
Ο Πιερ άγγιζε το γούνινο πανωφόρι που φορούσε ακόμη ο Ισόν, παρά τη ζέστη του ζαχαροπλαστείου, και το οποίο
άφηνε να ξεπροβάλλουν μονάχα οι όμορφες, λεπτοκαμωμένες, παγωμένες παλάμες του.
– Το ρούχο προσδίδει αισθησιασμό στη γυναίκα, είπε ο Ισόν. Θεωρώ άσεμνο να ντύνεται επιτηδευμένα μια ενάρετη γυναίκα.
Η Σεβερίν κοιτούσε αλλού, όμως ένιωθε πάνω της το επίμονο βλέμμα του. Πολύ περισσότερο απ’ τα λόγια του, την
ενοχλούσε η εμμονή του να της τ’ αφιερώνει.
– Εν ολίγοις, οι άγγελοι του παγοδρομίου δεν σας αρέσουν; ρώτησε η Ρενέ.
– Δεν είπα αυτό. Η κακογουστιά μού δίνει στα νεύρα, κιαυτό το βρίσκω πάντα απολαυστικό.
– Δηλαδή, αν θέλει κανείς να σας αρέσει, ανταπάντησε η Ρενέ σε εύθυμο τόνο τον οποίο η Σεβερίν βρήκε λιγότερο αυθόρμητο απ’ το συνηθισμένο, πρέπει να είναι κακοντυμένος.
– Μα όχι, όχι, παρενέβη ο Πιερ. Εγώ κατάλαβα πολύ καλά τι εννοεί. Η πρόκληση υπάρχει στον συνδυασμό των
χρωμάτων. Σας θυμίζει γυναίκες κακόφημων σπιτιών, καλά δεν λέω, Ισόν;
– Οι άνδρες είναι όντως περίπλοκα όντα, δεν συμφωνείς;
ρώτησε η Ρενέ τη Σεβερίν.
– Τ’ ακούς, Πιερ;
Εκείνος γέλασε με το αρρενωπό και τρυφερό του γέλιο.
– Εγώ απλώς προσπαθώ να τα καταλάβω όλα, είπε. Με λίγο αλκοόλ, θα ’ναι σίγουρα πιο εύκολο.
– Το ξέρετε, είπε αίφνης ο Ισόν, πως σας περνάνε για νιόπαντρους στο γαμήλιο ταξίδι; Έπειτα από δύο χρόνια έγγαμου βίου, δεν είναι κι άσχημα.
– Λίγο γελοίο, βέβαια, δεν νομίζετε; ρώτησε η Σεβερίν με έντονα επιθετικό τόνο.
– Μα γιατί; Αφού σας είπα πως τα θεάματα που μ’ εκνευρίζουν δεν μου είναι κατ’ ανάγκην δυσάρεστα.
Ο Πιερ φοβήθηκε βλέποντας τη βίαιη σύσπαση του προ σώπου της γυναίκας του.
– Για πείτε μου, Ισόν, ρώτησε, είστε σε φόρμα για την κούρσα; Πρέπει πάση θυσία να νικήσουμε την ομάδα της
Οξφόρδης.
Άρχισαν να μιλούν για τις ελκηθροδρομίες και για τις αντίπαλες ομάδες. Όταν σταμάτησαν, ο Ισόν προσκάλεσε
τους Σεριζί να δειπνήσουν το βράδυ μαζί του.
– Αδύνατον, αποκρίθηκε η Σεβερίν. Είμαστε καλεσμένοι αλλού.
Όταν βγήκαν στον δρόμο, ο Πιερ τη ρώτησε:
– Τόσο αντιπαθητικός σού είναι ο Ισόν, που έσπευσες να τον αποφύγεις λέγοντας ψέματα; Μα γιατί; Είναι δεινός αθλητής, πολύ καλλιεργημένος και καθόλου κακεντρεχής.
– Δεν ξέρω. Εγώ τον βρίσκω ανυπόφορο. Η φωνή του…μοιάζει να ψάχνει να βρει κάτι μέσα σου που δεν θα ’θελες…
Και τα μάτια του… πάντα ασάλευτα, το ’χεις προσέξει, φαντάζομαι… Κι εκείνο το παγερό ύφος… Τέλος πάντων, μόλις δυο βδομάδες τον γνωρίζουμε… (έκανε μια απότομη παύση). Πες μου πως δεν θα τον ξαναδούμε στο Παρίσι.
Δεν λες τίποτα, ε; Τον έχεις κιόλας προσκαλέσει. Αχ, καημένε μου Πιερ, αγαπημένε μου, είσαι αδιόρθωτος. Κάνεις φιλίες τόσο εύκολα, εμπιστεύεσαι τόσο γρήγορα… Μη δικαιολογείσαι. Είναι κι αυτό ένα απ’ τα θέλγητρά σου. Δεν σε κατακρίνω – στο Παρίσι, δεν είναι όπως εδώ. Εκεί μπορώ να τον αποφύγω.
– Η Ρενέ σίγουρα θα τον αποφεύγει λιγότερο.
– Νομίζεις…
– Δεν νομίζω τίποτα, αλλά σωπαίνει όταν είναι μπροστά ο Ισόν. Κι αυτό κάτι σημαίνει. Αλήθεια, πού θα δειπνή σουμε απόψε; Δεν πρέπει να μας τσακώσουν.
– Πού αλλού; Στο ξενοδοχείο.
– Και μετά; Μπακαρά;
– Όχι, σε παρακαλώ, χρυσέ μου. Ξέρεις καλά πως δεν το κάνω για τα λεφτά που μπορεί να χάσεις, αλλά εσύ ο ίδιος
λες πως σου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Κι άλλω στε, έχεις αγώνα αύριο. Θέλω να κερδίσεις.
– Όπως θες, γλυκιά μου.
Και, τάχατες άθελά του, πρόσθεσε:
– Ποτέ μου δεν πίστευα πόσο υπέροχο είναι να υπακούς.
Γιατί, εκείνη τη στιγμή, η Σεβερίν τον κοιτούσε τρυφερά με τα ελαφρώς ανήσυχα κοριτσίστικα μάτια της.
Το βράδυ πήγαν στο θέατρο. Κάποιος λονδρέζικος θίασος είχε ανεβάσει Άμλετ,κι ένας διάσημος νεαρός εβραίος ηθοποιός υποδυόταν τον πρίγκιπα του Έλσινορ.
Η Σεβερίν, μολονότι είχε μεγαλώσει στην Αγγλία, δεν έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για τον Σαίξπηρ. Παρ’ όλα αυτά, επιστρέφοντας μες στο έλκηθρο που διέσχιζε τον χιονισμένο δρόμο, κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο, σεβάστηκε τη σιωπή του Πιερ. Μάντεψε ότι η θεατρική παράσταση του άφησε ένα είδος αριστοκρατικής θλίψης και, μολονότι δεν τη συμμεριζόταν, της άρεσε η έκφραση που προσέδιδε στο όμορφο πρόσωπό του.
– Ο Μοβέλσκι είναι στ’ αλήθεια μεγαλοφυΐα, μουρμούρισε ο Πιερ… τρομερή μεγαλοφυΐα. Καταφέρνει να εμβάλει την επιθυμία της σάρκας ακόμα και μέσα στην τρέλα και τον θάνατο. Και δεν υπάρχει πιο μεταδοτική μορφή τέχνης απ’ τη σαρκική. Δεν συμφωνείς;
Καθώς εκείνη αργούσε να του απαντήσει, συνέχισε με ύφος στοχαστικό:
– Εσύ δεν μπορείς να το ξέρεις, βέβαια.
Καθώς μιλούσε, τράβηξε το κάθισμά του λίγο προς τα πίσω, έτσι που η Σεβερίν δεν τον έβλεπε πια. Μόνο η φωνή του ακουγόταν, αυτή η φωνή της οποίας, συνήθως, ο Ισόν έμοιαζε ν’ αγνοεί τη δύναμη και που, τώρα, τη χειριζόταν όπως ένα επικίνδυνο εργαλείο. Αυτή η φωνή δεν απευθυνόταν μονάχα στην ακοή αλλά και σ’ όλα τα νευρικά κύτταρα, διαλυτική, υποχθόνια. Η Σεβερίν, με τα νεύρα τεντωμένα, δεν είχε τη δύναμη να τον κάνει να σωπάσει… Αίφνης, δυο χέρια βάρυναν τους ώμουςτης κι ένα λαίμαργο χνότο τής έκαψε τα χείλη. Για απειροστό κλάσμα του δευτερολέπτου, έμεινε αποσβολωμένη απ’ τη διαπεραστική ηδονή που την κατέλαβε…
>Η «Ωραία της Ημέρας» του Ζοζέφ Κεσέλ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο
Τζένη Θεωνά