Κάποτε υπήρχε το ταξίδι. Χωρίς πρόγραμμα. Ανοιχτό σε κάθε γνωριμία σε κάθε γωνία της γης, σε μέρη που ο αποκλεισμός της καταγωγής, της απόστασης, πια δεν ισχύει, σε παραδείσους αιωνίους με ή χωρίς την δική μας επιβεβαίωση. Στο τέλος των ταξιδιών η απορία ήταν πάντα εκεί. Και αν δε υπήρχε η επιστροφή; Και αν προσωπικές κοσμογονίες ξεκινούσαν από το μη γυρισμό; Αν δεν ήμασταν απ την γενιά του Οδυσσέα με τον νόστο στο DNA για τα δικά μας νησιά, αλλά απ την άβυσσο του ίδιου του Θεού και φτιάχναμε απ την αρχή ζωή, γη, κόσμο, καταγωγή, ήθη, πατρίδα; Δεν γίνεται; Και όμως! Κάποτε γνώρισα έναν άνθρωπο, που δημιούργησε παράδεισο.
A Grain of Sand (2009) DOCUMENTARY from Wandering Eye on Vimeo.
Τον δικό του νησί! Τον λέγανε –τον λένε ακόμα!- Μπρέντον, όπως συστήθηκε και το βιβλίο που μου αφιέρωσε, το βραβευμένο ντοκιμαντέρ αργότερα που έγινε φημισμένο, το A Grain of Sand, τα υπογράφει και τον αναφέρουν ως Brendon Grimshaw και κάποτε η δική μου ιστορία ζωής έκανε επίσκεψη στο σπίτι του, σε ένα καταπράσινο σμαράγδι, στην μέση του Ινδικού Ωκεανού, στην άκρη των συμπλεγμάτων των θεϊκών Σευχελλών… Ηταν 20ος αιώνας…
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
… Ωωω! Πόσο νέοι ήμασταν! Κοιτάω φωτογραφίες, τις οποίες γενικά αποφεύγω, γιατί βρίσκω ανατριχιαστικό το βλέμμα του εαυτού μου, νέου να μου ζητεί τα ρέστα για όλα όσα έκανα και δεν έκανα, σαν έξω από μένα. Ηταν η αρχή ενός άλλου ταξιδίου, αυτού της δημοσιογραφίας. Ένα μαγικό κλειδί πιστεύαμε, για να φτάσουμε σε ανθρώπους, ζωές, μυστικά, αλήθειες και να τα ζήσουμε όλα. Εγώ στη φωτογραφία, αγκαλιά με την Μυρτώ Κοντοβά και στη μέση την Άννα Γιώτη και την Νάνσυ Ζαμπέτογλου. Πιο πίσω μας ο Αντώνης ο Μαμαλάκης, ο αδελφός του Ηλία και ο γελαστός Αντώνης Καρελλάς και ο Χρήστος ο Μπάρλας. “Αιχμάλωτοι” στον Παράδεισο. Μια ευθυμία στα βλέμματα και νεότητα τόσο ανόητα αισιόδοξη, που μου τρυπάει σήμερα, την καρδιά σαν χοντρή βελόνα, σε κάθε μου ανάσα. Ποτά, βόλτες, καζίνο, διαδρομές, εθνικές κουζίνες, θάλασσες πράσινες που κολυμπήσαμε και ποδηλατάδες με δίπλες σέλες και δάση που περιπλανηθήκαμε σα να μας ανήκε όλη η γη και τα θαύματα της. Και μια μέρα, ένα ταξίδι ακόμα, σ αυτά τα νησιά τα φτιαγμένα απ τις χιλιετίες των κομματιών των κοραλλιών στην άβυσσο του μαύρου ωκεανού. Εκείνοι οι νέοι τότε, γελάνε όλο φασαρία. Σε ένα άλλο κομμάτι του χρόνου, που κάτι μένει πίσω μας σαν ίσκιος. Είμαστε καλεσμένοι. Σε ένα καράβι με γυάλινο πάτωμα, κοιτάμε πορτοκαλί, κόκκινα, μπλε – λουλακί και πράσινα – παπαγαλί ψάρια ή ολόμαυρα σελάχια κάτω απ τις πατούσες, ανάμεσα απ τα φορέματα και τα γυμνά μας πόδια. Όταν φτάνουμε κατεβαίνουμε στο νερό και αρχίζουμε να περπατάμε μέσα στην ανοιχτό πράσινο θάλασσα για ώρα. Σε μια φωτογραφία από μακριά, σα να βαδίζουμε πάνω στο νερό μοιάζει, μικροί θαυματοποιοί, εμείς, της αλαζονείας πως ζούμε και θα ζούμε για πάντα κάτι μαγικό! Στεριά. Moyenne Island. Φτάσαμε…
Ο Μπράντον κάποτε ήταν δημοσιογράφος. Πολύ επιτυχημένος. Ξανθός, ξερακιανός, με γαλάζια αεικίνητα μάτια που μας περιεργάζονται όλους και αγκαλιά με τον σύντροφο του Ρενέ Αντουάν Λααφαρούζ. Το νησί είναι το σπίτι τους. Θα μας προσφέρουν φαγητό σε μια έξοχη, ξύλινη βεράντα, που μοιάζει να αιωρείται πάνω απ το νησί, πάνω απ τα κοράλλια, τα λαμπερά πράσινα όλων των λογιών της θάλασσας και των τροπικών φυτών! Λίγο κρασί δροσερό. Κρεολέζικη κουζίνα, σαλάτες με καρδιά κοκοφοίνικα, ψάρι σαν κρέας, ψωμί από το δέντρο τους το bred tree, που οι καρποί του είναι σα ψίχα άρτου, φρούτα όλων των λογιών, των αρωμάτων, των χρωμάτων, των σχημάτων, των ζουμερών γεύσεων. Πότε δεν έφτασαν στις Σεϋχέλλες ζωντανά τα πλάσματα που τρώμε στις ηπείρους. Στο μέσο του Ινδικού Ωκεανού, η φύση έφτιαξε το δικό της φιλόξενο τρόπο, που τίποτα εχθρικό δε θα πείραζε ανθρώπους και βλάστηση, εκτός απ την εξέλιξη. Να και εμείς! Ούτε καν δέκα, εμείς, απ τους τόπους του Οδυσσέα, που έλκει τον οικοδεσπότη μας και δεν το κρύβει. «Μα είναι δυνατόν; Να αφήσατε τις εφημερίδες της Αγγλίας, που ήσασταν ο νεότερος αρχισυντάκτης της εποχής σας; Μα γιατί;». Ρωτάω η νεαρή δημοσιογράφος, με υφός βεβαιότητας, πως το Πούλιντζερ με το όνομα σε κάνα μήνα, θα ναι στο ράφι της βιβλιοθήκης μου ως τρόπαιο. Ο Μπρέντον κοιτούσε γελαστά, διασκεδάζοντας απ το σημείο στο χρόνο που βρίσκονταν και το επίτευγμα του, που αδυνατούσαμε να διακρίνουμε –παιδιά που ήμασταν! Μετά περιπλανηθήκαμε στο νησί, που είχε αγοράσει για 10.000 λίρες το 1962. Τεράστιες χελώνες, τόσο ήρεμες που τις χαϊδεύαμε, ακολουθούσαν την περιπλάνηση μας. Σε μιάμιση ώρα, αν θυμάμαι καλά, το είχαμε γυρίσει όλο!
Το Μογιέν ήταν κάποτε καταφύγιο πειρατών. Κούρσευαν τα καράβια και έφερναν εδώ και έθαβαν θησαυρούς. Περιπάταγαν στην θάλασσα, όπως εμείς πριν, κουβαλώντας κασελάκια με λεία πολύτιμη! Κάποιοι πειρατές ξαναγυρνούσαν και τους έπαιρναν. Άλλοι θάφτηκαν εδώ, σε ένα κολπίσκο να θυμίζει τη θαλασσινή ζωή τους, με κάτι δειλούς σταυρούς να στολίζουν τους τάφους τους και να μην πολύ – ελπίζουν σε σωτηρία απ την ανυπαρξία. «Οι τάφοι των πειρατών»! Ένας βράχος, πιο πέρα, που κοιτά σε όλα τα νησιά σε σχήμα ελέφαντα. Και ένα πλάτωμα πάνω του να στέκεσαι και να νιώθεις πως πετάς πάνω απ τον ωκεανό, που σα σε έχει χτισθεί με αχανές νερό, ολόγυρα. Ένα μικρό μουσείο, με τα ευρήματα των θησαυρών και τα παλιά ναυτικά εργαλεία. Και πράσινο παντού! Όλα τα είδη του πράσινου! Πόσα δέντρα, πόσοι θάμνοι, πόσο πυκνή βλάστηση, που να μη χωράει στο περίπατο σου ο ήλιος, να φωτίσει βήματα. Και τίποτα εχθρικό εδώ! Τίποτα επικίνδυνο! Φίδια, σκορπιοί, δηλητηριώδης αράχνες ή ερπετά ή ξέρω γω το μοχθηρό! Ότι μπορεί να είναι η χριστιανική εκδοχή για την Εδέμ!
Ο Μπράντον μας περιμένει πίσω. Καθόμαστε στις χειροποίητες –όπως κάθε τι εδώ!- ξύλινες πολυθρόνες, σε ένα τεράστιο τραπέζι που πάνω του κάνουν φυσική τέντα για τον ήλιο αναρριχώμενα φυτά με λουλούδια τεράστια ροζ και κίτρινο. Είμαστε πια μαγεμένοι. Χυμοί από φρούτα, παγωμένοι! Συζήτηση τόσο κοσμική και γεμάτη πολιτική, που μοιάζει αλλόκοτη. Ο Μπράντον λοιπόν, ήταν δημοσιογράφος στην Αγγλία και έγινε νωρίς αρχισυντάκτης. Δεν του έλεγε κάτι όλο αυτό. Ονειρευόταν ήλιους, ανέφελους ουρανούς, αχανείς εκτάσεις, ζούγκλες και μια ζωή χωρίς προκαθορισμένη εφαρμογή. Έφυγε και δούλεψε στις μεγαλύτερες εφημερίδες της Νότιας Αφρικής, κάποιες στην ουσία, στήνοντας τες. Ταξίδευε στην μαύρη ήπειρο. Γνώριζε κρυφές φυλές, εξερευνούσε αποκομμένα για τους λευκούς μέρη, έκανε φίλους σ όλα σχεδόν τα έθνη της ηπείρου, από τον βασιλιά των Πυγμαίων μέχρι τον πρόεδρο της Νότιας Αφρικής. Ενδιάμεσα έγραφε και ανάλυε την πολιτική. Συναντούσε τους Κενεντι και έπαιρνε συνεντεύξεις απ τον Μαντέλα στην φυλακή. Και κάποτε ερωτεύτηκε. Και όλη η σύμβαση μιας ζωής σε επιτυχία και κοσμικότητα δεν του έλεγε τίποτα μπροστά σε ένα ηλιοβασίλεμα στους τροπικούς, όπου δημιουργείς απ την αρχή τον κόσμο. Το 1972 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί μαζί με τον Ρενέ και άρχισαν να δουλεύουν για να το κάνουν κατοικήσιμο και όπως το ονειρεύονταν για σπίτι τους. Οι δυο τους φύτεψαν 16.000 δέντρα ενδεικτικά της βλάστησης των Σευχελλών. Έφεραν στο νησί 109 χελώνες που κινδύνευαν, τις γιάτρεψαν, τις περιποιήθηκαν και έγιναν συγκάτοικοι. Έφτιαξαν 4,8 χιλιόμετρα μονοπάτια για να διασχίζεται το νησί, χωρίς να κινδυνεύει η φυσική του ισορροπία. Δυο σπίτια, είναι φτιαγμένα από υλικά του νησιού, που δε έχουν στόχο να μείνουν αιωνία, αλλά να αφήνουν τους ανθρώπους να ζουν στην υπέροχη γη σαν όλα τα πλάσματα όχι αλαζονικά και φαραωνικά, με μέτρο και ομορφιά. Οι ζωές τους είναι ποίημα και όχι μνημείο! Ο Μπρέντον μας μιλούσε συνεχεία για τον κίνδυνο όλων των Σεϋχέλλων, με την μόλυνση του περιβάλλοντος και των θαλασσών και τις υψηλές θερμοκρασίες που καταστρέφουν τα κοράλλια και ο ωκεανός θα καταπιεί το παράδεισο. Απ τα ιδρυτικά μελή οργάνωσης για τη σωτήρια των νησιών, έχει ως στόχο ζωής τη συνέχεια των νησιών. Τα πάντα βάφονταν κόκκινο και μωβ, όταν περπατώντας και πάλι μέσα στη θάλασσα γυρίσαμε στο φωτισμένο καραβάκι. Το νησί των πειρατών, του Μπράντον και του Ρένε, το Μογιέν ενός άνδρα με όραμα δημιουργίας πνίγονταν στην έκρηξη ενός Ήλιου που φεύγοντας το καληνύχτιζε πετώντας του πίδακες φωτός. Γλυκιά η νύχτα, στους τροπικούς.
Έφτιαχνα τη βιβλιοθήκη, είδα το βιβλίο του, άνοιξα το εξώφυλλο και διάβασα την αφιέρωση του για το δικό μου παράδεισο, που κάπου με περιμένει και να τον καλέσω κάποτε στην δική μου Ιθάκη, μη τον ξέχασω, μου έγραφε. Τον νοστάλγησα, αντίστροφος Οδυσσέας εγώ και τον έψαξα στο Internet. Ο Ρενέ έχει πεθάνει εδώ και χρόνια. Ο Μπρέντον είναι πια καμία 85αρια χρονών. Ειδα το ντοκιμαντέρ που αφιερώνει στον σύντροφο ζωής και δημιουργίας. Έχει πάντα τα ίδια αεικίνητα μπλε μάτια και την γαλήνη του ανθρώπου που έζησε όπως ήθελε. Καλή ανάπαυση στον Ρενέ, γλυκιέ μου και να ξέρεις, νομίζω πως τις Ιθάκες, κάποιοι τις κουβαλάνε παντού και άλλοι τις ψάχνουν πάντα…