42.grLifestyleΦασουλής: Όλοι καθόμαστε σαν υπνωτισμένο ποντίκι!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΣΟΛΚΑ

Φασουλής: Όλοι καθόμαστε σαν υπνωτισμένο ποντίκι!

Οι φόβοι του, η παιδικότητα, η ευτυχία, ο χειμώνας που έρχεται, η τηλεόραση, το θέατρο, σε ένα απόγευμα καλοκαιριού στην θάλασσα

Είναι η ώρα που συναντιέται η μέρα με το σκοτάδι, που λίγο πριν καταβροχθιστούν οι όγκοι και τα έργα των ανθρώπων από νύχτα, όλα τα χρώματα συναντιούνται σε επιδείξεις υπεροχής. Ο Σταμάτης Φασουλής στην άκρη μιας θάλασσας που αδειάζει από τη χαρά των κολυμβητών κοιτά έναν μπαμπά με το κοριτσάκι του και το αφήνει να περπατήσει μόνο του, πρώτες φορές χωρίς αγκαλιά.

Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Τσόλκα

Αυτό λέει συνεχώς «άτα», σε ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό σχεδόν μοτίβο θριάμβου, φόβου και τόλμης… «Καίγονται οι πατούσες της, τώρα» λέει τρυφερά ο Σταμάτης, σε έναν βράχο του Αιγαίου. Το κύμα, ούτε που ακούγεται! Μόνο το συναίσθημα της στοργής νομίζεις πως το ακούς να ελαφροπατά δίπλα του, παρακολουθώντας τον. Το καλοκαίρι του κυρίου Φασουλή λοιπόν, πως είναι;
«Γράφω έξι σελίδες τη μέρα, αλλά λέω καλύτερα, εδώ παρά στην Αθήνα. Το ότι πρέπει να γράφω με στενεύει λίγο, να παραδεχτώ. Δουλεύω τη «Νίκη» του Χωμενίδη, που θα παρουσιαστεί στον Ελληνικό κόσμο τον Φλεβάρη, με την Ράντου και την Ουζουνίδου. Μετά θα κάνω στο «Παλλάς» ένα σόου με την Μαρινέλλα και τον Ζαχαράτο και ακόμα την «Ειρήνη» του Χωμενίδη, με Κομνηνού, Μάινα, Λογοθέτη, Παπαπακωσταντίνου».
-Πολλά, ε, Σταμάτη;
«Πολλά, αλλά όλοι για να βγάζουν τα ίδια λεφτά κάνουν τα πενταπλά, πια και το ξέρουμε και το χουμε αποδεχτεί».
– Αισθάνθηκες πως το χειμώνα που μας πέρασε, πως έκανες πολλά, μα πάρα πολλά πράγματα, επίσης;
«Έκανα πολλά, αλλά απ την άλλη, όταν δουλεύω κουράζομαι και όταν δεν δουλεύω, βαριέμαι! Το ιδανικό θα ήταν πάντα να δουλεύω όλο το χειμώνα και να έχω δυο μήνες το καλοκαίρι, εντελώς ακίνητος! Τώρα είμαι εν κινήσει, για έναν μήνα αλλά, πάντα και ευτυχώς, δίπλα στη θάλασσα».
-Η τηλεόραση τελικά, σου αρέσει; Εννοώ αυτού του είδους. Η φαντασμαγορική, εκείνη που συμμετείχες σα ο εαυτός σου και όχι η μυθοπλασία…
«Μια χαρά πέρασα, εγώ, εκεί! Μια χαρά! Στην αρχή είχα τρακ! Δεν ήξερα πως το αντιμετωπίζουν αυτό το είδος. Ήταν όμως όλοι, τόσο πολύ άνετοι και με έκαναν να νιώσω νωρίς, πως δεν υπήρχε κανένα άγχος. Ίσως γιατί κανένας απ τους συμμετέχοντες δεν θα έφευγε, θα έπαιρναν όλοι τα ιδία λεφτά, για τις ίδιες μέρες. Έτσι κύλησαν τα πράγματα χωρίς εκνευρισμούς, γιατί οι αντίθετες συνθήκες, όσο να ναι, αλλάζουν τις αντιδράσεις. Ξέρεις, λέγαμε με την Κάτια να το κάνουμε κάποτε και εγώ το έβλεπα να έρχεται…»…
-Τι σου έμεινε απ όλο αυτό;
«Πως όλα κύλησαν ωραιότατα. Τι άλλο να μου μείνει δηλαδή; Τι εννοείς; Εντυπωσιάστηκα με τους ρυθμούς παράγωγης. Εν ριπή οφθαλμού, άλλαζαν όλα, εκεί που στο θέατρο βασανιζόμαστε με τις ώρες. Ήταν αποτελεσματικοί και ταχύτατοι όλοι. Μέτα βέβαια, έμαθα πως δουλεύουν 600 άτομα σε τέτοια παραγωγή, ενώ εμείς είμαστε οι φτωχοί συγγενείς στο θέατρο. Ούτε στον ύπνο μας αυτά! Φυσικά η διαφημιστική πίττα του θεάτρου είναι νηστίσιμη και που τέτοιες πολυτέλειες»…

82
-Απ όλο αυτόν τον μαραθώνιο αλλαγής προσωπικοτήτων των Κυριακών, ποια στιγμή ή ποιο πρόσωπο, σε αιφνιδίασαν;
«Δεν περίμενα την Αποστολία Ζώη, ειδικά ως Τάνια, ως Κιμ. Τον Γαρδέλη, που τον ξέρω από όταν βγήκε, στις εμφανίσεις ήταν ίδιος όμως! Καλά η Μαγγιρα είναι επαγγελματίας! Δεν παίζεται! Χάρηκα ακόμα, τον Κρητικό πολύ ως Ξυλούρη και θαύμασα τα φωνητικά προσόντα του Μπέκε. Δεν τον είχα ακούσει πριν, γιατί όταν εμφανιζόταν με τους άλλους πρόσεχα το σύνολο. Μα έχει τέτοια έκταση που εντυπωσιάστηκα. Και με πολλές εμφανίσεις όλων εντυπωσιάστηκα. Όσο για την επιτροπή; Μα είμαστε γνωστοί και συνεργάτες χρόνια. Και με τον Μουτσινά έχω δουλέψει στις πρώτες του εμφανίσεις, όταν έκανα στο Ήβη, της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το «Καμένα Βούρλα». Με την Κατερίνα είχαμε την περιοδεία με το θέαμα για την «Μαρινέλλα» και με τον Πέτρο τον Φιλιππίδη, δεν ξέρω πόσες φορές έχουμε συνεργαστεί, μπορεί και εκατό χιλιάδες. Ήμουν πολύ ασφαλισμένος! Προετοιμαζόμουν, όμως, πολύ! Δεν γίνεται αλλιώς! Τι; Να εμφανιστείς την Κυριακή χωρίς προετοιμασία; Δεν θα άντεχες λεπτό! Και μάλιστα με ανθρώπους απέναντι που τους είχε βγει η Παναγία, όλη την εβδομάδα; Κάθε πρόσωπο το μελετούσα και όχι μόνο στο κομμάτι που θα βλέπαμε αλλά στο σύνολο. Για παράδειγμα την Δαλιδά, δεν την είδα μόνο στο «Τζίτζι» αλλά και σε ότι υπήρχε από υλικό της και πρόσεχα τις λεπτομέρειες και καταπιανόμουν. Σκηνοθετικά δηλαδή, το έβλεπα».
-Είσαι στο νησί όμως και τώρα όλα είναι μακρινά, αλλά ο χειμώνας που μας έρχεται πως αισθάνεσαι πως θα ναι; Τι θα ναι αυτά που μας περιμένουν;
«Σκούρα! Άσχημα! Δε βλέπω ωριαίο χειμώνα να βγάζουμε και δεν υπάρχει και διέξοδος. Το μεγάλο πρόβλημα το οικονομικό, στο οποίο θα πρέπει να βρεθούν λύσεις, πάει πίσω και ψάχνεται το που θα δοθούν οι άδειες και ο εκλογικός νόμος. Ένας μεγάλος αποπροσανατολισμός πετυχαίνει και σημειώνεται και η μεγάλη, η φοβερή καούρα της κυβέρνησης να γίνει καθεστώς, νόμιμα πια. Θα τα καταφέρει να δώσει καμία λύση, άραγε ή η θα μας διαλύσει; Ποιος ξέρει; Θα δείξει! Αλλά αισθάνομαι, πως το έδαφος τρέμει κάτω απ τα πόδια μου, κουνιέται όλη η γη. Μακάρι να είναι δικό μου, μόνο, αίσθημα αυτό. Μακάρι! Το εύχομαι»…
-Κάποτε πριν πολλά χρόνια μου έλεγες πόσο ήθελες να κάνεις Θείο Βάνια. Σαν όνειρο. Το έκανες; Τώρα; Τι όνειρο στέκεται από πάνω σου;
«Δεν τον έκανα τον «Θείο Βάνια». Αλλάζουν κάθε χρόνο τα όνειρα. Δε ξέρω! Να τελειώσω τη «Νίκη» θέλω. Δεν έχω όνειρα μάλλον. Ίσως αυτό να είναι και θέμα ηλικίας, τι να σου πω! Να ασχολούμαι με το θέατρο μέχρι τελευταία στιγμή, εύχομαι και αυτό μόνο! Με σώζει απ την καθημερινότητα. Δεν υπάρχει ρουτίνα. Όλα αλλάζουν διαρκώς. Δεν είναι μια δουλειά, με τα ίδια άτομα που τα συναντάς για 40 χρόνια. Εδώ έχει κάθε λίγο άλλα πρόσωπα, σχέσεις, ρυθμούς, έργο, θέμα, διάθεση και όλο αυτό είναι τόσο ανακουφιστικό! Δεν θα μπορούσα ακόμα και διευθυντής να μια σε ένα γραφείο! Μ’ αρέσει αυτό, το δικό μας, ρεμπέτ ασκέρ.
-Δεν πήρε και πίκρες όμως απ αυτή τη τέχνη. Δεν είχες αποτυχίες, ήττες…
«Ποιος το είπε; Γιατί δεν είχα αποτυχίες; Μωρέ αποτυχιάρες μεγάλες και φοβέρες ήττες. Και όχι μόνο εμπορικές, αλλά και ουσιαστικές που αντιμετωπίζεις το πώς δεν κατάφερες τίποτα! Και μετά μαζεύεσαι, οργανώνεσαι και πας για άλλα κατευθείαν! Και αυτό είναι απόλαυση σ αυτή τη δουλειά!»…
-Τι σε θυμώνει, σε κάνει έξαλλο από τη ζωή γύρω μας;
«Έχω ανοσία, πια! Δεν γίνομαι έξαλλος, όπως παλιά! Αρκετά! Δεν θυμώνω! Δεν μπορώ! Απογοητευμένος, είμαι! Πλήρως! Και αυτό δεν είναι τίποτα καινούριο, μη νομίζεις. Όλος ο ελληνικός λαός, καθόμαστε, σαν υπνωτισμένο ποντίκι!».
-Γιατί λες εσένα; Γιατί σ αγάπησαν πολύ οι Έλληνες; Το κοινό; Τι είχες και τι όχι;
«Μ αγάπησαν; Δεν ξέρω αν μα αγάπησαν! Δεν ξέρω! Ίσως επειδή αγάπησα πολύ το θέατρο… όχι, όχι… βλακείες θα σου πω, προχειρότητες! Πάντα το κυνηγάω αυτό που λες. Μες απ τις ιστορίες, πάνω στη σκηνή, αυτό κυνήγαγα πάντα. Και αυτό δεν είναι; Το να συνεννοηθούμε μέσα από ένα αίσθημα!».

84
-Είσαι ευτυχισμένος;
«Δε με ρωτάω! Αποφεύγω! Και αυτό είναι το ύποπτο! Άλλα, δεν μπορώ να πω, ότι είμαι και δυστυχισμένος. Ο Μπαρτ λέει, τι μπορεί να πει ένας καλλιτέχνης στη ζωή, αυτή τη στιγμή; «Τρελός δεν το μπορώ! Κανονικός, δεν το καταδέχομαι! Απλώς νευρωσικός!»….
-Έχεις φόβους και πως τους νικάς, πως τους ξορκίζεις;
«Υποτίθεται πως αυτό κάνουμε όλοι στο θέατρο και πιθανόν παντού. Πράγματα που κάνεις για καιρό πρόβα και χιλιάδες σκηνές που παίζεις και έχουν αντίκρισμα σε σένα και είναι άσχημα για σένα και είναι ο φόβος ο δικός σου, μη σου πω, η καρδιά ή ίδια του φόβου σου, με το να επαναλαμβάνεις διαρκώς, τελικά εξοικειώνεσαι μαζί του και το μόνο είναι που πια δε σε φοβίζει! Ο Φίλιππος Κουτσαφτής γύριζε για 7 χρόνια, κάθε μέρα, όλη μέρα, συνέχεια και συνέχεια, την ταινία του «Αγέλαστος Πέτρα» στην Ελευσίνα. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Υποφέρει ο κόσμος της, τα αρχαία της καταστραφήκαν, ο σοφός, αιώνιος τόπος μολύνθηκε! Και ξανά. Και ξανά. Ώσπου, ολοκληρώθηκε η ταινία και εκεί στο τέλος της είχε μια φράση: «… Την τελευταία φορά που πέρασα απ έξω απ την Ελευσίνα δεν ένιωσα απολύτως τίποτα…»… Είχε πληρώσει όλους τους τόκους στην αγάπη του και στο νιάσιμο! Είχε ξοφλήσει το θέμα…».
-Ένας αδελφός κοντά σου…
«Ο αδελφός μου ζει μόνιμα στην Καλαμάτα και δεν τον βλέπω όσο θα ήθελα. Βρισκόμαστε τέσσερις, πέντε φορές τον χρόνο, βέβαια».
-Ναι, θέλω να πω πως είναι πολλοί οι φίλοι, το θέατρο σου, οι πρόβες, οι πρεμιέρες, το καμαρίνι, οι άνθρωποι σου εκεί μέσα. Τα πρόσωπα σε κάνουν τον Σταμάτη; Ή εκείνο το μικρό διάστημα της παιδικής ηλικίας σε όρισε, φροϋδικά και όποτε κοιτάς τον καθρέφτη βλέπεις έναν μικρό Σταμάτη για πάντα;
«Μόνο στον καθρέφτη κοιτώντας δεν τον βλέπω! Παντού άλλου ναι, τον νιώθω. Μάλλον φέρομαι δυσανάλογα με την ηλικία μου. Δυστυχώς! Όχι ξεμωραμένος δεν είμαι, άλλα μια παιδικότητα την έχω και σε αντιδράσεις και στην αντιμετώπιση απέναντι στα γεγονότα».
-Είμαι εντάξει. Εσύ;
«Είμαι εντάξει και εγώ…»…

H συνέντευξη σε πιο σύντομη μορφή έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Down Town Κύπρου

SHARE

Περισσότερα

MORE LIFESTYLE