42.grMagazineLifestyleΗ Κουρσεβέλ των Κροίσων αλλά και του Nammos

Courchevel

Η Κουρσεβέλ των Κροίσων αλλά και του Nammos

Χρειάστηκαν σχεδόν 70 χρόνια για να δημιουργήσουν οι Γάλλοι ένα από τα πιο εντυπωσιακά χειμερινά θέρετρα στον κόσμο

Κουρσεβέλ! Ένα όνομα συνώνυμο με τον ακραίο πλούτο, την εξωφρενική χλιδή, το απαράμιλλο φυσικό κάλλος των Άλπεων και τις απολύτως luxurious χειμερινές διακοπές. Τι ισχύει όμως στην πραγματικότητα;
Μέρος των φημισμένων Trois Vallées, στις γαλλικές Άλπεις, μία από τις μεγαλύτερες και πιο οργανωμένες περιοχές στον κόσμο για σκι και χειμερινά σπορ, με πίστες μήκους σχεδόν 600 χιλιομέτρων, η Κουρσεβέλ είναι ίσως το πιο φημισμένο χειμερινό θέρετρο στην Ευρώπη, μαζί με το Γκσταάντ και το Σεν Μόριτζ της Ελβετίας.
Στην ουσία πρόκειται για μια ολόκληρη ανηφορική κοιλάδα, «πνιγμένη» στην κυριολεξία τους χειμερινούς μήνες μέσα στο χιόνι, η οποία περιλαμβάνει πέντε χωριά, άριστα οργανωμένα και απόλυτα συνδεδεμένα μεταξύ τους με τέτοιο θαυμαστό τρόπο ώστε να αποτελούν όλα μαζί το θέρετρο Κουρσεβέλ.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν luxurious χειμερινό προορισμό που χτίστηκε τα τελευταία 70 χρόνια, καθώς σε αυτή την περιοχή των γαλλικών Άλπεων το μόνο που προϋπήρχε ήταν οι στάνες μερικών ατρόμητων κτηνοτρόφων που έβοσκαν τα μοσχάρια τους την Άνοιξη λίγο πιο κάτω από τα 1550 μέτρα.
Μάλιστα, οι κάτοικοι του μέχρι τότε πιο οργανωμένου χωριού, στα 1.100 μέτρα, του Saint Bon, είχαν ονομάσει έτσι τη μικρή απομακρυσμένη κοινότητα παραφράζοντας την ονομασία «écortzevé», η οποία είχε προέλθει από ένα είδος γρασιδιού που κολλούσε στις γλώσσες των ζώων και έκανε τη ζωή τους βασανιστική.
Επίσημα, η ονομασία Κουρσεβέλ καθιερώθηκε λίγο μετά τον πόλεμο, το 1946, όταν και μπήκαν επί τάπητος τα πρώτα σχέδια για τη δημιουργία χιονοδρομικού κέντρου.

Νωρίτερα, οι πρώτοι τουρίστες που έφτασαν στο Saint Bon ήταν τα καλοκαίρια των αρχών του 20ου αιώνα, καθώς ο ηλεκτρισμός αλλά και οι μεταφορές άργησαν αρκετά να φθάσουν σε αυτές τις απομονωμένες περιοχές των Άλπεων. Μάλιστα, το πρώτο πανδοχείο στο χωριό άνοιξε το 1908, το Chalet Curtet, της κυρίας Agathe Curtet και αργότερα του γιου της, Louis, το οποίο μετονομάστηκε τo 1925 σε Lac Bleu Hotel.
Στην ουσία, ο Louis ήταν ο πρώτος που οραματίστηκε την τεράστια ανάπτυξη που θα γνώριζε τα επόμενα χρόνια η Κουρσεβέλ, η οποία μέχρι το 1940 υποδέχονταν τουρίστες και λάτρεις του σκι κυρίως από το Παρίσι και τη Λυών. Εκείνη ακριβώς την περίοδο, άνοιξαν και τα πρώτα σαλέ-ξενοδοχεία στην Le Praz, στην Courchevel 1550 και στην Moriond, για τα οποία πάντως η πρόσβαση δεν ήταν καθόλου εύκολη καθώς η μετακίνηση στην αρχή γίνονταν μόνο με έλκηθρα και αρκετά αργότερα με μηχανές πάνω σε έλκηθρα, καθώς τα εκχιονιστικά δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα…

Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, στην περιοχή συντελέστηκε ένα πραγματικό άλμα ανάπτυξης, το οποίο μάλιστα έγινε οργανωμένα και βάση σχεδίου. Σχεδόν τα πάντα, τουλάχιστον ως προς το ξεκίνημα τους, οφείλονται στον αρχιτέκτονα και σχεδιαστή πόλεων Laurent Chappis, στον οποίο ανέθεσε το 1942 η κεντρική διοίκηση της έως τότε ελεύθερης Γαλλίας, η λεγόμενη και «Régime de Vichy», την κατασκευή του πρώτου χιονοδρομικού κέντρου σε περιοχή μάλιστα που δεν προϋπήρχε χωριό.
Ο Chappis, δεινός σκιέρ και λάτρης του βουνού, φυλακίστηκε από τους Γερμανούς στην Αυστρία και κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ολοκλήρωσε τα σχέδια της Κουρσεβέλ, για τα οποία πήρε και το ντοκτορά του στην αρχιτεκτονική. Με το παρατσούκλι «αναρχοαρχιτέκτονας», ο Chappis έρχονταν σε συνεχείς συγκρούσεις με τους κατασκευαστές καθώς ενδιαφέρονταν μόνο για την αισθητική και καθόλου για τα κόστη ή την εμπορική αξία μιας κατασκευής.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’40 και ενώ ήδη το Saint Bon αποκτούσε τη φήμη ενός καλά οργανωμένου χωριού για λάτρεις του σκι, με δικό του club, πίστες και διοργανώσεις αγώνων, δύο ακόμα αρχιτέκτονες, οι Denys Pradelle και Jean-Marc Legrand ένωσαν τις δυνάμεις και τις γνώσεις τους με τον Chappis δημιουργώντας το περίφημο Atelier d’Architecture de Courchevel (Αρχιτεκτονικό ατελιέ της Κουρσεβέλ), βάζοντας τα πρώτα θεμέλια του σημερινού luxurious θερέτρου.
Αυτό που ουσιαστικά δημιούργησαν μέσα σε 10-15 μόλις χρόνια, με τεράστιες δυσκολίες εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων αλλά και του καιρού, ήταν οι πρώτες κατασκευές ενός χωριού που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, εκείνη την εποχή, τουλάχιστον στην Γαλλία.

Τα σαλέ, χτισμένα από τοπικό ξύλο, με πέτρινες βάσεις και χωρίς καρφιά, ήταν απόλυτα προσαρμοσμένα στις πλαγιές, με επικλινείς στέγες για να μη μαζεύουν χιόνι, με ύψος μικρότερο ή ίσο με τα δέντρα της περιοχής, με υποχρεωτική τοποθέτηση παραθύρων και θυρών στο νότο, ώστε να μαζεύουν τη ζέστη από το φως του ήλιου και με την υποχρέωση κατασκευής δεύτερου κτίσματος, μικρότερου, πολύ κοντά στο κυρίως, το οποίο προορίζονταν σαν αποθήκη εργαλείων αλλά για την ασφάλεια των ενοίκων σε περίπτωση πυρκαγιάς, που δεν ήταν καθόλου σπάνια στην περιοχή (λόγω των τζακιών και του ξύλου).
Μάλιστα, έξι από τα κτίρια που κατασκεύασε η ομάδα έχουν ανακηρυχθεί σήμερα Ιστορικά Μνημεία στην Γαλλία και τα πέντε είναι μεταξύ των πιο εντυπωσιακών κτιρίων βουνίσιας αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα.

Με τα χρόνια και ενώ παράλληλα δόθηκαν πολλά κίνητρα στους κατοίκους της περιοχής να κατασκευάσουν τα δικά τους σαλέ, πάντα όμως με τους αυστηρούς αρχιτεκτονικούς κανόνες του Atelier d’Architecture, η Κουρσεβέλ μεταμορφώθηκε σε ένα εντυπωσιακά πανέμορφο χειμερινό θέρετρο, στο οποίο τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το σκι αλλά και την πολυτελή φιλοξενία. Από το 2011 μάλιστα, κάθε ένα από τα πέντε χωριά που το αποτελούν μετονομάστηκαν, για καθαρά εμπορικούς λόγους και συνδέθηκαν εντελώς μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα. Έτσι, κάτω από το όνομα Courchevel και ξεκινώντας ο -πάντα τέλεια καθαρισμένος- δρόμος από την Courchevel Le Praz, στα 1.300 μέτρα υψόμετρο, συναντά πρώτα την Courchevel Village, μετά την Courchevel Moriond και τέλος την περίφημη Courchevel, το «Σεν Τροπέ των χειμερινών σπορ» όπως συνηθίζεται να λέγεται και το χωριό που καταλήγουν οι σπουδαιότεροι των κροίσων, διάσημοι καλλιτέχνες, εφοπλιστές και γόνοι πλούσιων οικογενειών.

Μαζί με τα σαλέ που αγόρασαν κάποιες από τις πλουσιότερες οικογένειες του κόσμου, η Κουρσεβέλ και η ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας διαθέτει σήμερα 29 ξενοδοχεία, από τα οποία τα 10 είναι πεντάστερα, τα 9 τετράστερα, ενώ αν ψάξει κάποιος αρκετά μπορεί να βρει ακόμα και απλά δωμάτια φιλοξενίας, τα οποία διατίθενται κυρίως για νεαρούς λάτρεις του σκι.
Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε, ότι στην περιοχή βρίσκονται και κάποια από τα καλύτερα εστιατόρια του πλανήτη, αρκετά με Michelin stars, ενώ οι περισσότερες luxurious εμπορικές ετικέτες του κόσμου έχουν σε κάποια από τα χωριά το δικό τους κατάστημα, μεταξύ των οποίων οι Louis Vuitton, Hermès, Valentino, Loro Piana, Prada, Cartier, Fendi, Dior και Chanel.

Οι Έλληνες της Κουρσεβέλ

Υπάρχουν πολλοί αστικοί μύθοι για τους Έλληνες της Κουρσεβέλ, οι περισσότεροι παραμένουν απλά «μύθοι» όπως και τα ονόματα που τους συνοδεύουν. Σε ένα πολύ πρόσφατο ρεπορτάζ της Καθημερινής, η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Πουρνάρα είχε γράψει σχετικά: «Οι Ελληνες άρχισαν να ανακαλύπτουν την Κουρσεβέλ αρχικά μέσα στο ’60 και με πιο έντονη παρουσία από τα τέλη του ’70 και μετά. Εφοπλιστές και επιχειρηματίες την αγάπησαν, διότι συνδύαζε καλές πίστες με τη ζωντάνια της νυχτερινής ζωής, ενώ στο Γκστάαντ ή στο Σεντ Μόριτζ, το σκι ήταν απλώς το προκάλυμμα της κοσμικότητας.
“Εκείνα τα χρόνια ήταν οι καλύτεροι πελάτες σε πολλά ξενοδοχεία, εστιατόρια και ντισκοτέκ”, θυμάται ο Ζαν-Ζακ Λεσιέρ, Γάλλος που ζει εδώ και πολλά χρόνια στην πατρίδα μας και είναι επικεφαλής στο Αττικό Ζωολογικό Πάρκο στα Σπάτα. Πρωτοπήγε το 1966 και από το 1969 μέχρι και το 1985 την επισκεπτόταν κάθε χρόνο. “Ηταν γενναιόδωροι, τους άρεσε η καλή ζωή και φέρονταν πάντα πολύ καλύτερα από τους σημερινούς νεόπλουτους άλλων εθνικοτήτων από τους οποίους λείπει ο σεβασμός”.

“Οι Γάλλοι προτιμούσαν την ελληνική πελατεία γιατί ήταν άνθρωποι με ευμάρεια και αρχοντιά, ενώ φρόντιζαν να στείλουν Αγγλους και Ολλανδούς σε υποδεέστερες τοποθεσίες”, θυμάται άλλος ένας φανατικός θαμώνας εκείνων των ετών, ο εστιάτορας Γιώργος Τσαλαβούτας, που έχει πάει στην Courchevel πάνω από 60 φορές. Οι συμπατριώτες μας είχαν καλές επιδόσεις στις καταβάσεις αλλά στο apres ski, δηλαδή στην μπιρίμπα και το τάβλι. Το 2017 θα είναι η χρονιά των εορτασμών για τις επτά δεκαετίες της Γαλλίδας βασίλισσας του χιονιού που μάγεψε επώνυμους και ανώνυμους και σήμερα έχει γίνει το μεγαλύτερο θέρετρο του σκι στον κόσμο».

Τα τελευταία χρόνια, η Κουρσεβέλ έχει αναβαθμιστεί αρκετά στα μάτια της εγχόριας σόουμπιζ, των κοσμικών αλλά και μεταξύ των εύπορων Ελλήνων, κυρίως μετά τα περσινά εγκαίνια του Nammos στην Courchevel 1850, στο «Σεν Τροπέ των χειμερινών σπορ».
Εκεί, σε μια ειδυλλιακή τοποθεσία μέσα στα έλατα λειτουργεί από πέρσι το «αδερφάκι» του διάσημου club της Μυκόνου. Πρόκειται για ένα all day restaurant που ξεκινά τη φετινή σεζόν στις 16 Δεκεμβρίου, λειτουργεί από το πρωί και που στις 29 Δεκεμβρίου, όπως και πέρσι, ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Αντώνη Ρέμο σε ένα πάρτυ που -και πάλι- θα πολυσυζητηθεί.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το μενού της βραδιάς, κοστίζει 400 ευρώ το άτομο χωρίς ποτό και περιλαμβάνει spicy crab tartare salad, nammos salad και prawn tempura για ορεκτικό ενώ για κυρίως ένα καλοψημένο ή mide rare ( μέτρια ψημένο) rib eye, ανάλογα τα γαστριμαργικά γούστα του εκάστοτε πελάτη.

Το Nammos της Κουρσεβέλ παραπέμπει στυλιστικά σε ένα τυπικό πολύ μεγάλο ξύλινο σαλέ, όπως αυτά που υπάρχουν διάσπαρτα μέσα και έξω από το χωριό, εκεί όπου μπορεί κανείς -πληρώνοντας φυσικά το ανάλογο τίμημα- να μείνει σε μυθικά ξενοδοχεία όπως το Cheval Blanc. To ξύλο κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα του εστιατορίου, με έπιπλα ξεχωριστής αισθητικής σε γήινα χρώματα και κάποιες έντονες πινελιές του κόκκινου και του μπλε να εναρμονίζονται απόλυτα με το αλπικό τοπίο. Το θηριώδες τζάκι δεσπόζει στον χώρο του εστιατορίου μαζί με τα μεγάλα χαλιά σε έντονα χρώματα, όπως το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε, τα οποία θα κάνουν ακόμη πιο ζεστή την ατμόσφαιρα.
Στον εξωτερικό χώρο, μεγάλοι ξύλινοι καναπέδες μπορούν να φιλοξενήσουν μεγάλες παρέες που θα έχουν τη δυνατότητα το πρωί να απολαύσουν ένα ζεστό ρόφημα μαζί με το πρωινό τους και το μεσημέρι ένα γεύμα με τη σφραγίδα της κουζίνας του μυκονιάτικου εστιατορίου.

Εκτός από τις μεσογειακές γεύσεις, υπάρχει φυσικά σούσι, αλλά και εξαιρετικά κρέατα για να ικανοποιήσουν τους απαιτητικούς ουρανίσκους που συρρεύουν στο νέο στέκι. Υπάρχει επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, μια διευρυμένη λίστα εξαιρετικών κρασιών που περιλαμβάνει ακόμη και το περίφημο Petrus και, φυσικά, σαμπάνιες Moet & Chanton, Dom Perignon και Armand de Brignac, των 15 και 30 λίτρων.

ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΕΘΟΣ

Απολαύστε περισσότερες από 60 εικόνες, πρώτα του Nammos και στη συνέχεια της Κουρσεβέλ!

SHARE
MORE LIFESTYLE