42.grLifestyleΠως ο Λουκιανός κατάφερε να μαζέψει 100.000 κόσμο στη Βουλιαγμένη

Δείτε όλη τη συναυλία

Πως ο Λουκιανός κατάφερε να μαζέψει 100.000 κόσμο στη Βουλιαγμένη

Χιλιάδες άτομα μαζεύτηκαν στην πλαζ και πέταξαν από πάνω τους τη σοβαροφάνεια της μεταπολίτευσης...

Το περίφημο Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, έγινε στις 25 Ιουλίου του 1983 και συγκέντρωσε πάνω από 70.000 άτομα (άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό στις 100.000).
…όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη,
λέει ένας νόμος παλιός,
νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο φτιαγμένοι,
πάντα τη βρίσκουν αλλιώς…

Στο πάρτυ αυτό εμφανίστηκαν διαδοχικά οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Βαγγέλης Γερμανός, Γιώργος Νταλάρας, Αφροδίτη Μάνου και Μαντώ, αποβιβαζόμενοι με ταχύπλοα στην πλωτή εξέδρα. Σε μια εποχή που ο όρος beach party δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός, αυτό το πάρτυ κατάφερε να δημιουργήσει το αδιαχώρητο σε όλη την παραλιακή λεωφόρο, από τη Βουλιαγμένη μέχρι τη Λεωφόρο Συγγρού.

Όχι άδικα, το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη θεωρήθηκε το ελληνικό Woodstock και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με αυτήν την εκδήλωση ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα και τα θέατρα, σε φυσικούς χώρους. Σύντομα το μουσικό αυτό πάρτυ βρήκε μιμητές με το υπαίθριο “Τριήμερο στο Άκτιο”, τριήμερη μουσική συναυλία στο χώρο παρά το αεροδρόμιο Ακτίου, δίπλα στην Πρέβεζα.

Συναυλία που άφησε εποχή και συζητιέται μέχρι τις μέρες μας. Τη διοργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μια Δευτέρα με πανσέληνο (25 Ιουλίου 1983) στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Η παρουσία του κόσμου, που διψούσε για κάτι το διαφορετικό, ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Κόπηκαν γύρω στα 25.000 εισιτήρια, αλλά μέσα στο χώρο της συναυλίας βρέθηκαν πάνω από 50.000 άνθρωποι. Ο Τύπος τότε την είχε χαρακτηρίσει με αρκετή δόση υπερβολής «Το Γούντστοκ της Ελλάδας».

Το όνειρο του Λουκιανού
O Λουκιανός σχεδίαζε και προετοίμαζε το «πάρτυ στη Βουλιαγμένη» πάνω από ένα χρόνο. Οραματίστηκε «μια λαϊκή βραδιά με κάποιο αισθητήριο», μία μουσική γιορτή παρά θιν αλός μέσα στο καυτό αθηναϊκό κατακαλόκαιρο, με κλίμα παρεΐστικο και ατελείωτο κέφι κάτω από το φως του φεγγαριού. Ήταν ο πρώτος που έβγαλε τις συναυλίες από τα γήπεδα (χαρακτηριστικό των πολιτικών συναυλιών της Μεταπολίτευσης) και τις ενέταξε σε φυσικούς χώρους. Μετά έγινε συρμός.

Από τις αρχές του 1983 άρχισε να υλοποιεί την ιδέα του, κλείνοντας την πλαζ του ΕΟΤ στη Βουλιαγμένη, η οποία έπρεπε να μεταμορφωθεί σε συναυλιακό χώρο, πράγμα αρκετά δύσκολο για την εποχή εκείνη. «Πηγαινοερχόμουν έξι μήνες. Μέτρησα τα πάντα. Το μόνο που δεν προέβλεψα ήταν η μεγάλη προσέλευση του κόσμου» είπε σε μια κατοπινή συνέντευξή του.

Αργά το απόγευμα της 25ης Ιουλίου, όλα ήταν έτοιμα στην πλαζ της Βουλιαγμένης. Τα 25.000 εισιτήρια, που κόστιζαν 300 δραχμές έκαστο, είχαν γίνει ανάρπαστα. Στις 7 το βράδυ άνοιξαν οι δύο είσοδοι της πλαζ και κατά χιλιάδες οι Αθηναίοι άρχιζαν να κατακλύζουν την αμμουδιά. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι τσαμπατζήδες, που κατέφθασαν κολυμπώντας. Μέχρι να αρχίσει η συναυλία, κάποιοι από τους συγκεντρωμένους βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν το μπάνιο τους, ενώ κάποιοι άλλοι επιδόθηκαν στα αθλήματα της παραλίας, ρακέτες και βόλεϋ. Η όλη ατμόσφαιρα είχε κάτι το πανηγυριώτικο.

ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΑΡΤΥ

Η σκηνή είχε στηθεί πάνω σε μια πλωτή εξέδρα, που βρισκόταν γύρω στα 15 μέτρα μέσα στη θάλασσα. Οι καλλιτέχνες έφθαναν στη σκηνή με μία κατάφωτη φορτηγίδα από τον παρακείμενο Ναυτικό Όμιλο της Βουλιαγμένης. Η βραδιά άνοιξε με τον οικοδεσπότη Λουκιανό Κηλαηδόνη να απευθύνει χαιρετισμό και στη συνέχεια αντήχησαν οι πρώτες νότες. Η πιανίστρια Νέλι Σεμιτέκολο έπαιξε κομμάτια ραγκτάιμ του Σκοτ Τζόπλιν, ενώ η μπιγκ μπαντ του πιανίστα Μανώλη Μικέλη τζαζ της εποχής του σουίνγκ, αγαπημένες μουσικές που διαμόρφωσαν το μουσικό στυλ του Κηλαηδόνη.

Εν τω μεταξύ, μια τεράστια ουρά από αυτοκίνητα είχε σχηματισθεί στην Παραλιακή. Πολλοί έσπευσαν στο χώρο της συναυλίας την τελευταία στιγμή, καθώς το πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ, που μετέδιδε απευθείας το καλλιτεχνικό γεγονός με παρουσιαστή τον Γιάννη Πετρίδη. Μη έχοντας εισιτήρια άρχισαν να πηδούν από τους φράχτες, σ’ ένα από τα μεγαλύτερα «ντου» στην ιστορία των καλοκαιρινών συναυλιών. Οι λίγοι αστυνομικοί και τα 80 άτομα της περιφρούρησης ήταν αδύνατο να τους αναχαιτίσουν. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί που είχαν εισιτήριο ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα και έφθασαν στη Βουλιαγμένη με μεγάλη καθυστέρηση.

Καθώς άρχισε να δημιουργείται το αδιαχώρητο στην πλαζ της Βουλιαγμένη, γύρω στις 10:15 μ.μ. εμφανίσθηκε η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η οποία τραγούδησε παλιά τραγούδια της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Ακολούθησε ο «καλοκαιρινός» Βαγγέλης Γερμανός με την Κρουαζιέρα και την Μπανιέρα.

Στη συνέχεια ήταν η σειρά του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος ξαφνιασμένος από το μεγάλο πλήθος, είπε από μικροφώνου «Είναι απίστευτο. Είστε όλοι εδώ. Νομίζαμε ότι ήταν πάρτυ – βεγγέρα, αλλά διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για υπερπαραγωγή της Φίνος Φιλμ». Η Συννεφούλα ξεσήκωσε τον κόσμο και το κέφι έφθασε στο ζενίθ, όταν ο Νιόνιος ευχήθηκε σε όλους «Να μας έχει ο θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε».

Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα κι ενώ τα φώτα είχαν χαμηλώσει και το φεγγάρι είχε ψηλώσει, εμφανίστηκε ένα τρεχαντήρι και μια ψαρόβαρκα με κανταδόρους και τη μαντολινάτα του Φώτη Αλέπωρου. Στη 1 το πρωί έκανε την εμφάνισή του ο οικοδεσπότης με την Αφροδίτη Μάνου και την μπάντα του Three and the Koukos Band. Τραγούδησε τη Βουλιαγμένη, που αποτέλεσε την αφορμή για το πάρτυ, και όλες τις μεγάλες του επιτυχίες. Η βραδιά έκλεισε λίγο μετά τις 2 το πρωί, όταν στη σκηνή ανέβηκε ο Γιώργος Νταλάρας, που μαζί με τον οικοδεσπότη τραγούδησαν τα Θερινά σινεμά. Και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι πρωίας, με γέλια και βουτιές στη θάλασσα.

Την επομένη, ο Τύπος είχε πρωτοσέλιδο το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, αλλά δεν παρέλειψε να επικρίνει τους διοργανωτές για την ταλαιπωρία του κόσμου. «Δεν ξέρω αν το επιχειρήσω άλλη φορά στη Βουλιαγμένη, αλλά μία παρόμοια εκδήλωση θα ήθελα να ξαναγίνει. Δε φταίω εγώ παιδιά αν υπήρξε τέτοια μαζική κινητοποίηση προς τη Βουλιαγμένη. Αυτό που σίγουρα λυπάμαι είναι που ταλαιπωρήθηκαν πολλοί φίλοι. Τώρα που διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχουν χώροι για τόσες χιλιάδες κόσμου, την επόμενη φορά θα μαζευτούμε στον κάμπο της Θεσσαλίας!» απολογήθηκε με χιούμορ ο Λουκιανός Κηλαηδόνης.

Πως ξεκίνησαν όλα στο μυαλό του Λουκιανού
«Η ιδέα για το Πάρτυ της Βουλιαγμένης ανήκει σε ένα χώρο καθαρά ποιητικό, δηλαδή ούτε εγώ ξέρω καλά – καλά πώς συνέλαβα αυτή την ιδέα», λέει ο Λουκιανός και κάπως έτσι αρχίζει η μαγεία. Η αλήθεια είναι ότι από τη στιγμή που τη συνέλαβε όμως και μετά, όλα ήταν προμελετημένα γράφει η Μαρία Τζωρτζάκη. «Από τον Γενάρη που έκλεισα την πλαζ κοντά σε κάθε πανσέληνο έμπαινα από τα κάγκελα, καθόμουν, έβλεπα και σκεφτόμουν τι θέλω να κάνω».

Γιατί τη Βουλιαγμένη; Γιατί την πλαζ; Νομίζετε πως όλα είναι τυχαία; Όχι. Ο Λουκιανός έχει την απάντηση. «Γιατί είναι ένα μέρος που περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια, ήταν η πιο μακρινή παραλία που μπορούσαμε να πάμε τότε, συνήθως πηγαίναμε Άλιμο, Έδεμ, Ζέφυρο, η Βουλιαγμένη ήταν το τέρμα. Η πλαζ έχει και μία ομοιότητα με το κοίλο του ρωμαϊκού θεάτρου». Ακόμη και αρχιτεκτονικά σχεδιασμένο το είχε στο κεφάλι του. «Ο κόσμος θα ήταν σε ένα ημικύκλιο. Λογικά η ορχήστρα, το κέντρο δηλαδή του κύκλου, θα ήταν μέσα στη θάλασσα». Και έτσι ήρθε η ιδέα για την πλωτή εξέδρα, πήγε στο Κερατσίνι και την βρήκε. Στερεώθηκε και με τέσσερις άγκυρες και όσοι έπρεπε να ανέβουν πηγαινοέρχονταν με κρις κραφτ.

Κίνησε γη και ουρανό. Πήγε στη Μελίνα, υπουργό Πολιτισμού τότε, και της είπε «θέλω μια πλαζ του ΕΟΤ για εκείνη τη μέρα, που θα έχει και φεγγάρι», της ζήτησε να έχει και πυγολαμπίδες (ναι πυγολαμπίδες) και το τότε υπουργείο Γεωργίας, που τον συμβούλεψε να απευθυνθεί, του είπε πως τον Ιούλιο δεν θα είναι η εποχή τους! «Ήθελα να θάψω και ουίσκι κάτω από την άμμο. Θα γινόταν μία κόλαση», να το έψαχναν, να έπαιζαν, να γίνονταν όλοι ένα, να χαλάρωναν και να περνούσαν όμορφα. Να γίνονταν παιδιά. Ήθελε να οργανώσει όχι μια συναυλία, αλλά ένα πάρτυ, λέξη που την εποχή εκείνη (της ντίσκο και των ντεσιμπέλ) ήταν ξεπερασμένη. Που παρέπεμπε στη δεκαετία του 50.

«Μετά το είπαν beach party και έμαθα ότι στην Αμερική είχαν τέτοια, εγώ δεν ήξερα τι ήταν τα beach party, εγώ ήθελα να κάνω απλώς ένα πάρτυ», λέει ο Λουκιανός. «Ήθελα την ώρα που θα μπαίνει ο κόσμος να ακούγεται μουσική καουμπόικη, αυτά που παίζανε στα saloon, όπως και έγινε. Βρήκα την Έλλη τη Σεμιτέκολο, μία καταπληκτική πιανίστρια, και πριν τη δύση του ήλιου έπαιξε ένα μεγάλο κομμάτι από Scott Joplin, αυτά τα ragtime που λέμε. Ήθελα και μια μεγάλη μπάντα με πνευστά να παίξει κομμάτια του Glen Miller, το Moonlight Serenade για παράδειγμα, και τελικά τα κατάφερα, είχα μία ορχήστρα γύρω στα 16-17 άτομα».

Τα ονόματα των καλλιτεχνών που θα συμμετείχαν δεν είχαν ανακοινωθεί. Το κοινό θα πήγαιναν για το χαβαλέ. Για το απρόσμενο. Για να βγουν για λίγο εκτός των τειχών και να ζήσουν αυτό το τόσο σούπερ που θα γινόταν. Το έμαθαν από την λιτή αφίσα (που είχε κατακλύσει την Αθήνα) και από το ραδιόφωνο. Και πήγαν όλοι (μα όλοι), κάποιοι με μαγιό και κάποιοι όχι (αποφασισμένοι να βουτήξουν με τα ρούχα). «Εγώ φανταζόμουν μια βραδιά με 3.000 ή 5.000 κόσμο. Δεν φανταζόμουν ποτέ τις 80.000 ή 100.000 κόσμο που μαζεύτηκε τελικά. Ήταν η μεγαλύτερη εκδήλωση που είχε γίνει μέχρι τότε, ακολούθησαν τα ολυμπιακά στάδια που έκαναν ο Σαββόπουλος και ο Νταλάρας», λέει ο Λουκιανός.

Ήταν και οι δύο στο Πάρτυ και η Μαργαρίτα η Ζορμπαλά και ο Βαγγέλης ο Γερμανός. Και το έκαναν αφιλοκερδώς. Και ο Λουκιανός τραγούδησε για πρώτη φορά και όρθιος (και όχι μόνο στο πιάνο, όπως έκανε μέχρι τότε). Η βραδιά μεταδιδόταν κατευθείαν από το ραδιόφωνο, 5 ώρες, από τις 9 μέχρι τις 2. DJ και συντονιστής ήταν ο Γιάννης Πετρίδης, έπαιζε μουσική από 50s, 60s και 70s στα κενά ανάμεσα στους καλλιτέχνες. O Ηρακλής Παπαδάκης και ο Διαγόρας Χρονόπουλος ανέλαβαν την κινηματογράφηση.

Πήγαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, άλλοι άκουγαν, άλλοι κολυμπούσαν με το κορίτσι τους κάτω από το φεγγάρι, άλλοι είχαν αράξει στο γκαζόν, είχαν καταναλώσει ό,τι υπήρχε σε ποτό και φαγώσιμο. «Ο κόσμος μπήκε από τις πόρτες αλλά και από τα κάγκελα, γιατί δεν ξέρανε όλοι ότι οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Έγινε ένα τρελοκομείο», λέει ο Λουκιανός. «Πολλοί ήρθανε με τα σκάφη τους και τα άραξαν γύρω από την εξέδρα». Η προσέλευση του κόσμου ήταν κάτι το απίστευτο.

Oι εφημερίδες την άλλη μέρα είχαν το Πάρτυ στα πρωτοσέλιδα. Τα εισιτήρια αγοράζονταν μαζικά. Ένας σχετικός χαμός ναι, αναμενόταν, αλλά οι 100.000 κόσμου ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη. «Ήταν εκεί ο Θόδωρος ο Αγγελόπουλος, η Δήμητρα η Γαλάνη, πολύς κόσμος από δισκογραφικές. Τα επόμενα χρόνια έμαθα ότι εκείνο το βράδυ δεν λειτούργησαν τα θερινά σινεμά της Αθήνας, δεν πήγε κανείς, ήταν όλοι στη Βουλιαγμένη, μία κυρία μου είπε ότι ήρθε από το Γιοχάνεσμπουργκ».
Κι αν αναρωτιέσαι γιατί αυτό το event ονομάστηκε Πάρτυ στη Βουλιαγμένη, ο Λουκιανός εξηγεί «ένωσα τρία τραγούδια μου που προϋπήρχαν, τα Θερινά Σινεμά (το σημείο που λέει Είναι Κάτι Νύχτες με Φεγγάρι), το (Πάμε μια Βόλτα) Στη Βουλιαγμένη και το (Θέλω ένα Βράδυ να κάνω ένα) Πάρτυ».

Ο καιρός ήταν γλυκός, όσοι ήταν εκεί ήταν έτοιμοι να διασκεδάσουν, πολλοί ξημερώθηκαν στην παραλία, «μετά το τέλος, κάποιοι φύγανε, κάποιοι κοιμηθήκανε στην αμμουδιά, για να πάρουν τα πρώτα λεωφορεία της γραμμής κατά τις 6, 7 το πρωί». Αυτοί ήταν περίπου 4.000, όχι αστεία.

Η μικροφωνική ισχύς δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες αυτού που έγινε τελικά. «Στην Βουλιαγμένη δε νομίζω ότι άκουγαν όλοι πολύ καλά και κανένας δεν είχε και παράπονο» λέει ο Λουκιανός και αυτό ήταν το ζήτημα. Η βραδιά ήταν όντως ένα μεγάλο πάρτυ, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί εκείνος, κανείς δεν γκρίνιαξε, το εισιτήριο ήταν συμβολικό, τόσο όσο να βγάλει τα έξοδα της διοργάνωσης, όλοι πέρασαν ωραία».

Αυτό που συνέβη στη Βουλιαγμένη τότε, δεν μπορεί να επαναληφθεί στις μέρες μας, «ήταν μία ευτυχισμένη στιγμή, ήταν ο κόσμος σε ένα άλλο μήκος κύματος, είχε μία άλλη ξενοιασιά, μια άλλη ανάγκη. Αυτό που προσέφερε, πέρα από όλα τα άλλα, είναι ότι ήταν μία πρώτη πρόταση για να σταματήσουν οι συναυλίες να γίνονται στα γήπεδα, που ήταν ένας πολύ σκληρός χώρος για μουσική, για να ψάξουμε άλλους χώρους, έχω την εντύπωση πως η Βουλιαγμένη οδήγησε στο να γίνονται πια συναυλίες στα ποτάμια, στα κάστρα, στους λόφους».

Από τότε έχουν γίνει πολλές συναυλίες, φεστιβάλ και μουσικά θεάματα. Κανένα όμως, ποτέ και για κανένα λόγο δεν θα έχει αυτή τη μαγεία, την ανεμελιά, τον αυθορμητισμό και την αίσθηση ελευθερίας που είχε το Πάρτυ αυτό. Άλλωστε είναι που (όπως επιβεβαιώνει κι ο Λουκιανός στο τραγούδι του) «όσοι πηγαίνουνε στη Βουλιαγμένη, λέει ένας νόμος παλιός, νύχτα με φεγγάρι κι είναι λίγο πιωμένοι πάντα την βρίσκουν αλλιώς».

ΠΗΓΗ: nou-pou.gr/

SHARE

Περισσότερα

MORE LIFESTYLE