Δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που να μην έχει δει έστω και μία διαφήμιση της Victoria’s Secret ή που να μην έχει ρίξει μια κλεφτή ματιά σε έναν από τους εντυπωσιακούς «Αγγέλους» της φίρμας. Αν και χρειάστηκε μiα πραγματική στρατιά ανθρώπων την τελευταία δεκαετία για να ξετινάξει η αμερικάνικη εταιρεία εσωρούχων από πάνω της την όχι και τόσο λαμπερή εικόνα του παρελθόντος, ένας ήταν ο άνθρωπος που βοήθησε τα μέγιστα σε αυτή την τεράστια μεταμόρφωση. Ο φωτογράφος Russell James.
Στα 56 του σήμερα, ο γαλανομάτης Αυστραλός από το Περθ με την ξανθιά αλογοουρά και την πολύ ιδιαίτερη πορεία ζωής, κυκλοφόρησε λίγο πριν τις γιορτές το νέο του βίβλιο, «Backstage Secrets: A Decade Behind the Scenes at the Victoria’s Secret Fashion Show», το τρίτο -από τα έξι συνολικά- βιβλίο του, στο οποίο ο φακός του καταγράφει με τρόπο ρεαλιστικό αλλά και εντυπωσιακά αισθησιακό το τι πραγματικά συμβαίνει στα παρασκήνια του διασημότερου σόου εσωρούχων στον κόσμο. Η ιδιαίτερη σχέση που έχει αναπτύξει με την πάροδο των ετών ο James με τα κορίτσια της VS αποτυπώνεται σε κάθε φωτογραφία του και εκείνες, περισσότερες από 300 στον αριθμό την τελευταία 15ετία και με υπέρλαμπρες καριέρες οι περισσότερες, δείχνουν να «αφήνονται» αμέριμνες στο φακό του Russell, στο φωτογράφο που άλλωστε εκτίναξε σε δυσθεώρητα ύψη και τα δικά τους κασέ…
«Αυτό που πάντα προσπαθώ να πετύχω στη φωτογράφηση είναι η αίσθηση ότι είμαστε μόνο δύο στο στούντιο, εγώ και το μοντέλο μου» εξήγησε πρόσφατα στον κυριακάτικο Observer ο James, δίνοντας μία πρώτη απάντηση στο γιατί τόσο διάσημα μοντέλα σαν την Gisele, την Miranda Kerr ή την Candice Swanepoel αισθάνονται τόσο άνετα μαζί του, ακόμα και όταν είναι ολόγυμνες. Και συνέχισε, «προσπαθώ να μιλάω από κοντά στα κορίτσια και να μην ουρλιάζω από την άλλη άκρη του δωματίου εκστομίζοντας ανόητες συνηθισμένες ατάκες. Είναι πολύ σημαντικό το μοντέλο να συνδέεται μαζί σου. Όταν αυτό δεν συμβεί από το ξεκίνημα, σταματάω με μια μικρή δικαιολογία τη φωτογράφηση και χωρίς να καταλάβει κανείς, αρχίζω συζήτηση για το φαγητό στο γωνιακό εστιατόριο, τις καλοκαιρινές διακοπές στο Μπάλι και τα πελώρια καβούρια, για τα προσωπικά και την εφηβεία της κόρης μου και όλα αυτά έως ότου το μοντέλο μου αφεθεί ανέμελα στο φακό», συμπλήρωσε με χαμόγελο ο φωτογράφος.
Ο Russell James όμως δεν είναι ένας συνηθισμένος φωτογράφος λαμπερών ανθρώπων. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Δυτική Αυστραλία, σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης που ο πατέρας αναγκάζονταν να μετακινεί συχνά τη φαμίλια του για εύρεση εργασίας, ο Russell θυμάται από νεαρή ηλικία την τεράστια ταξική διαίρεση που επικρατούσε, κυρίως τη δεκαετία του ’60 (μέχρι και σήμερα), ανάμεσα στους αυτόχθονες και τους μη ιθαγενείς, ιδιαίτερα σε εκείνο το γεωγραφικό κομμάτι της Αυστραλίας όπου άνθρωποι πέθαιναν πριν καλά καλά κλείσουν τα 25. Αυτή η αδικία ήταν πάντα σαν ένας σπόρος φυτευμένος βαθιά στην ψυχή του φωτογράφου και ο οποίος αργότερα εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε ποτέ να είχε προβλέψει ο ίδιος.
Η πρώτη δουλειά του James ήταν μόλις στα 14 του, σε ένα εργοστάσιο παρασκευής σκουπιδοτενεκέδων, καθώς εξαιτίας ενός προβλήματος διάσπασης προσοχής, αγνώστου ακόμα αιτίας και θεραπείας εκείνα τα χρόνια, δεν του επέτρεψε να τελειώσει το σχολείο. «Δεν επέστρεψα ποτέ στα θρανία γιατί αγωνιζόμουν σκληρά στο να είμαι ακόμα και καθιστός για περισσότερο από 5 λεπτά» εξομολογήθηκε στον Observer ο φωτογράφος και συνέχισε, «Ούτως ή άλλως όμως, πήγα σε ένα τεχνικό κολέγιο και αργότερα εντάχθηκα στην αστυνομία, όπου πήρα μια πραγματικά σπουδαία εκπαίδευση. Αυτό όμως που κατάλαβα είναι πως η συγκεκριμένη διαταραχή, δηλαδή η πολλαπλή ενασχόληση του μυαλού χωρίς να συγκεντρώνεται εύκολα σε ένα αντικείμενο, μάλλον βοήθησε τελικά την εξέλιξη μου, γιατί ενώ φωτογραφίζω, σκέφτομαι την παραγωγή, τα μαλλιά, το μακιγιάζ και προγραμματίζω τουλάχιστον τρία πλάνα μπροστά» συμπλήρωσε χαμογελώντας στην ίδια συνέντευξη ο James.
Έχοντας αντιληφθεί γρήγορα πως δεν θα άντεχε για πολλά χρόνια σε μια συμβατική ζωή και καριέρα, ο Russell τα παρατάει όλα στα 28 του χρόνια, ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη και εκεί στους δρόμους του Μπρονξ και του Κουίνς, μέσα από παρέες καλλιτεχνών, γνωρίζει από κοντά την τέχνη της φωτογραφίας, αποκτώντας αμέσως ένα τεράστιο πάθος για αυτήν.
«Στη Νέα Υόρκη συμβαίνει κάτι που δεν συναντάς σε καμία άλλη πόλη του κόσμου. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι αυτοκίνητο οδηγάς ή σε τι διαμέρισμα μένεις. Εδώ, οι καλλιτέχνες αναγνωρίζονται πραγματικά εξαιτίας της δουλειάς τους και αυτό έχει μόνο σημασία» υποστηρίζει σήμερα ο James, ο οποίος αφού ταξίδευσε για 6 ολόκληρα χρόνια σε Ιαπωνία και Σουηδία, αναλαμβάνοντας μικρές σχετικά δουλειές, επέστρεψε μόνιμα πλέον στην πρωτεύουσα του κόσμου το 1995.
Παρόλα αυτά, στο ξεκίνημα του, τα πρώτα δείγματα της δουλειάς του σε αντζέντηδες και περιοδικά δεν είχαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Όλοι κοιτούσαν με καχυποψία έναν -ήδη- 34χρονο Αυστραλό φωτογράφο ο οποίος, εκτός από τα υπερτλαντικά ταξίδια του, δεν είχε ουσιαστικά κανένα βιογραφικό. Λίγο πριν το πακετάρισμα της βαλίτσας του, ένας αντζέντης, τού κανόνισε δύο τελευταία ραντεβού σε μόλις μία εβδομάδα. Το πρώτο ήταν για το περιοδικό W και το δεύτερο για το περίφημο Sports Illustrated.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, όπως εξομογήθηκε πρόσφατα ο φωτογράφος, κατάφερε να κλείσει και τις δύο δουλειές, μεταξύ των οποίων και το εμβληματικό εξώφυλλο της Tyra Banks με ένα καυτό μπικίνι, το πρώτο Αφροαμερικανής στην ιστορία του SI και εκείνο που ουσαιστικά τράβηξε την προσοχή της Victoria’s Secret ώστε να του υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας το 1997.
«Ήμουν πολύ περήφανος για εκείνο το εξώφυλλο» παραδέχεται ο James, ο οποίος δηλώνει θαυμαστής των Irving Penn και Helmut Newton. «Μελέτησα πολύ τη δουλειά του Penn και είναι εκείνος που με επηρέασε περισσότερο. Με έκανε κυρίως να κατανοήσω το πως μπορείς να αιχμαλωτίσεις το φως του ήλιου στις εικόνες, χρησιμοποιόντας το ως μοναδική πηγή φωτός. Μαγεία!».
Παράλληλα με το ξεκίνημα του στην VS, ο Russell James εκείνη την εποχή ανέλαβε δύο ακόμα καμπάνιες, για τη Rolex και τη Revlon, οι οποίες πήγαν περίφημα, όπως και τα πρώτα πορτρέτα με τους Bill Clinton, Scarlett Johansson, Hugh Jackman και Barbara Streisand, μεταξύ πολλών πολλών άλλων που ακολούθησαν.
Ένα σημαντικό κομμάτι της πορείας της ζωής του Russell James είναι το ίδρυμα Nomad 2 Worlds που υποστηρίζει νέους ανθρώπους από αυτόχθονες και περιθωριοποιημένες κοινότητες, ιδιαίτερα της πατρίδας του, της Αυστραλίας: «Μεγάλωσα σε ένα μέρος όπου υπήρχε απίστευτη ανισότητα εις βάρος των ιθαγενών. Στην πραγματικότητα, μόνο αυτό ζούσα και πίστευα μικρότερος ότι πρόκεται για τον “κανόνα” της ζωής. Και ο “κανόνας” ήταν ενδοοικογενειακή βία, κατάθλιψη και αυτοκτονίες στην κοινότητα των Αβοριγίνων, ιδίως μεταξύ των νέων γυναικών που βρίσκονταν συνήθως οικονομικά και σεξουαλικά παγιδευμένες όταν έφταναν στην εφηβεία. Πολλές μάλιστα κατέληγαν με ένα παιδί στην αγκαλιά ή αναγκάζονταν να δουλεύουν ως σκλάβες-οικιακοί βοηθοί στα σπίτια πλουσίων.
Ουσιαστικά, ο οργανισμός Nomad 2 Worlds, τον οποίο υποστηρίζουν πλέον πολλοί διάσημοι Αυστραλοί, παρέχει ευκαιρίες μάρκετινγκ και διανομής για τοπικά χειροποίητα αγαθά που φτιάχνουν οι ιθαγενείς, κυρίως κοπέλες. Πολύ πρόσφατα μάλιστα, κυκλοφόρησε και μια σειρά με αρώματα, τα Raw Spirit, φτιαγμένα με φυσικά προϊόντα από τη γη της Αυστραλίας, ενώ και ο Russell James κυκλοφόρησε ένα ολόκληρο βιβλίο αφιερωμένο στο ίδρυμα.
Όσο για τις φωτογραφίες του; «Πρέπει να είσαι πρόθυμος να λερώσεις τα χέρια με λάσπες και σκόνη» λέει για την επιτυχημένη καριέρα του ο James. «Έρχεται κόσμος και μου λέει, “Έχω πτυχίο στη φωτογραφία και θέλω να δουλέψω”. Τους απαντώ, “Θέλεις πραγματικά να μάθεις τη δουλειά; Υπέροχα! Πάρε αυτή τη σακούλα με άμμο και πάμε να χτίσουμε τον τοίχο”. Ακόμα κουβαλάω τα μηχανήματα και είμαι ο πρώτος που θα μπω στο πλοίο, στην ακτή, γιατί ξέρω ότι όσο γρηγορότερα θα βρεθούμε στην παραλία τόσο πιο άμεσα θα ξεκινήσουμε τη φωτογράφηση και θα προλάβουμε τον ήλιο» λέει με χιούμορ στον Observer o James.
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΕΘΟΣ