Έχει μόλις τελειώσει απ την παράσταση του «Αυτή η νύχτα μένει» και είναι «κομμάτια». Το βιβλίο του, που έγινε ταινία και τώρα θέατρο. Πάντα απρόβλεπτος και με διάθεση αναχωρητικής αυτάρκειας, βρέθηκε, φέτος σε μια παράσταση αλλιώτικη απ τις άλλες, με τη ματιά της Κίρκης Κάραλη και με νέα παιδιά που φτιάξανε νύχτα, ποίηση, περιθώριο, πλάσματα εξωτικά που ζουν τα βράδια μόνο και κλείνουν τους διακόπτες της ηλεκτρικής τους ύπαρξης, ξημερώματα.
Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Τσόλκα
Τον ξέρω, με ξέρει, τα χουμε πει αμέτρητες φορές, δημοσιογραφικά και ιδιωτικά, που τώρα μοιάζουμε με ρόλοι, στη σύμβαση της συνέντευξης. Σα να προσποιούμαστε επίσημους εαυτούς. Και να που όλα αυτά, τα κάποτε δεδομένα αν και εξωτικά, άγρια και αφώτιστα, ήταν πραγματικά και τώρα παρελθόν. Πριν τη νοσταλγία, βρε Θάνο, για πες…
-… πως σε πήγε η ζωή…
«Λοιπόν, αγαπημένη μου, η ζωή μου εμένα ήταν από Χατζιδάκι σε Δάκη και με την είσοδο στα σκυλάδικα έγινε από Καβάφη σε Καφάση. Μεγάλωσα σε μια υπέροχη οικογένεια με τόνους αποθεμάτων αγάπης. Μικρός ήθελα να γίνω ιεραπόστολος, γιατί όταν άκουγα από τον παπά-Γρηγόρη στο χωριό μου, στην Νέα Αρτάκη να λέει, «Έτη δεόμεθα υπέρ των ορθοδόξων Χριστιανών της Κένυα, Ουγκάντας και αν θυμάμαι καλά πετούσε και μια Τανγκανίκα», με ‘πιανε μια συγκίνηση να τρέξω και να σώσω όλους τους ανθρωποφάγους. Δεν υιοθέτησα αυτή την ποιητική σκέψη, επειδή ήμανε πάλλευκο και τροφαντό και θα κατέληγα αντικείμενο συζήτησης των Μάου-Μάου, προτού χαρώ τη νιότη μου. Και μετά τι θα είχα να θυμάμαι; Το σημαντικότερο όμως, θα με χάνανε οι τέχνες και τα γράμματα, θα γινόμουν τραγούδι στα βιντεοκλίπ των παπαροκάδων και ως Άγιο Αθανάσιο θα με ερμήνευε η Σοφία Βόσσου. Ακολουθεί Μαρίνος, Κουν, Λυκαβηττός, βραβεία, διαμάχη με μητέρα -δεν τα αναφέρω, Αλεξάνδρα, γιατί τα ξέρεις αυτά, γράψτα μόνη σου!»…
-Και τι γίνεται στις αρχές της δεκαετίας του 80 και σ’ αλλάζει;
«Τότε η πρωτεύουσα συναγωνίζεται στα show και τα υπερθεάματα το Las Vegas. Με λίγα λόγια, κυρίες και κύριου, επειδή η Αθήνα έχει ογκώσει από τόσο show και για να καταπιαστείς πλέον με αυτό το είδος θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη σχολή Λεωνίδα ντε Πιάν ή τουλάχιστον να είσαι η Μαριάννα Τόλη, ξεκινήσαμε όλοι εμείς με μπαλέτα-μπουλούκια να αναβαθμίσουμε την άμοιρη επαρχία. Δύο πωλήτριες από την οδό Αθηνάς πήρα εγώ, ένας φίλος προσέλαβε ανιψιά, τη θεία και μια συμπεθέρα και αφού στέρησαν οι υπόλοιποι συνάδελφοι τα γειτονικά εργοστάσια από εργατικά χέρια, άρχισε η περιοδεία. Όλες μου οι αναμνήσεις; «Ευγενέστατο κοινό μας καλησπέρα, είμαστε ο Θίασος του κόμη Μοντεχρήστου και απόψε αρχίζουμε παγκόσμια πρεμιέρα», δηλαδή εν συντομία, καλώς ήρθες, γλυκό μου καρναβάλι».
-Το δικό σου σουξέ ποιο ήταν ανάμεσα στα ντέρτια και τους πόθους;
«Το δικό μου σουξέ που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν το νούμερο «Καμπαρέ». Την ευχή μου να ’χει η Λάιζα γιατί μ’ αυτό αγόρασα το μισό σπίτι στο Μαρούσι, ενώ το υπόλοιπο ρετιρέ ξόφλησε τα γραμμάτια το κλασσικό «Τι πουρό τι καγκουρό». Την ευχή μου λοιπόν να ‘χει η Ελένη Ροδά με τον συνθέτη Καραλή και εύχομαι ο μεγαλοδύναμος να κόβει μέρες και χρόνια απ’ τους καινούργιους και να τους τα δίνει απλόχερα, Παναγία μου!
Αυτό το δικό μου θράσος -πες το διακριτικά ξεφτίλα- με δυο ζαβές που δεν πήγαιναν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, και έναν αμήχανο, δηλαδή εμένα, να παριστάνει τον κομπέρ του καμπαρέ, το είπαν πρωτοπορία και σχολιάστηκε σαν καινοτομία από τον τοπικό τύπο».
-Και ως συλλέκτης εμπειριών; Τι μένει στο τέλος, εκτός από τη νύχτα;
«Τι είδαν τα ματάκια μου; Να τα βλέπει ο Τζων Γουότερς και να λέει γαμώ την ιθαγένειά μου, πως και δεν το σκέφτηκα εγώ; Χορευτές υπέρβαροι με τα τάνγκα, που μπροστά τους ο Μπάρμπα Γιάννης ο κανατάς φάνταζε Στικούδη, να γίνονται το μήλο της έριδος. Χορεύτριες ένα μήνα πριν το ‘’Λητώ’’ με άλλο χρώμα σουτιέν, διαφορετική ομάδα βρακί και παπούτσια-δηλαδή «ότι βρήκα μπροστά μου το’ κλεψα», να δημιουργούν ταραχές στα επαρχιώτικα θύματα. Και δώστου οι εκδορείς να βλέπουν τον πενηντάχρονο “Μίσα” σαν αντικείμενο πόθου και το καλύτερο, να μην τους κάθεται ο χοντρός! Ξέρω πως ταράζεστε, αλλά σας διαβεβαιώνω, ανάρπαστο το σούμο! Δυστυχώς τα χρόνια πέρασαν, η επαρχία τα ξεπέρασε όλα αυτά, γιατί ως γνωστό η επαρχία δεν πολυκαταλαβαίνει από ποιότητα! Τώρα πια -και είναι λυπηρό!- προτιμάει κάτι ξενέρωτες δίμετρες θεές από τα Κίροφ και οι αξιόλογοι βγήκαν στην σύνταξη. Ο φίλος μου ο Άντζελο παλιός χορευτής ο οποίος τώρα πια δουλεύει σε σουβλατζίδικο της Θεσσαλίας, κάπου κάπου τηλεφωνεί:
-«Αχ βρε Θάνο μου, που είναι εκείνα τα χρόνια που έβγαινα και αναστενάζανε οι πίστες;… Εσύ θυμάσαι…»…
–«Εμ, ξεχνιέσαι Αντζελο εσύ και τα show σου; Προχωρημένα για εκείνη την εποχή! Έβγαινες με τα φτερά στο κώλο, εσύ με τις χορεύτριες και απ’ την αρχή της μουσικής μέχρι να τελειώσει σας δένανε οι ινδιάνοι σ’ έναν πάσαλο και γύρω-γύρω φωτιά , γιατί έτσι το απαιτούσε η χορογραφία. Στο φινάλε σπάζατε τα δεσμά για το χειροκρότημα και μετά κατεβαίνατε στα τραπέζια για κονσομανσιόν».
–«Τώρα Θάνο μου οι βλάχοι προτιμάνε τις ξένες τις πουτάνες. Αυτές, «κακόχρόνονάχει!- χαλάσανε τη δουλειά».
–«Έτσι είμαστε εμείς δυστυχώς Αντζελο. Η ξενομανία θα μας φάει! Γι’ αυτό σου λέω ψήφισε Καρατζαφέρη, για να ξανάρθουμε εμείς στα πράγματα»…».
-Έλα, Θάνο, πες μου κι άλλο! Κι άλλο…
«Ο ήρωας της ιστορίας μας ήταν τύπος ελεεινός και ρουφιάνος της πόλης που την διαφέντευε καθημερινά απ’ άκρη σ’ άκρη. Ιδιοκτήτης μαγαζιών με μεγάλα αποθέματα, που τις ελεύθερες ώρες έδινε παρών στα μπαράκια, στις λέσχες τις χαρτοπαιχτικές και στα μπορντέλα για το βραδιάτικο θήραμα. Σε μας ήταν δημοφιλής με τα παρακάτω προσωνύμια-ο «μαλάκας», γιατί αν άρχιζε «ζημιές», «οι κηδείες» ξεπερνούσαν μηνιαίους μισθούς πολλών υπαλλήλων και «κακοχρονονάχει», γιατί αυτό που αντίκριζες, δεν είναι αυτό που λέμε συμπαθητική φατσούλα-γιατί αν τον πω ουρακοτάγκο, οι φιλοζωικές θα με κάνουν μήνυση. Αυτός λοιπό μετά το δεύτερο chivas, πάθαινε μια μετάλλαξη με πλήθος ενοχών και με την επίδραση αλκοόλ, η σημερινή σκατοφυσιογνωμία, πάθαινε μια αποδόμηση.
Οι αναμνήσεις από αγώνες οικείων του στον Ε.Α.Μ., θύμισες από τις μέρες Πολυτεχνείου, αλλά και η εκρηκτική προσωπικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου που οραματιζόταν καλύτερες μέρες για την εργατιά, ξυπνούσαν συναισθήματα καταχωνιασμένα, νιώθοντας σαν τον Πάνο Τζαβέλα στ’ Αντάρτικα. Δεν είμαι υπερβολικός, δεν κάνω χιούμορ, το ‘’κουσούρι’’ το ξέρανε αφεντικά, γκαρσόνια , μουσικοί και όλοι περιμέναμε την άφιξη του Φιντέλ, να μας δώσει το σύνθημα, για ν’ αρχίσει η επανάσταση. Έβλεπες τη φάτσα του και ’λεγες αυτός στα νορμάλ του θα ζήτησε το ‘’Χασίσι ήπιε ο θεός και έφτιαξε την πλάση’’ και στα πολύ ντουζένια του –Σκύλα πήγες στο Τορίνο κι έμαθες καλό κλαρίνο του μουνιού σου το γλωσσίδι μούτρωσε κλωτσιά στ’αρχίδι’’. Και όμως όταν άβελε τα αμόλια ο ρουφιάνος γινόταν αυτομάτως από φαν της Σούλας της τσουτσουνοπνίχτρας, φαν του Μίκη και έλα μουνί στον τόπο σου τρελαινότανε με το “Είμαστε δυο είμαστε τρεις είμαστε χίλιοι δεκατρείς”.
Όταν λέμε σουρεάλ αυτό ήταν η απογείωση του συγκεκριμένου. Στη μέση αναψοκοκκινισμένος ο καρνάβαλος και γύρω γύρω όλα εμείς τα λαμόγια σαν αρπαχτικά με υψωμένη γροθιά να τραγουδάμε το σουξέ του Θεοδωράκη. Στα γόνατα όλο το πουταναριό του μαγαζιού-το αφεντικό μόνο έλειπε αλλά και αυτό επειδή δεν χωρούσε-να παραγγέλνει λουλούδια, σαμπάνιες, πιάτα και ουίσκια να καίγονται στην πίστα. Ένα βράδυ η τραγουδίστρια που ήταν εντεταλμένη για αυτό το σκοπό την έκανε για Αθήνα και όταν ήρθε ο ουρακοτάγκος βάλαμε στη θέση της μια κοντή που δεν είχε ξανακούσει ποτέ στη ζωή της ούτε για Μίκη ούτε για Θεοδωράκη. Φανταστείτε σκηνικό τώρα να είναι η κοντή με το χαρτί που της έχουμε γράψει το τραγούδι, εμείς γύρω να την ενθαρρύνουμε, αυτή να μην μπορεί να διαβάσει γιατί έχει πάει μέχρι Δευτέρα δημοτικού και να ακούγεται σαν playback οι φωνές από πίσω, που έτσι κι αλλιώς ο τρελός από τη σούρα δεν καταλάβαινε».
-Είχε κανόνες η υπόθεση;
«Επειδή υπήρχε νόμος και τάξη στα μπουζουκτσίδικα, έπρεπε όλοι οι καλλιτέχνες να ξέρουν τους κανόνες της κονσομανσιόν:
1. Δεν κάθονται σε τραπέζια νεαρών, οι πιτσιρικάδες δεν έχουν λεφτά ούτε για το ποτό τους, πόσο μάλλον για να κάνουν ζημιές και όπως λέει και στην παράσταση μας η μπέμπα Ντόλυ, η ηρωίδα του έργου, ανάποδα να τους γυρίσεις δεν θα πέσει τίποτα χάμω.
2. Δεν καψουρεύονται ποτέ σερβιτόρους και μουσικούς. Είναι εμπόδιο στην επαγγελματική τους ανέλιξη. Όταν όμως θέλει το αφεντικό πρέπει να του κάτσουν γιατί διαφορετικά θα φύγουν με το ίδιο εισιτήριο για Αθήνα.
3. Δεν κλείνουμε ποτέ ραντεβού με πελάτη μέρα-μεσημέρι. Ο πελάτης έχει δει την τραγουδίστρια το βράδυ βαμμένη και έχει εκστασιαστεί. Άμα τη δει όμως μέρα μεσημέρι άβαφτη και με τη φόρμα που σίγουρα θα είναι χειρότερη και από την πεθερά του δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε στο μαγαζί.
4. Αν μας κερνάνε ουίσκι θα είναι καλύτερα σαν αντιπρόταση να ζητάμε σαμπάνια, γιατί η σαμπάνια δεν πειράζει το στομάχι και δημιουργεί καλύτερη αίσθηση. Αν ο μαλάκας επιμείνει, δέχεσαι να φέρει μπουκάλι αλλά η βασική σου επιδίωξη είναι να τελειώνει γρήγορα το ριμαδομπούκαλο με κάθε τρόπο για να έρθει το δεύτερο, το τρίτο και άμα θέλει ο θεός το τέταρτο για να τον ξετινάξουμε εντελώς.
5. Άμα δεν μπορούμε να πιούμε, το χύνουμε διακριτικά κάτω, αλλά προσοχή γιατί μερικές φορές οι αγρότες βγάζουν τις γαλότσες κάτω από το τραπέζι και μερικές ηλίθιες ρίχνουν όλο το σπέσιαλ μέσα.
6. Αν παραστεί η ανάγκη ο ατυχής πελάτης να πάει τουαλέτα, εμείς κερνάμε μουσικούς, σερβιτόρους και γενικά ότι κινείται γύρω μας γιατί είναι σίγουρο ότι όταν θα επιστρέψει και θα το δει άδειο από αξιοπρέπεια δεν θα διαμαρτυρηθεί. Μήπως τολμά;
7. Στα τραπέζια πηγαίνουμε μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του σερβιτόρου και ποτέ με δική μας πρωτοβουλία. Αν διαπιστώσουμε ότι ο κτηνοτρόφος μόλις έχει πάρει επιδότηση, παγκόσμιος πόλεμος να γίνεται δεν το κουνάμε από εκεί. Ακόμη και αν πρέπει να βγούμε να τραγουδήσουμε δεν είναι απαραίτητο, θα έρθουν κι άλλες μέρες που θα τραγουδήσουμε. Η βασική μας επιδίωξη είναι να φαγωθεί το πακέτο μέχρι τελευταίας δεκάρας».
-To κασέ της τραγουδίστριας από τι εξαρτόταν;
«Από την ηλικία, το βάρος και από το πόσους πελάτες έχει στείλει φυλακή».
-Θα θελες να το ξαναζήσεις όλο αυτό Θάνο;
«Πολλές φορές ονειρεύομαι ότι ξαναφεύγω από τα ΚΤΕΛ Κηφισού και αν κάποιος μου έλεγε πιο είναι το όνειρο σου θα του απαντούσα: Να χτυπήσει το τηλέφωνο να είναι ο ατζέντης και να ακούσω τη μαγική φράση «Αλεξανδρή ετοίμασε βαλίτσες, τα εργαλεία σου, σου στέλνω προκαταβολές και φεύγεις για Διδυμότειχο». Αλλά, αυτό και να συμβεί δεν θα είναι ποτέ όπως παλιά. Θα λείπει η αθωότητα της πρώτης μου εμπειρίας! Κάποτε είπα ότι στον 21ο αιώνα όπως και το ρεμπέτικο που ήταν παρεξηγημένο στην εποχή του, το σκυλάδικο θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης των κοινωνιολόγων και μελέτης των φοιτητών. Πριν από μέρες πληροφορήθηκα με συγκίνηση από τον γνωστό συγγραφέα Παναγιώτη Μέντη πως στη Γαλλία σπουδάστρια φίλη και συνεργάτρια του γιού του, Αλέξανδρου, έκανε το μεταπτυχιακό της πάνω στο βιβλίο «Αυτή η Νύχτα» μένει και οι Γάλλοι έπαθαν σοκ!
-Τι σκέφτεσαι τώρα;
«Νοσταλγώ την Αρτάκη και την ησυχία μου. Τα φώτα τ’ αφήνω σε σας»…
-«Μπααααα!»…