«Και αν χτίζουν τις πόρτες, εγώ φτιάχνω παράθυρα» μου λέει η Γιώτα Γιάννα, ανάμεσα στα λόγια της για τη μουσική, την έξαψη της για το νέο ραντεβού με το κοινό της, ένα πλήθος ανθρώπων μυημένων, που την ακολουθούν, την αγαπούν, την σέβονται, τοποθετώντας σε προσωπικές μυθολογίες, ανάμεσα στον Καζαντζίδη, την Ρόζα Εσκενάζι, τον Τζιμ Μόρισον και την Φεϊρούζ!
Η ίδια ξέρει πως οι χτιστές πόρτες από ένα μουσικό κραταιό σύστημα προβλεψιμότητας και πληκτικότατης ανουσιότητας, δε την πτοούν, γιατί φορώντας μαύρα ρούχα, μαντήλι με παγιέτες στα μαλλιά, κρατώντας την φυσαρμόνικα στα χείλη της, ειρηνικά και ήσυχα, αρκεί το τραγούδι της για να ανατινάξει τοίχοι και να φτιάξει παράθυρα με θέα νότες, αισθήματα, οσμές, ιστορίες συναισθημάτων ανθρώπων και για κείνα τα «ξέφτια» -όπως λέει και ο φίλος, ο πολύτιμος Θάνος Αλεξανδρής του «Αυτή νύχτα μένει»- που κρέμονται στις ζωές μας και τα διηγούμαστε μόνο με το χορό και τα «αχ» απ τη φωνή της, σε ελαφρώς πιωμένα ξημερώματα.
Από την Αλεξάνδρα Τσόλκα
Μικρόσωμο, λιπόσαρκη, με κάτι μάτια τεράστια πάνω στο πρόσωπο της, πράσινα σαν απύθμενες λίμνες, που κοιτούν κατάματα σαν αντικλεπτικοί μηχανισμοί με σάρωση λέιζερ, μπλέκει ήχους, μουσικές, είδη τραγουδιών, δημιουργίες που δε συναντήθηκαν ποτέ, φτιάχνοντας τη δική της ιστορία, που διηγείται τραγουδώντας, έτσι όπως μόνο οι πραγματικοί ερμηνευτές μπορούν και όλα τα άλλα είναι πρόφαση. Της αρέσουν τα φώτα τα δυνατά, που πίσω τους αδηφάγα σκοτάδια ετοιμάζονται να καταπιούν στεναγμούς. Της αρέσουν και τα κόκκινα βελούδα και τα αναμμένα κεριά και εκείνη να γυρνάει ανάμεσα τους, σαν κάρβουνο σε πυράκτωση. Λατρεύει να βλέπει κορμιά να λικνίζονται σε λάγνες ανατολίτικες πενταφθογγες κλίμακες, αλλά να τα κάνει να παύουν, αρχόντισσα των στεναγμών εκείνη, με πλήρη εξουσία νυχτερινών μετρημένων ωρών στα συναισθήματα, που σαν γόης φιδιών τα υπνωτίζει και αυτά απλά υπακούουν. Γίνεται σχεδόν ρευστή στο χειροκρότημα, ύστερα από ώρες που φλόγες αθέατες κατατρώνε τη φωνή της, με κέντρο στο σώμα, εκεί που βρίσκεται η κάρδια και το στομάχι. Χορογράφει το τραγούδι της με πεσίματα στη σκηνή, πετάγματα σαν ροκ γκρουπ σε ένα γυναίκειο πλάσμα, γονατίσματα – επικλήσεις σε ένα θεό που μόνο εκείνη βλέπει όταν αφήνεται στην μεταδιδόμενη έκσταση της, σαν ιέρεια αλλόκοτη μιας προσωπικής αρμονική, βαθύτατα λαϊκής και λάγνας θρησκείας. Τα σκυλάδικα, τα ροκ καταγώγια, οι αρχοντικές σάλες των κομψών υπονοουμένων, η ευγενής ποπ της ευκολίας, οι μεγάλοι έντεχνοι Ολύμπιοι, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης ή ο Σαββόπουλος, βρίσκουν τον τον Βαμβακάρη, τον Βίρβο, τον Τσιτσάνη ή τον Κραουνάκη και τον Καραντίνη, για να καταλήξει να ρωτάει «Σε ποιο βουνό» και «σε ποια πηγή, θα γίνει την πληγή»…
Όχι. Η Γιώτα δεν είναι για τους πολλούς, αλλά για εκείνους με τα ξέφτια που λέγαμε, που τα πενθούνε νύχτες. Δεν είναι για κατανάλωση, αλλά για μικρές ένθεες αποκαλύψεις. Δεν αφορά σε κυκλώματα βουτυρόπαιδων, με σχήματα αισθημάτων και λουσάτα πυροτεχνήματα γλεντιού, που ήρθαν τουρίστες στα πάθη, αλλά στους μόνιμους κατοίκους τους. Μιλάμε στο τηλέφωνο λοιπόν και λέει πως με περιμένει την Παρασκευή, κοντά της. Ψάχνω ένα παλιό κομμάτι για εκείνη:
«… Εκείνη τραγουδά και γονατίζει, τινάζεται, πιάνει την φυσαρμόνικα της και βγάζει αναστεναγμούς, χορεύει, κοιτάζει τους μερακλήδες που χορεύουν στα μάτια και ψάχνει να βρει το ντέρτι και το μαράζι που τους καίει για να κινούνται έτσι. Τους σφίγγει τα κεφάλια μες στα χεριά της και τους κοιτά ενώ τραγουδά. Χειροκροτεί. Ξεσηκώνει τον πόνο και τον εκτονώνει, μαγικά, ενώ συμμετέχει, τον ενορχηστρώνει και τον σκηνοθετεί. Κάνει ροκ με τραγούδια λαϊκά, σαν performing artist χωρίς ιδιοτέλεια, μελέτη ή εκζήτηση.
«Τις αμαρτίες μου, εγώ στις είπα, απ’ την αρχή. Το παρελθόν μου σου το φανέρωσα απ’ την αρχή προτού στο πλάι σου να προχωρήσω, την θέση μου έτρεξα να καθαρίσω και την συγγνώμη σου να σου ζητήσω, απ’ την αρχή. Έστω κι αν έζησα σε τρικυμία είχα δικαίωμα στην ευτυχία, διότι ότι σ’ αγάπησα και σ’ εμπιστεύτηκα απ’ την αρχή»… καίγεται το μαγαζί από ντέρτια, με βουνά τις αμαρτίες και την ρακιά της Γιάννα να συναντά σε λίγο τον Μανώλη Αγγελόπουλο, σε πιο μέταλ εκδοχή.
«Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Εγώ γεννήθηκα πάνω στο χώμα στης γης κοιμήθηκα την αγκαλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ’ έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά».
Ο μύθος της Γιώτα Γιάννα, όπου τον αποκατέστησε ο Γιώργος Χρονάς, στο «Με τα μάτια της Γιώτας Γιάννα». Το τσιγάρο που κρατάει στα χείλη χωρίς να καπνίζει και η ταμπακιέρα που γέρνει στα δάχτυλα της. Στη μνήμη του 19χρονου αδελφού Δημήτρη που σκοτώθηκε στην Κύπρο, τότε, με την εισβολή, φαντάρος από την Αθήνα. Τώρα πηγαίνει στην Κόρινθο, χρόνια τόσα μετά και πάει τσιγάρα και αναπτήρες και γλυκά στους φαντάρους για να διατηρεί την προσδοκία πως πίσω απ την σκοπιά μπορεί εκείνος, σαν άγγελος να φάνει και να της χαμογελάσει. Η αδιαφορία της να πει δικά της τραγούδια –όλα δικά της τα κάνει άλλωστε- ή να αναγνωριστεί ως σπουδαία. Την νοιάζει μόνο να την ξέρουν ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια. Άχρονη γόησσα να ναι, σα φακίρισσα όπου η αχνιστή καψούρα, το ντέρτι, ο πόνος, ο χωρισμός, το τέλος σε όποια οριστική του μορφή, υπακούει σαν δηλητηριώδες φίδι στην φωνή της και μόνο. Κύριες και κύριοι: η Γιώτα Γιάννα, μπορεί για άλλη μια φορά να σας παρασύρει στην σκοτεινή πλευρά των στεναγμών σας. Take a walk on the wild side, αν δε φοβάσαι…»…
Αύριο και μεθαύριο, λοιπόν, Παρασκευή 4 & Σάββατο 5 Νοεμβρίου, στις 22.30, η Γιώτα Γιάννα και οι μουσικοί της στο EL CONVENTO DEL ARTE, Βιργινίας Μπενάκη 7, Μεταξουργείο, τηλ: 210 5200602.