Έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Γκουσγκούνης, ο άρχοντας του ελληνικού clubbing. Ο επιχειρηματίας που συνέδεσε το όνομά του με τις πιο όμορφες βραδινές εξόδους των περισσότερων από εμάς, αφού υπήρξε ιδιοκτήτης του θρυλικού «Papagayo» στο Κολωνάκι, αλλά και της επίσης θρυλικής «Figaro» στις Σπέτσες, νοσηλευόταν, απ’ ότι μάθαμε μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τον τελευταίο μήνα σε νοσοκομείο της Αθήνας και ενδεχομένως να μην γνώριζε την σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του, αφού σε επικοινωνία που είχε με φίλους του τους είχε πει ότι θα πάρει εξιτήριο.
Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή ο δημοσιογράφος και φίλος του, Δημήτρης Γκοσμάνης, μέσα από το facebook γράφοντας: «Καλό Ταξίδι φίλε-αδερφέ μου… Βασίλη Γκουσγκούνη… Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα…». Ο θάνατός του σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό και επιχειρηματικό χώρο, αλλά και στους δικούς του ανθρώπους, αφού ήταν πολύ αγαπητός και άνθρωπος χαμηλών τόνων.
Ο Βασίλης Γκουσγκούνης ήταν ο εμπνευστής του θρυλικού club «Figaro» στο Παλιό Λιμάνι των Σπετσών, που άνοιξε το 1980 και εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς της νυχτερινής ζωής του νησιού, αλλά και εμβληματική της ελληνικής καλοκαιρινής διασκέδασης εν γένει αλλά και του «Papagayo» στο Κολωνάκι. Στα μαγαζιά του διασκέδαζαν άνθρωποι από την εγχώρια και διεθνή showbiz, ενώ τα parties του έχουν αφήσει εποχή στην νυχτερινή ζωή.
«Τα εγκαίνια της “Figaro” έγιναν στις 5 Ιουνίου 1980 και τουλάχιστον πεντακόσια σκάφη είχαν καταπλεύσει στις Σπέτσες για το πάρτι των εγκαινίων. Σε αυτό το πνεύμα, με αμείωτο το κέφι, η “Figaro” συνέχισε είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια –Πάσχα και καλοκαίρια κυρίως–, έως το 2003, όταν οι ιδιοκτήτες του κτιρίου το ζήτησαν για ιδιόχρηση» αποκάλυπτε σε παλιότερη συνέντευξή του στο Greekriviera.gr ο Βασίλης Γκουσγκούνης. Στη δεκαετία του ’70 μεσουρανούσαν η ντίσκο και ο χορός μέχρι πρωίας. Όπως όλοι οι νέοι της εποχής εκείνης, έτσι και ο Βασίλης Γκουσγκούνης σύχναζε στη «Figaro» στην οδό Λεβέντη στο Κολωνάκι ή στο «Papagayo» της Πατριάρχου Ιωακείμ. Με αυτό τον τρόπο γνωρίστηκε με τον ιδιοκτήτη τους, Λεωνίδα Ιωαννίδη. Με τον Λεωνίδα Ιωαννίδη συνδέθηκαν με στενή φιλία που αργότερα θα οδηγούσε και σε επαγγελματική συνεργασία.
«Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη νυχτερινή ζωή για πλάκα στην πραγματικότητα. Δεν ήξερα πού θα με πήγαινε αυτό, αλλά καθώς τα καλοκαίρια στις Σπέτσες τότε υπήρχε μόνο ένα κλαμπ, ο “Απόλλωνας”, σκέφτηκα να ανοίξω δίπλα, σε κάποιες παλιές αποθήκες, ανάμεσα σε ταρσανάδες, ένα άλλο, που το ονόμασα “Καρνάγιο”, το 1977. Αυτό έπιασε αμέσως και το 1980, σε συνεργασία με τον Λεωνίδα Ιωαννίδη, εξελίχθηκε στην περίφημη “Figaro” των Σπετσών». Η δεκαετία του ’80 ήταν σίγουρα η δεκαετία ορόσημο του μεταπολέμου με βαθιές αλλαγές τόσο στην παγκόσμια οικονομία και τη γεωπολιτική όσο και στη μουσική, τα trends και τη διασκέδαση. Εκείνα υπήρξαν τα χρόνια της ενηλικίωσης της “χρυσής νεολαίας” των baby boomers της δεκαετίας του ’60, που μεγάλωσαν σε μια οικονομικά ανθηρή Ελλάδα, μακριά από πολέμους, κατοχές και εμφυλίους. Έτσι, η (70s) ντίσκο “Απόλλωνας” παρέδωσε αμέσως τα σκήπτρα στη νεότευκτη “Figaro” και το πάρτι έφτασε σε tilt, με τους σημαντικότερους γόνους του ελληνικού εφοπλιστικού, επιχειρηματικού και πολιτικού κόσμου να διασκεδάζουν μέχρι αργά το πρωί, παρέα με τους απογόνους των ιστορικών σπετσιώτικων οικογενειών και τους διεθνείς επισκέπτες.
Κάθε βράδυ ήταν μια έκπληξη. Οι παρέες, το κέφι, τα σκάφη, η ξεγνοιασιά του καλοκαιριού… Όλα αυτά δημιουργούσαν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Από τα πιο δημοφιλή πάρτι μας ήταν το “Hawaiian Night” ή το “Country Night”, όταν οι θαμώνες έμπαιναν στο κλαμπ πάνω σε άλογα ή σε γαϊδούρια. Γινόταν κυριολεκτικά “χαμός”».
Το πρόγραμμα ξεκινούσε και έκλεινε με το αγαπημένο τραγούδι του συνεταίρου του, μια επιτυχία του Stevie Wonder, ενώ ανάμεσα στα πιο cutting edge διεθνή hits, που προμηθευόταν από τον περίφημο Μάριο Τοκατλίδη της οδού Τσακάλωφ ή από τον Βασίλη Λάλο, μίξαρε το «Figaro», την ομώνυμη άρια από τον «Κουρέα της Σεβίλης», του Rossini. «Φίγκαρο, Φίγκαρο, Φίγκαρο» σιγοτραγουδά καθώς μου διηγείται την ιστορία του νάιτ κλαμπ των Σπετσών, στο καφέ που έχουν με την κόρη του, Δήμητρα, το «Cafeccino», στο Ψυχικό. «Ο Βασίλης Γκουσγκούνης έτρεφε μεγάλη ευαισθησία για την παράδοση και την ιστορία του νησιού αφού αν και Αθηναίος στην καταγωγή, από ηλικίας τεσσάρων ετών έζησε και μαθήτευσε στις Σπέτσες. Ο πατέρας μου, Σωτήρης Γκουσγκούνης, είχε μια βιοτεχνία με υφαντά, ριχτάρια και μαρινιέρες και προμήθευε τα καταστήματα των Σπετσών. Έτσι πήραμε μια κατοικία στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου και εγκατασταθήκαμε στις Σπέτσες, αφού εκεί έδρευε και ένα από τα καλύτερα σχολεία της εποχής, η Αναργύρειος-Κοργιαλλένειος».
Παρότι ο κύριος Γκουσγκούνης σπουδάζει αργότερα στην Αθήνα Μηχανικός Αεροσκαφών, δεν μπορεί να αφήσει τη θάλασσα και ειδικά αυτή των Σπετσών. Το σχολείο του έκλεισε ύστερα από μια κρατικοποίηση και βέβαια οι ελπίδες του να φιλοξενεί τα πάρτι των τελοιόφοιτων στην ντισκοτέκ του δεν επαληθεύ- τηκαν. Από τη «Figaro», όμως, «αποφοίτησαν» γενεές γενεών Ελλήνων και διεθνών αναγνωρίσιμων. «Όταν έκλεισε η “Figaro”, το 2003, ήρθε και με βρήκε ο Σπύρος Νιάρχος. “Δεν μπορεί να κλείσει η ‘Figaro’. Δεν γίνεται…» μου είπε. «Προσπάθησε ο ίδιος να διαπραγματευτεί τρεις συνεχείς φορές με τους ιδιοκτήτες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.»
Από τα τραπέζια των μαγαζιών του πέρασε στην διάρκεια των χρόνων όλη η ελίτ της κοσμικής αλλά και της καλλιτεχνικής ζωής. Υπήρξε Κύριος και Κ κεφαλαίο και ένας από τους πιο αγαπητούς επιχειρηματίες στον χώρο του. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του.