H Λίντα Ζερβάκη, δημοσιογράφος από το Αμβούργο με ελληνικές ρίζες, είναι η πρώτη παρουσιάστρια της δημοφιλούς δημοσιογραφικής εκπομπής Tagesschau στην κρατική τηλεόραση με γονείς μετανάστες. Η όμορφη Ελληνίδα που έχει κατακτήσει τις καρδιές των Γερμανών μιλάει στην Καθημερινή και στην Ξένια Κουναλάκη.
Επέμενε να απαντήσει στις γραπτές ερωτήσεις του «Κ» στα ελληνικά -«μου κάνει κέφι να το προσπαθήσω», εξήγησε- και οι απαντήσεις της έφτασαν σε ένα… άπταιστο μείγμα και των δύο γλωσσών, ενδεικτικές του κράματος που είναι και η ίδια. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Βασίλισσα της χρωματιστής σακούλας – Ιστορίες από το περίπτερο» (εκδόσεις Rowohlt) σημειώνει μεγάλη επιτυχία και στις παρουσιάσεις του πολλοί τηλεθεατές σπεύδουν να δουν από κοντά την «αληθινή» Λίντα. Μεταξύ άλλων αφηγείται ανέκδοτα για τις δυσκολίες επικοινωνίας των γονιών της, που έφτασαν στη Γερμανία ως γκασταρμπάιτερ τη δεκαετία του ’60 και συχνά χάνονταν στη μετάφραση.
Κατά κάποιον τρόπο, ενσαρκώνετε το γερμανικό όνειρο. Είστε το απτό παράδειγμα ότι η προηγούμενη γενιά μεταναστών έγινε τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής κοινωνίας, χωρίς όμως να θυσιάσει τις ιδιαιτερότητές της. Πιστεύετε ότι αυτό αποτελεί ελληνικό προνόμιο, η προσαρμοστικότητα; Και ποιες ήταν οι δυσκολίες που συναντήσατε από Γερμανούς συνομηλίκους σας;
Το όνειρο το δικό μου έγινε πραγματικότητα για διάφορους λόγους. Πριν αρχίσω να δουλεύω στην εκπομπή Tagesschau, εργαζόμουν εννέα χρόνια σε ραδιοφωνικό σταθμό, στις ειδήσεις. Δηλαδή ήξερα τη δουλειά. Επίσης, είμαι πάρα πολύ πειθαρχημένη. Ολη τη ζωή μου ξέρω τι πάει να πει να δουλεύεις σκληρά. Επρεπε να υποστηρίξω τους γονείς μου νωρίς στο περίπτερο που είχαμε. Αυτό με βοήθησε στη δουλειά μου, δηλαδή η πειθαρχία την οποία ανέπτυξα. Και επιπλέον είχα τύχη. Ολο αυτό το διάστημα δεν είχα ποτέ προβλήματα με άλλους Γερμανούς. Αντίθετα, στη διάρκεια της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας συνάντησα υπέροχους ανθρώπους, που με βοήθησαν πολύ.
Πήγατε μόνο σε γερμανικό σχολείο (Φρίντριχ Εμπερτ); Ή και σε ελληνικό; Πώς καταφέρατε να μην ξεχάσετε τα ελληνικά σας; Επίσης, γιατί κρατήσατε και την ελληνική υπηκοότητα;
Πήγα έξι χρόνια σε ελληνικό δημοτικό σχολείο. Κάθε μέρα, τρεις ώρες μετά το γερμανικό σχολείο. Αυτό συνέβαλε στο να μην τα ξεχάσω όλα. Την ελληνική υπηκοότητα θα την κρατήσω για πάντα, επειδή είμαι υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα. Οι γονείς μου είναι Ελληνες, έχω ελληνικές ρίζες. Γιατί να εγκαταλείψω την ελληνική πλευρά μου;
Μπορείτε να μας περιγράψετε μερικά αστεία στιγμιότυπα στην προσπάθεια των γονιών σας να ενσωματωθούν στη γερμανική κοινωνία; Νιώθατε ως έφηβη συχνά μετέωρη μεταξύ δύο διαφορετικών χωρών και νοοτροπιών;
Οι γονείς μου είχαν στην αρχή συχνά προβλήματα επικοινωνίας. Υπάρχουν λέξεις στα γερμανικά που έχουν διπλή σημασία. Υπάρχει π.χ. η λέξη «Steuer», που σημαίνει και «τιμόνι» και «φόρος». Κάποια άλλη φορά που οι γονείς μου είχαν προσκληθεί από Γερμανούς συναδέλφους τους για δείπνο, έλεγαν την επομένη ότι το μενού ήταν ρολό κρέας με ποντίκι (Maus), εννοώντας φυσικά καλαμπόκι (Mais). Εκανε τότε εντύπωση στη μητέρα μου γιατί κατά τη διήγησή της είχαν συσπαστεί με αηδία τα πρόσωπα των συναδέλφων της. Εγώ δεν είχα φυσικά τα προβλήματα των γονιών μου. Το πρόβλημα που έχω, αν μπορεί κανείς να το ορίσει ως τέτοιο, είναι ότι δεν ξέρω ακριβώς τι είμαι. Είμαι ένα μείγμα των δύο πλευρών. Περισσότερο αισθάνομαι, σε τέτοιες περιπτώσεις, Ευρωπαία.
Ποια ήταν η παρουσία της Ελλάδας στην καθημερινότητά σας καθώς μεγαλώνατε; Φαγητά, διακοπές, ταινίες, μουσική, σύλλογοι; Ξέρω ότι το Αμβούργο έχει μια δυναμική ελληνική κοινότητα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά νομίζω ότι ήμασταν οι μόνοι Ελληνες που δεν είχαμε συχνή επαφή με άλλους Ελληνες. Λόγω ίσως του μαγαζιού που είχαμε… Οι γονείς μου δούλευαν 15 ώρες κάθε μέρα. Εξαιτίας αυτού, χάθηκαν πολλά στην πορεία. Δυστυχώς ξέρω ελάχιστα για την ελληνική μουσική, τις ταινίες και τα βιβλία. Κάτι το οποίο με λυπεί ιδιαίτερα.
Τα παιδιά σας μιλούν ελληνικά; Τους κάνετε μάθημα; Σας ενδιαφέρει να κρατήσουν μια επαφή με την Ελλάδα ή νιώθετε απογοητευμένη από τη σημερινή κατάσταση της χώρας;
Τα ελληνικά μου δεν είναι τα καλύτερα. Μου είναι δύσκολο λοιπόν να μιλάω ελληνικά στα παιδιά μου. Και αυτό επειδή πάντα μιλούσα καλύτερα γερμανικά απ’ ό,τι ελληνικά. Οι γονείς μου ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για να τα βγάλουμε πέρα. Ετσι, είχα στη διάρκεια της ημέρας γκουβερνάντα, που με πρόσεχε. Ηταν Γερμανίδα.
Κάνετε περιοδεία για την παρουσίαση του βιβλίου σας. Ποια είναι η υποδοχή του κοινού; Ποιοι έρχονται κυρίως σε τέτοιες εκδηλώσεις; Ελληνες που καμαρώνουν; Γερμανοί που έρχονται να δουν από κοντά το κορίτσι που εκτοξεύτηκε από το συνοικιακό περίπτερο στο κρατικό κανάλι της τηλεόρασης;
Το κοινό είναι ανάμεικτο. Τις περισσότερες φορές είναι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, οι πιστοί τηλεθεατές της εκπομπής Tagesschau, που θέλουν να με δουν ζωντανά. Συχνά όμως έρχονται και νεότεροι τηλεθεατές, που δηλώνουν ενθουσιασμένοι. Ούτως ή άλλως, οι άνθρωποι εκπλήσσονται όταν γνωρίζουν την «αληθινή» Λίντα. Στις παρουσιάσεις του βιβλίου είμαι εγώ και όχι η δημοσιογράφος της εκπομπής. Διαπιστώνουν ότι γελάω, λέω αστεία και χαίρονται, νομίζω, για το ότι πίσω από την αυστηρή παρουσιάστρια ειδήσεων κρύβεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Για πολλούς νέους με γονείς μετανάστες είμαι πρότυπο. Ερχονται μετά την παρουσίαση και μου λένε πως είναι θετικό που έχω φτάσει εκεί που είμαι. Τους δίνει θάρρος ότι θα πετύχουν και οι ίδιοι. Είναι αυτές οι στιγμές που με συγκινούν αφάνταστα.
Στη διάρκεια της κρίσης αντιμετωπίσατε φαινόμενα ρατσιστικής συμπεριφοράς επειδή είστε Ελληνίδα; Σας έτυχε να εκνευριστείτε με τα στερεότυπα σε βάρος της χώρας; Ή μήπως συνέβη το αντίθετο; Ενοχληθήκατε που οι Γερμανοί πολιτικοί παρουσιάζονται στην Ελλάδα ως κατακτητές, καμιά φορά και ναζί;
Η ειδησεογραφική κάλυψη στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε σε καμία από τις δύο χώρες. Εμένα με άφησαν σε γενικές γραμμές ήσυχη. Συχνά επιχείρησα να εξηγήσω γιατί οι άνθρωποι κατέβαιναν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για τα μέτρα στην Ελλάδα. Προσπάθησα όμως να παραμείνω εκτός, γιατί η δουλειά μου προϋποθέτει ένα βαθμό ουδετερότητας. Υπήρξαν εφημερίδες που όξυναν την ατμόσφαιρα με τον τρόπο που κάλυψαν την ελληνική κρίση. Εξίσου επαίσχυντες όμως ήταν και οι συγκρίσεις με τους ναζί από τα ελληνικά ΜΜΕ, κατά τη γνώμη μου. Και γι’ αυτές ντρέπομαι.
Εχετε σκεφτεί ποτέ να έρθετε να ζήσετε στην Ελλάδα; Πού και γιατί; Ποια είναι η πόλη καταγωγής σας; Τι είναι αυτό που αγαπάτε σ’ αυτήν;
Μετανιώνω που δεν κατάφερα να ζήσω για λίγο μεγαλύτερο διάστημα στην Ελλάδα. Αισθάνομαι μέσα μου ένα νόστο, στον οποίο θα ήθελα κάποια στιγμή να ενδώσω. Τώρα δεν θα τα κατάφερνα, για λόγους που έχουν να κάνουν με το χρόνο. Πιθανότατα θα μπορέσω να ζήσω για μισό ή ένα χρόνο στην Ελλάδα όταν πάρω σύνταξη. Θέλω να νιώσω τη ζωή εκεί. Τις μυρωδιές, το τοπίο, τους ανθρώπους, να ρουφήξω τη νοοτροπία. Αυτή είναι μια μεγάλη ευχή μέσα μου, την οποία θα ήθελα κάποια στιγμή να υλοποιήσω.
Είστε μια όμορφη Ελληνίδα που έκανε τηλεοπτική καριέρα. Αν ήσασταν ένας ασχημούλης Ελληνας, πιστεύετε ότι θα είχατε ανάλογη πορεία; Ή η εξωτερική εμφάνιση σε συνδυασμό με την «εξωτική» καταγωγή σας συνέβαλαν στην επιτυχία;
Να σας πω την αλήθεια; Δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα όμορφη. Πιστεύω μάλιστα ότι στην Ελλάδα δεν θα είχα καμία τύχη, ανεξάρτητα από τα ανεπαρκή ελληνικά μου. Εχω την κλασική ελληνική μύτη και δεν έβαψα ξανθά τα μαλλιά μου. Κάθε φορά που βλέπω ελληνική τηλεόραση, δεν είμαι σίγουρη μήπως προσγειώθηκα κατά λάθος στη σουηδική τηλεόραση. Πολλές από τις Ελληνίδες συναδέλφους μου άλλαξαν δραστικά την εξωτερική τους εμφάνιση. Γι’ αυτό καλύτερα να ρωτήσετε τους προϊσταμένους μου γιατί επέλεξαν εμένα.
Παρακολουθείτε ελληνική τηλεόραση και εφημερίδες; Ποιες συμβουλές θα δίνατε στους Ελληνες συναδέλφους σας;
Δεν μπορώ δυστυχώς να το κρίνω, επειδή σπάνια παρακολουθώ ελληνική τηλεόραση, ούτε διαβάζω ελληνικές εφημερίδες. Δυστυχώς.
Περιοδικό “Κ”