Η Όλγα Τρέμη συνέδεσε τη ζωή και το όνομα της με το MEGA και αν μη τι άλλο η άποψη της για το επερχόμενο λουκέτο στο MEGAλο κανάλι έχει ιδιαίτερη αξία. Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στον Βασίλη Τσακίρογλου, η δημοσιογράφος και παρουσιάστρια ειδήσεων μίλησε για τη ζωή μετά το MEGA και παρουσίασε τη δική της, εκ των έσω, εκδοχή για το πώς συνέβη κάτι που φάνταζε αδιανόητο: η κατάρρευση και η εξαφάνιση του MEGA από το τηλεοπτικό τοπίο.
– Πώς είναι η ζωή χωρίς το MEGA;
Χάλια. Το MEGA για μένα ήταν το δεύτερο σπίτι μου, καθώς εκεί περνούσα το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου επί δέκα χρόνια. Κατ’ ανάγκη, λοιπόν, μετά από τόσο καιρό μπλέχτηκα με τον σταθμό και συναισθηματικά. Βέβαια το MEGA δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Το MEGA είναι οι άνθρωποί του και τώρα που το κανάλι θα λείψει -πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα μας αφήσει και τυπικά εκτός από ουσιαστικά- δημιουργείται ένα ευρύτερο κενό, το οποίο δεν αφορά μόνο στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
– Εννοείτε την πολιτική θέση που εξέφραζε το κανάλι;
Εννοώ κάτι βαθύτερο. Ο,τι κι αν λένε για το MEGA, που του χρεώνουν «διαπλοκή» -εντελώς άδικα βέβαια, θα έλεγα ότι ήταν ένα κανάλι θεσμικό. Δηλαδή επεδείκνυε σεβασμό σε μια σειρά από αρχές και αξίες. Κι αυτό είναι σημαντικό μιλώντας για τη δημόσια ζωή μιας χώρας όπως η Ελλάδα, όπου οι θεσμοί προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, αντί να ενισχύονται, αδυνατίζουν εδώ και πολλά χρόνια. Ως τέτοιο κανάλι, πιστεύω ότι είχαμε έναν πολύ ισχυρό δεσμό με αυτό που ονομάζουμε «αστική τάξη». Και όταν λέω «αστική τάξη», εννοώ τη μεσαία τάξη.
Εννοώ ανθρώπους νοικοκύρηδες, αξιοπρεπείς, που πιστεύουν στην οικογένεια, που προσπαθούν να προκόψουν όχι διά της τεθλασμένης, άρα πιστεύουν και στην αξιοκρατία. Αστική τάξη στο δικό μου μυαλό είναι οι δημοκράτες με την ουσιαστική έννοια του όρου και όχι με βάση κομματικές ταμπέλες, ενίοτε αυθαίρετες. Είναι εκείνοι που δείχνουν ευαισθησία και σεβασμό απέναντι στην τρίτη ηλικία, δεν πουλάνε τους φίλους τους, είναι ανεκτικοί απέναντι στη διαφορετικότητα και οραματίζονται μια καλύτερη κοινωνία για τους ίδιους αλλά και για τα παιδιά τους.
– Αυτή η στενή σχέση του MEGA με τη μεσαία τάξη και την αστική νοοτροπία ήταν το στοιχείο που κατέστησε τον σταθμό ανεπιθύμητο για τη νυν κυβέρνηση και για ένα μέρος της κοινής γνώμης;
Δεν νομίζω. Το MEGA δεν ήταν στ’ αλήθεια ο μεγάλος εχθρός όπως ήθελαν να το παρουσιάζουν. Ηταν όμως ο εύκολος στόχος – και μάλιστα με όρους ακραίου λαϊκισμού. Το MEGA κατά καιρούς είχε γίνει σάκος του μποξ για όλους – όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορώ να σκεφτώ πολλούς αρχηγούς κομμάτων ή πρωθυπουργούς κ.λπ. που να μη μας έχουν επιτεθεί τα τελευταία χρόνια. Μας κατήγγελλαν με ανακοινώσεις, δημόσιες δηλώσεις κ.λπ. Απλώς, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό γινόταν καθ’ υπερβολήν, τα πυρά ήταν πιο πυκνά και συστηματικά. Υπήρχε όμως στρατηγική εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ που συμπυκνώνεται σχηματικά στην εξής λογική: «Είσαι το σύμβολο της διαπλοκής», έτσι αυθαίρετα, «και άρα εγώ, η κυβέρνηση, λέω ότι μάχομαι τη διαπλοκή, η οποία προσωποποιείται στο MEGA».
– Επομένως ισχύει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε το MEGA;
Δεν λέω αυτό, δεν συντάσσομαι με αυτή την άποψη. Το αν η κυβέρνηση θα επιθυμούσε να κλείσει το MEGA είναι μια άλλη ιστορία. Πιστεύω πάντως ότι υπήρχε στρατηγικό σχέδιο εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο προέβλεπε στοχοποίηση του καναλιού, αλλά και κάποιων προσώπων-συμβόλων, ταυτισμένων με τον σταθμό. Κακώς δαιμονοποιήθηκε το MEGA ή και ο δικός μου ρόλος. Η αλήθεια δεν έχει καμία σχέση με την όλη μυθοπλασία που αναπτύχθηκε.
– Κατηγορηθήκατε για προπαγάνδα, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος, τον Ιούλιο του 2015. Αναγνωρίζετε σφάλματα στους τότε χειρισμούς σας;
Προπαγάνδα έγινε εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. διαδίδοντας ότι το MEGA και άλλοι κάνουν προπαγάνδα υπέρ του «Ναι». Και δυστυχώς η λάσπη μένει. Για να το γενικεύσω, η θεώρηση τύπου «άσπρο – μαύρο» στην πολιτική συνοδεύεται ως φυσικό επακόλουθο από την ανθρωποφαγία σύμφωνα με το κλασικό σλόγκαν «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Αυτή η προσέγγιση κυριάρχησε και ως αντίληψη στην πολιτική με μεγάλη ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι αυτή η διχαστική ρητορεία ήταν ένα πολύ ισχυρό εργαλείο για να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα ποσοστά που τον έφεραν στην εξουσία.
Τώρα πια βέβαια κάποια στελέχη του αντιλαμβάνονται ότι, εκτός από εργαλείο που βοηθά στην ταχεία ανέλιξη, αυτός ο μανιχαϊσμός είναι και αυτοπαγίδευση. Γι’ αυτό και βλέπω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τελευταία έχει παραλλάξει τη ρητορική του, πιθανώς επειδή βλέπει ένα κενό του πολιτικού φάσματος το οποίο επιχειρεί να καλύψει. Αλλά τώρα πια έχουν κολλήσει στη λογική της οξείας πόλωσης τα υπόλοιπα κόμματα.
– Το MEGA, ωστόσο, ήταν ανοιχτά υπέρ του «Ναι». Υπήρξαν ακρότητες που σας έφεραν στη δίνη του κυκλώνα;
Επρεπε να έχουμε αυτοπροστατευτεί, όχι τόσο σε ό,τι αφορά την ουσία, αλλά ως προς τον τρόπο που εκφράζαμε την άποψή μας. Παραδέχομαι ότι πιθανόν να έγιναν λάθη από το MEGA ή να υπήρξαν υπερβολές, όχι όμως από πρόθεση. Γιατί κανείς από εμάς δεν είναι τόσο ηλίθιος ή τόσο πουλημένος για να σκεφτεί πώς θα εξυπηρετήσει τον Σόιμπλε. Αυτά είναι μπούρδες. Ακόμη και εάν πάσχεις από τη βαθύτερη ψυχική διαταραχή δεν μπορείς να σκεφτείς ότι λατρεύεις τον Σόιμπλε ή ότι θέλεις να κάνεις σέρβις στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών και τις απόψεις του. Κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ούτε κατά διάνοια. Βεβαίως, όμως, καλλιεργήθηκε η άποψη ότι αυτό κάναμε στο MEGA. Συνειδητά επιχειρήθηκε η ταύτιση: «Είσαι εναντίον του “Οχι”; Είσαι εναντίον μου, είσαι με τον εχθρό. Ποιος είναι ο εχθρός; Ο Σόιμπλε». Αλλά αυτό καλλιεργήθηκε. Ηταν η πόλωση και ο μανιχαϊσμός στην αποθέωσή του.
– Εγιναν σφάλματα ύφους ή και ήθους;
Προσωπικά δεν έχω καμία σχέση με την αλαζονεία, ποτέ δεν μιλώ στον τηλεθεατή «από καθέδρας». Και ο καθένας έχει την ευθύνη του εαυτού του. Εγώ δεν είμαι βρεφονηπιακός σταθμός για κανέναν – συνάδελφο ή οποιονδήποτε άλλον. Ωστόσο υπήρξε ζήτημα αλαζονείας, ένα τρομακτικό λάθος της τηλεοπτικής δημοσιογραφίας, από την οποία δεν εξαιρείται το MEGA. Η υπεροψία με τον καιρό νομίζω ότι υποχώρησε κάπως, αλλά εγώ ακόμη και σήμερα, που δεν υπάρχει πια το MEGA, διακρίνω διάσπαρτα στοιχεία αυτής της λογικής να εκδηλώνονται. Πιστεύω ότι είναι ένα τέρας που ελλοχεύει και μπορεί και πάλι να γιγαντωθεί. Η αλαζονεία δικαίως ενοχλεί τον κόσμο.
Κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι μόνο ενόχληση. Θα έπρεπε να είναι οργή. Θα έπρεπε τους αλαζόνες να τους πλακώνουν στο ξύλο. Ποιος είσαι εσύ και ποια είσαι εσύ που θα κουνήσεις σ’ εμένα το δάχτυλο, λέγοντάς μου ότι εσύ είσαι γνώστης της απόλυτης αλήθειας, την οποία εν τη μεγαλοψυχία σου μου τη λες μάλιστα και λίγο σνομπίστικα, με ύφος «πού να χάνω τώρα τον καιρό μου να σου εξηγώ εσένα, ταπεινέ και άσχετε άνθρωπε!».
Ως προς την ουσία, όμως, το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 είχε μία έννοια κρίσιμου εθνικού συμφέροντος, δεν ήταν απλώς άλλο ένα «ματσάκι», όπως θα λέγαμε στην ποδοσφαιρική αργκό. Ηταν μια απόφαση που είχε στρατηγική σημασία για την πορεία της χώρας. Αυτό λοιπόν εξηγεί γιατί το MEGA επέλεξε αυτή τη θέση και εξηγεί ταυτόχρονα τη δική μου στάση. Ωστόσο, αυτό για το οποίο στοχοποιηθήκαμε, υβριστήκαμε, προπηλακιστήκαμε κ.λπ. είναι εν τέλει αυτό που έκανε ο πρωθυπουργός της χώρας. Ο πυρήνας της σκέψης μας στο MEGA αποδείχθηκε ότι ήταν και ο πυρήνας της σκέψης του Αλέξη Τσίπρα.
– Το ερώτημα όμως παραμένει αναπάντητο: Γιατί έκλεισε το MEGA;
Για το λουκέτο στο MEGA θα έλεγα ότι επειδή τα εντυπωσιακά πράγματα ή αυτά που φαίνονται ανεξήγητα δεν γίνονται από τη μία μέρα στην άλλη, δεν είναι δηλαδή κεραυνός εν αιθρία, πρέπει να πούμε μια σύντομη ιστορία. Το MEGA ξεκίνησε ως πολυμελές σχήμα. Στην αρχή ήταν πέντε οι μέτοχοι, στη συνέχεια τέσσερις και στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας του ως το τέλος οι μέτοχοι ήταν τρεις. Αυτό έχει τα καλά αλλά και τα κακά του. Ξεκινώντας από τα καλά, οι μέτοχοι μεταξύ τους είχαν συμφωνήσει ότι θα υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο που θα τους εκφράζει όλους, δηλαδή το τρίπτυχο ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, προσήλωση στην ελεύθερη οικονομία, προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Από εκεί και πέρα δεν εμπλέκονταν στην καθημερινή λειτουργία του MEGA, εκτός και εάν στο δελτίο κάναμε κάποια κραυγαλέα γκάφα. Και έτσι ελαχιστοποιούνταν οι παρεμβάσεις εκ μέρους των μετόχων. Διαβουλεύσεις για το ποια θα ήταν η στάση του καναλιού γίνονταν, αλλά αφορούσαν στα μεγάλης σημασίας ζητήματα, όπως οι εκλογές, το δημοψήφισμα κ.λπ.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, φυσικά, το αποτέλεσμα αυτής της διαβούλευσης με τους μετόχους μάς δέσμευε κατ’ απόλυτο τρόπο. Το MEGA ήταν μια μικρή κοινωνία – κάποιοι συμφωνούσαν και κάποιοι όχι. Σε αυτές τις περιπτώσεις ή συμβιβάζεται κανείς ή παραιτείται. Η αποστασιοποίηση των μετόχων έκανε μεν καλό στην ενημέρωση, αλλά δεν έκανε πολύ μεγάλο καλό στη διοίκηση. Διότι καθυστερούσε, ή εν πάση περιπτώσει δεν άφηνε το περιθώριο να γίνουν μεγάλες ανατροπές που εδώ και χρόνια ήταν προφανές ότι ήταν αναγκαίες για την εξυγίανση του μαγαζιού, η οποία ταυτόχρονα θα το θωράκιζε και οικονομικά.
– Ο θάνατος του Χρήστου Λαμπράκη το 2009 ήταν, τρόπον τινά, η αρχή του τέλους για το MEGA;
Οι τρεις μέτοχοι, όσο και εάν κινούνταν στην ίδια ρότα, δεν έπαυαν να έχουν τις εσωτερικές τους αντιθέσεις. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλα τα πολυμελή σχήματα, ακόμη και μέσα στην ίδια την οικογένεια πολλές φορές. Ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν ένας πολύ ισχυρός ομογενοποιητικός παράγοντας και μια απίστευτη συγκολλητική ουσία ανάμεσα στους τρεις μετόχους. Αφότου απεβίωσε εκείνος, πιστεύω ότι οι αντιθέσεις άρχισαν να εντείνονται.
Αυτό την ίδια στιγμή αποδυνάμωνε την προοπτική μιας συμφωνίας μεταξύ τους. Σε αυτό ας προσθέσει κανείς τη σκληρή στάση των τραπεζών απέναντι στο MEGA το τελευταίο διάστημα – και κυρίως το γεγονός ότι στο κάδρο πλέον είχε περάσει και η διαδικασία της αδειοδότησης των καναλιών. Για εμένα αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα, διότι ανέβασε τη συνολική επανεπένδυση που έπρεπε να γίνει από τα 15 εκατ. ευρώ για κάθε μέτοχο σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια όπως είδαμε τελικά από τη διαδικασία της δημοπράτησης των αδειών. Αυτό οδήγησε εντέλει στο αποτέλεσμα το οποίο είδαμε. Είναι όμως όλα αυτά τα στοιχεία μαζί που οδήγησαν στο κλείσιμο του MEGA, όχι η επίδραση ενός μεμονωμένου παράγοντα.
– Τι γνώμη έχετε για τη δημοπράτηση των αδειών για τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας;
Καταρχάς εδώ έχουμε έναν κλασικό βιασμό της αγοράς. Τα τέσσερα κανάλια είναι υποκατάσταση της αγοράς και αυτό για μένα είναι απολύτως βλακώδες. Είναι αθεμελίωτο και αυθαίρετο. Αυτά είναι ζητήματα που τα ρυθμίζει η ίδια η αγορά. Οσα κανάλια θα μπορούσε να υποστηρίξει η τεχνική, η ψηφιακή βάση, τόσα θα έπρεπε να λειτουργούν. Ας εκδήλωναν ενδιαφέρον οι υποψήφιοι, ας έδιναν όλοι χρήματα για τις άδειες ώστε το κράτος να μαζέψει τα 256 εκατ. ευρώ που πήρε ή ενδεχομένως και παραπάνω. Και κατόπιν η αγορά ας έκρινε ποιος θα επιζήσει.
Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα γίνει διαγωνισμός αδειοδότησης για το ρύζι ή για τα μακαρόνια; Και η δεοντολογία δεν επιβάλλεται από καμία κυβέρνηση, επιβάλλεται από τις ενώσεις συντακτών και τις ανεξάρτητες αρχές. Δεν θα βγει κάποιος, π.χ., να μας πει τι θα πρέπει να προβάλλουν και τι όχι τα κανάλια, εάν θα πρέπει να διακόπτουν το πρόγραμμά τους ή όχι για να μεταδώσουν ένα γεγονός. Αυτά είναι εξωπραγματικά φαινόμενα. Και τριτοκοσμικά θα έλεγα. Από τις λίγες γνώσεις οικονομικών που διαθέτω, λέω ότι μπορεί τη δημοπρασία και τα 256 εκατ. να τα πληρώσουμε στο πολλαπλάσιο. Δηλαδή μπορεί να είναι μία πομφόλυγα του σήμερα, η οποία ενδέχεται να αποδειχτεί τροχοπέδη του αύριο.
– Υπάρχει πιθανότητα ανατροπής του «τετρακαναλικού» τοπίου από ενδεχόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας;
Η στάση του ΣτΕ με προβλημάτισε πάρα πολύ. Ηταν η στάση που μόνο σαν «αγοράζω χρόνο» μπορεί να ερμηνευτεί. Και ο μόνος που επωφελείται από τον χρόνο είναι η κυβέρνηση. Ουδείς άλλος. Το ΣτΕ αγοράζει χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι όταν κληθεί να αποφασίσει ενδεχομένως να υπάρχουν πλέον τετελεσμένα, ένα άλλο τοπίο, να έχουν προχωρήσει οι συγχωνεύσεις κ.λπ. Αρα, θα υπάρχει μια αντικειμενική δυσκολία για το ΣτΕ να τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Με άλλα λόγια, κατ’ αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση θα έχει κερδίσει το «στοίχημα» για την επαναδιευθέτηση του τηλεοπτικού τοπίου.
– Θα συμφωνούσατε με εκείνους που ανησυχούν ότι το νέο σκηνικό συνεπάγεται εμμέσως και μια νέα διαπλοκή;
Οχι, εγώ δεν θα κάνω δίκη προθέσεων. Επειδή αυτό το υπέστην στο πετσί μου, δεν θα πω ότι κάποιος που πλήρωσε περισσότερα λεφτά θα μπει στη λογική της διαπλοκής. Εάν το κάνει, θα το καταλάβουμε και θα το καταγγείλουμε. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο -και δεν αναφέρομαι στους υπερθεματιστές, μιλάω για τον ΣΥΡΙΖΑ, από πολιτική και ιδεολογική άποψη, το ότι χτύπησαν τη διαπλοκή είναι μια μπαλαφάρα και μισή. Επαναλαμβάνω, όχι επειδή οι άνθρωποι που παραμένουν στο παιχνίδι της τηλεόρασης θα γίνουν απαραιτήτως διαπλεκόμενοι, αλλά διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δημιουργήσει όλους τους όρους και όλες τις προϋποθέσεις εάν κάποιος επιθυμεί να παίξει το παιχνίδι της διαπλοκής να το κάνει.
– Τι συμπέρασμα βγάλατε από την υπόθεση Καλογρίτσα;
Σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία, ο πρωθυπουργός λέει ότι η διαδικασία της δημοπράτησης είναι διασφαλισμένη έτσι ώστε όσοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν να είναι απόβλητοι. Εγώ όμως θα προσθέσω ότι το σύστημα πρέπει εξαρχής να διασφαλίζει την ομαλή εξέλιξη. Δεν συνιστά ομαλή εξέλιξη το να φεύγει ο ένας και να έρχεται ένας άλλος. Και αυτό δεν είναι αιχμή για τον Καλογρίτσα, είναι αιχμή γι’ αυτό που λέει ο πρωθυπουργός.
– Στη διαδικασία της αδειοδότησης διακρίνετε μια προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αποκτήσει ΜΜΕ-φερέφωνα;
Στον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να αποκτήσουν ελεγχόμενα ΜΜΕ γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι το παιχνίδι παίζεται με διαφορετικό τρόπο. Οπως δεν το καταλάβαινε κανένας προηγουμένως. Το να φτιάξω ένα δικό μου «μαγαζί» σημαίνει ότι, εάν υποθέσουμε πως είναι εφημερίδα, θα είναι ένα έντυπο των 10.000 φύλλων το πολύ, ή θα είναι ένας τηλεοπτικός σταθμός του 5% ή του 3% όπως είναι η ΕΡΤ. Αυτή θα είναι πάντα η τύχη των media που απλώς μεταδίδουν ανεπεξέργαστη άποψη.
Σε αυτή τη λογική δεν χωρούν ΜΜΕ που λένε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να είναι απαραιτήτως εχθρικά προς την κυβέρνηση. Μιλώ για media που δεν ανέχονται περιπτώσεις ανθρώπων που απασφαλίζουν και βρίζουν τους δημοσιογράφους, που δεν μπορούν να ανεχτούν περιπτώσεις όπως αυτή του Παύλου Πολάκη. Αλλά δεν είναι λογικό να μπαίνουν σε μαύρη λίστα επειδή ακριβώς δεν ανέχονται συμπεριφορές τύπου Πολάκη και άλλες παρόμοιες καταστάσεις. Γιατί τότε φαίνεται ότι η όποια κυβέρνηση δεν έχει στρατηγικό σχέδιο για την επικοινωνία.
– Από τη μακρά εμπειρία σας στη δημοσιογραφία, πόσο επηρεάζει στην πράξη η στάση των ΜΜΕ τις πολιτικές ισορροπίες;
Η απάντηση θα άρχιζε και θα τελείωνε με τη διαπίστωση ότι κανένας πρωθυπουργός των τελευταίων ετών δεν βασίστηκε σε ελεγχόμενα media, τουλάχιστον με τη λογική που διακατέχει το μυαλό κάποιων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος εξελέγη πρωθυπουργός ενώ έπαιζε στα δελτία ειδήσεων σε θέματα «χαμηλής πολιτικής», όπως με την περιβόητη κατσαρίδα που περιφερόταν μπροστά στην κάμερα κατά την έφοδό του σε δημόσιο νοσοκομείο. Ο Καραμανλής έπαιζε στο τέλος του δελτίου, 40-45 λεπτά μετά από την έναρξη. Αλλά εξελέγη πανηγυρικά. Οπότε, μήπως βαυκαλιζόμαστε μεταξύ μας οι δημοσιογράφοι και νομίζουμε, προφανώς εσφαλμένα, ότι κινούμε τα νήματα, ότι συνδιοικούμε;
– Προβλέπετε ότι θα υπάρξουν συγχωνεύσεις ύστερα από τη δημοπρασία των 4 αδειών, όπως αυτή που φημολογείται ότι προχωρά ανάμεσα στον Ιβάν Σαββίδη και τον STAR;
Μολονότι δεν θέλω να τοποθετούμαι σε φημολογίες, βλέπω ότι στην προσέγγιση Σαββίδη – Βαρδινογιάννη (STAR) υπάρχει σοβαρή ορθολογική βάση. Γενικότερα θεωρώ ότι, εάν δεν υπάρξουν συνέργειες, ο χρόνος που θα χρειαστεί έως ότου λειτουργήσουν τα νέα κανάλια θα είναι μακρύς. Γιατί δεν είναι μόνο το δημοσιογραφικό και το τεχνικό κομμάτι. Αυτό που απαιτεί τον πολλαπλάσιο χρόνο είναι το λεγόμενο πρόγραμμα.
Και για τη συγκρότηση προγράμματος, με περιεχόμενο εισαγωγής από το εξωτερικό κ.λπ., απαιτείται ένας χρονικός ορίζοντα που ίσως ξεπερνά τους έξι μήνες. Ούτως ή άλλως, όμως, οι συγχωνεύσεις ομίλων και η δημιουργία νέων συγκροτημάτων ΜΜΕ, εάν υπάρξει, δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Θα γίνει σταδιακά και σε βάθος χρόνου. Ας δούμε πρώτα τι θα γίνει στο τηλεοπτικό τοπίο, γιατί τα πράγματα σήμερα εξακολουθούν να είναι θολά. Η ορθή λογική λέει ότι κανονικά πρέπει να υπάρξουν κάποιες συγχωνεύσεις, αλλά ο ορθολογισμός είναι μόνο ο ένας παράγοντας. Ο άλλος είναι ο ψυχισμός των καναλαρχών που διαπραγματεύονται μεταξύ τους.
– Εσείς προσωπικά σε τι είδους επαγγελματική φάση βρίσκεστε αυτή την περίοδο;
Πολύ απλά και πολύ λαϊκά, προφανώς αναζητώ δουλειά. Και εξίσου προφανώς κάνω κάποιες συζητήσεις, οι οποίες όπως κάθε άλλη συζήτηση που έχω κάνει στο παρελθόν είναι απολύτως εμπιστευτικές. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω γιατί θα ήταν σαν να πιέζω, σαν να προκαλώ. Αυτό είναι έξω από μένα. Γιατί να το κάνω; Η επιθυμία μου είναι να παραμείνω στην αγορά.
ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ