Όχι δε σηκώνεις τα μάτια! Κάνεις, πως δεν γκρεμίστηκες κομμάτια άπειρα μέσα σου σαν οικοδόμημα σπαταλημένων λέξεων, άχρηστων για αιώνες λες! Πως, δε χάθηκαν όλα πια! Μια δουλειά είναι! Γυρνάς σπίτι, με τις γνώστες λεωφόρους γύρω σου, πιο βουβές και γκρι από ποτέ και όσοι βιάζονται που πάνε; Που έχουν να πας.
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Φτάνεις σπίτι που όλοι λείπουν στην ρουτίνα που πάντα είχες στα άστρωτα κρεβάτια που δε προλαβαίνεις το πρωί και δεν πειράζει, περιμένουν το απόγευμα, σε κάτι παντουφλάκια παιδικά -εδώ θα κλάψεις μπορεί, κοιτώντας!-, πεταμένα στη μέση του σαλονιού και ένα τετράδιο Φυσικής που ξεχάστηκε και δε μπήκε στη τσάντα. Και όλα τα καθημερινά σου αντικείμενα σε χλευάζουν και δε σου αξίζουν πια. Ούτε οι πλαστικές μπουκάλες του νερού, που μαζεύεις για την ανακύκλωση δε σε χωνεύουν πια και ας χωρίζεις τα μπλε καπάκια να τα δώσεις σε μια φίλη που τα μαζεύει τάχα για καροτσάκια αναπηρικά και που κάνεις πως την πιστεύεις. Έχεις περάσει απ το λογιστήριο ή και όχι.
Έχεις μαζέψει χαρτιά και χαρτάκια. Δε ρίχνεις μάτια σε εκείνη τη γωνιά, σε ένα γραφείο, όσα τα χρονιά σου και έναν υπολογιστή σύμμαχο τελικά δανικό, που δε σου ανήκε. Σιγά την επαφή, δηλαδή! Και σε κοιτάει και σβηστός στην οθόνη, ο κεφάλας! Όχι. Δεν σηκώνονται, τόσο βάρια τα βλέφαρα. Άμα ήταν όπως στα CSI και στα Low and order η ζωή και κινάνε εδώ έρευνα, σκόρπιο το DNA σου γύρω απ το γραφείο, θα ταν λες και σε είχαν σκοτώσει και μετά σκούπισαν το αίμα σου με χλωρίνη! Οι συνάδελφοι σου τάχα θλιμμένοι, αλλά μέσα τους ψέλνουν ωσαννά εν τοις υψίστους γιατί ήσουν εσύ και όχι αυτοί! Ότι ώρα και αν είναι έξω και ότι καιρός, σούρουπο σου μοιάζει και φθινόπωρο.
Περνάς την είσοδο και είναι σαν να κάνεις βίντεο κλιπ στ Δημοσθένους λέξις του Σαββόπουλου. «Μπροστά στην πύλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη κι αργοκινώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό, χωρίς βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ’ αρχαίο δράμα, θα πω τη λέξη και το γράμμα μπροστά… στην πύλη θα σταθώ…». Φύγε… Σ άλλες περιπτώσεις φεύγεις με μεγάλη παρέα! Μένει καιρό μετά το κτήριο, σαν ερείπια, σαν την ίδια την Ολύνθου του προηγούμενου τραγουδιού να βγάζει γλώσσα στις αυταπάτες περί ασφάλειας! Πως θα κοιτάξεις τα παιδιά σου τώρα; Τι θα πεις στη μάνα σου; Τι δικαιολογία θα ψελλίσεις στους φίλους; Και η εμπιστοσύνη του, ω η εμπιστοσύνη τους! Πάντα πίστευαν σε σένα! Πότε δε θα μείνεις εσύ, χωρίς δουλειά, δε σε φοβούνται εσένα! Τότε, εσύ, γιατί σε φοβάσαι τόσο…
Θα καθίσεις στο έρημο σπίτι στην ακρούλα του τραπεζιού της κουζίνας. Θα σηκώσεις επιτέλους τα μάτια, γιατί έτσι κι αλλιώς κοιτάς, μα δε βλέπεις! Κάτι ψιχουλάκια απ το χθεσινό βραδινό φαγητό, δε τα μάζεψες καλά! Τα κολλάς τώρα, στην άκρη του παράμεσου σου δαχτύλου. «Τι κάνεις σπίτι τέτοια ώρα;»… αν κάνεις το λάθος να σηκώσεις τηλέφωνο! Έλα, ντε! Τι κάνεις, που τριάντα χρόνια ξέμαθες! Δε ξέρεις! Αστό λοιπόν και μη το σηκώνεις! Οι φάκελοι με τους λογαριασμούς στην άκρη, κλειστοί, πόστα! Σε λίγο, όλοι θα γυρίσουν και εσύ δεν έχεις μαζέψει το σκόρπιο μέσα σου. Έχεις τόση ακαταστασία εκεί, σα να σηκώθηκαν κάδρα οι ασφάλειες και οι βεβαιότητες και να χουν αφήσει λεκέδες στους τοίχους, σα να γίνε μετακόμιση κάπου αλλού, σα να πλημμύρισε το υπόγειο σου με μια ανοιξιάτικη απλή βροχή! Δεν είναι τίποτα! Δεν είσαι μονή, δα! Όλος ο κόσμος αυτά περνάει. Φυσικά και δεν περίμενες πως θα συνέβαινε σε σένα! Αυτάρεσκη, ξιπασμένη, μεγαλομανή, γελοία… άνεργη! Αταξία! Να κάνεις κάτι. Να οργανωθείς. Να μαζέψεις το μυαλό σου. Μη σε δουν τα παιδιά, σπασμένη, διαλυμένη, χαλασμένη! Το τέλος του κόσμου, δεν ήρθε, μπορεί να είναι στο δρόμο, αλλά δε σε έφτασε ακόμα! Σήκω! Σκούπα, χλωρίνη, σφουγγαρόπανα, απολυμαντικά!
Αύριο να πας στο ταμείο ανεργίας. Να πάρεις και Χρυσή Ευκαιρία να κοιτάξεις μην υπάρχει –που σιγά μην και υπάρχει!- τίποτα! Άλλη μια και εσύ, άλλο ένας στις στατιστικές, στις αθροίσεις, στα σύνολα, στους δείκτες πως έπεσε η αύξηση της ανεργίας, όχι η ίδια καθαυτώ, μη τρελαθούμε κιόλας. Μετά θα τοποθετηθεί η Λαγκαρντ, ο Σοιμπλε, για την ανεργία και την ανάπτυξη στη χώρα. Όλοι οι VIP των σαλονιών, των σκηνών, των πάλκων, των βουλευτικών εδράνων, για τις άδειες, τα κανάλια, τη διαπλοκή, τις εφημερίδες, το διαδίκτυο.
Μεγάλη η χάρη σου, ρε! Για σένα λένε, κατά κάποιον τρόπο. Είσαι μες στα νούμερα, συζητάμε! Παίζεις! Τέλειωσε, όλα λαμπίκο γύρω σου! Σε λίγο θα γυρίσουν και θα πρέπει να τους κοιτάξεις -αυτούς, πρέπει!- στα μάτια! Δεν είσαι έτοιμη. Να ανακαθορίσεις λοιπόν. Σκούπα, χλωρίνη, σφουγγαρόπανα, απολυμαντικά! Αύριο να πας στο ταμείο ανεργίας. Να πάρεις και Χρυσή Ευκαιρία να κοιτάξεις μην υπάρχει –που σιγά μην και υπάρχει!- τίποτα! Δε φταίει κανείς άλλος, οι κυβερνήσεις, οι πολιτικοί, οι μεγαλοδημοσιογραφοι και η διαπλοκή! Εσύ φταις που τα άφησες και βρώμισε… Και τα τζάμια, μη ξεχάσεις, να περάσεις και τα τζάμια, ναι;